Σιμόν ντε Μποβουάρ: «Η καταπίεση προσπαθεί να δικαιολογηθεί με τη χρησιμότητά της.»


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Το 1949, μετά από 14 μήνες ακούραστης συγγραφής, εκδίδεται ένα βιβλίο που καταπιάνεται με το θέμα της ύπαρξης και αντιμετώπισης της γυναίκας κατά τη διάρκεια της ιστορίας, και σχεδόν αμέσως πυροδοτεί ένα μεγάλο κύκλο αντιδράσεων και κινήσεων, αποτελώντας τελικά την απαρχή του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος. Το βιβλίο αυτό, που πουλά περίπου 22.000 αντίτυπα μόλις στην πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του και που εκτοξεύει τη δημιουργό του στο πάνθεον της ευρωπαϊκής διανόησης, είναι «Το δεύτερο φύλο» και συγγραφέας του η Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Βιογραφία


Γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι, με το όνομα Simone Lucie-Ernestine-Marie-Bertrand de Beauvoir. Η αστική και ευκατάστατη οικογένειά της την ανέθρεψε αυστηρά ως Καθολική, σε βαθμό που ήταν βαθιά θρησκευόμενη σαν παιδί και σκεφτόταν να γίνει μοναχή. Μεγάλωσε με όλες τις αριστοκρατικές αξίες, έμαθε ανάγνωση πριν καν πάει σχολείο και οι δικοί της φρόντιζαν να ασκείται στην πνευματική μόρφωση αγοράζοντάς της πολλά βιβλία, ποιητικές συλλογές ή σημειωματάρια. Και πραγματικά, μέχρι τις αρχές της εφηβείας της, η Μποβουάρ ήταν το υπόδειγμα του καλού παιδιού και της εξαιρετικής μαθήτριας.

Σιγά σιγά άρχισε, όμως, να αμφισβητεί ορισμένες αξίες τις οποίες είχε διδαχθεί, ενώ ο πρόωρος θάνατος  της φίλης της Ελίζαμπεθ Λακουέν, που πέθανε σε ηλικία 20 ετών, ωθούν τη Σιμόν να αυτοανακηρυχθεί άθεη και να στρέψει το ενδιαφέρον της προς τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τη λογοτεχνία και την ύπαρξη. Παρά τις συστάσεις των γονιών της, αποφασίζει να σπουδάσει φιλοσοφία στη Σορβόννη το 1926, από όπου θα αποφοιτήσει το 1929 με άριστα πάνω στην εργασία της για τον μαθηματικό και φιλόσοφο Λάιμπνιτς.

Τότε είναι που θα γνωρίσει εκεί έναν άλλον σπουδαστή φιλοσοφίας, τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο υπαρξιστή Ζαν -Πωλ Σαρτρ, με τον οποίο θα αναπτύξει τελικά μια σχέση που θα διατηρηθεί για όλη τους τη ζωή. Αφού μοιράστηκαν το πάθος τους σχετικά με τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, αλλά και τη φιλοδοξία τους  να γίνουν διάσημοι στοχαστές, η γνωριμία τους κατέληξε πολύ γρήγορα ερωτική, παραμένοντας όμως ταυτόχρονα ασυμβίβαστη: συμφώνησαν από κοινού σε ένα «συμβόλαιο» για τη σχέση τους, σύμφωνα με το οποίο θα ήταν μεν μαζί, αλλά θα μπορούσαν ταυτόχρονα να έχουν ερωτικές σχέσεις και με άλλους, σχέσεις τις οποίες αργότερα θα συζητούσαν. Η Μποβουάρ, για του λόγου το αληθές, απέρριψε μια πρόταση γάμου που της είχε κάνει ο Σαρτρ στην αρχή, ενώ οι δυο τους δεν έμειναν ποτέ κάτω από την ίδια στέγη παρόλο που διατήρησαν τη σχέση τους μέχρι το τέλος και τον θάνατο του Σαρτρ.

Το 1929 η Σιμόν εξασφαλίζει επίσης μια θέση διδασκαλίας στη φιλοσοφία –πράγμα που είχαν πετύχει ελάχιστες γυναίκες μέχρι τότε- και καθίσταται η πρώτη γυναίκα στη Γαλλία που διδάσκει σε λύκειο αρρένων, αλλά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της από την κυβέρνηση του Βισύ. Τόσο η ίδια όσο και ο Σαρτρ – που είχε καταταγεί και επιστρέψει από αιχμαλωσία- συμμετέχουν στην αντίσταση όσο διήρκησε ο πόλεμος, ενώ μην έχοντας τη δυνατότητα να εργαστεί, η Μποβουάρ έκανε την αρχή στη λογοτεχνική της καριέρα.

Η φήμη και η δόξα που έφτασαν μετά από λίγο καιρό μέσα από το έργο της δεν την καθησύχασαν. Αντίθετα, η Μποβουάρ χρησιμοποίησε αυτά τα μέσα για να υποστηρίξει πολιτικές θέσεις και κινήματα, όπως τις προσπάθειες της Αλγερίας και της Ουγγαρίας για ανεξαρτησία στη δεκαετία του ’50, το φοιτητικό κίνημα στη Γαλλία της δεκαετίας του ’60 ή καταδικάζοντας τον πόλεμο που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Τόσο εκείνη όσο και ο Σαρτρ είχαν αρχικά ενταχθεί στο κομμουνιστικό κόμμα της Γαλλίας, αλλά αργότερα αποχώρησαν και υποστήριξαν τον Μαοϊσμό, ενώ η Μποβουάρ έγινε, λόγω του έργου της, η βροντερή φωνή και πρωτεργάτης του φεμινιστικού κινήματος στη δεκαετία του ’70.

Πέθανε στις 14 Απριλίου του 1986 από πνευμονία και μοιράζεται την τελευταία της κατοικία με τη σχέση της ζωής της, τον Σαρτρ, που είχε αποβιώσει 6 χρόνια πριν.

Τα πρώτα βήματα


Η Μποβουάρ έγραψε, όπως αναφέρεται, το πρώτο της βιβλίο σε ηλικία 7 ετών, το οποίο ονομαζόταν «Οι δυστυχίες της Μαργαρίτας» και αποτελούταν από 100 σελίδες. Η πραγματική συγγραφική πορεία της ξεκινά, όμως, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το 1943 εκδίδει την πρώτη της σημαντική δουλειά, το μυθιστόρημα «Ήρθε για να μείνει», που εξετάζει υπαρξιστικά ένα πραγματικό ερωτικό τρίγωνο μεταξύ της ίδιας, του Σαρτρ και της  νεαρής Olga Kosakiewicz, αλλά και την πολυπλοκότητα των σχέσεων γενικά. Τον επόμενο χρόνο συνεχίζει με το δοκίμιο «Πύρρος και Κινέας» κι έπειτα επιστρέφει στα μυθιστορήματα με τα «Το αίμα των άλλων» (1945) και «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί» (1946), τα οποία εξακολουθούσαν να καταπιάνονται με τις αναζητήσεις της πάνω στο θέμα της ύπαρξης. Στο τέλος του πολέμου ιδρύει, επίσης, με τον Σαρτρ την πολιτική εφημερίδα «Les Temps Modernes», στην οποία διαδίδει τις ιδέες της μαζί με πρωτόλεια τμήματα από το καθοριστικό έργο που ήρθε λίγο αργότερα, «Το δεύτερο φύλο».

Όταν ο πόλεμος λήγει, η Μποβουάρ εξακολουθεί να ζει σε ρυθμούς φρενήρεις , μένοντας σε ξενοδοχεία, γράφοντας ακατάπαυστα σε διάφορα καφέ, πίνοντας και καπνίζοντας, ενώ η πολιτική άρχισε να την απασχολεί όλο και περισσότερο. Το 1949 δημοσιεύεται τελικά «Το δεύτερο φύλο», ένα πόνημα 1000 και κάτι σελίδων σχετικά με την πατριαρχία και την υποβάθμιση των γυναικών σε ολόκληρη την ιστορία. Εξετάζοντας το θέμα μέσα από το πρίσμα του υπαρξισμού, υποστηρίζει έναν υπαρξιστικό φεμινισμό και την ιδέα πως η γυναίκα δεν γεννιέται, αλλά γίνεται. Η καταπίεση των γυναικών προέρχεται από τον ορισμό της γυναίκας ως «Άλλος» και από το γεγονός ότι πάντα η γυναίκα θεωρούταν το μη τυπικό, αυτό που παρεκκλίνει από το πρότυπο, η ανωμαλία. Αν, λοιπόν, ο φεμινισμός θέλει να αναπτυχθεί και να εδραιωθεί, τότε πρέπει να καταρρίψει αυτήν την άποψη.

«Το δεύτερο φύλο» προκάλεσε αμέσως μεγάλο θαυμασμό με την κυκλοφορία του και αντικρουόμενες αντιδράσεις, με μερικούς κριτικούς να το χαρακτηρίζουν ως πορνογραφία και το Βατικανό να το εντάσσει στη λίστα με τα απαγορευμένα βιβλία. Ακόμη και πολλές φεμινίστριες κατέκριναν το βιβλίο για «συγκαλυμμένο μισογυνισμό», αφού υποστήριξαν ότι η Μποβουάρ, αν και γυναίκα, έγραφε διαχωρίζοντας τη θέση της από εκείνη των υπόλοιπων γυναικών.

Ρουτίνα


«Βιάζομαι πάντα να ξεκινήσω, ενώ γενικά δεν μου αρέσει να αρχίζω τη μέρα μου», είχε δηλώσει η Ντε Μποβουάρ στο Paris Review το 1965. «Πρώτα πίνω ένα τσάι κι έπειτα, κατά τις δέκα, μπαίνω σε ρυθμό και δουλεύω μέχρι τη μία. Μετά βλέπω τους φίλους μου κι ύστερα από αυτό, στις πέντε, επιστρέφω στη δουλειά και συνεχίζω μέχρι τις εννιά. Δεν μου είναι δύσκολο να ξαναπιάσω το νήμα το απόγευμα». Πράγματι, η Ντε Μποβουάρ σπάνια συναντούσε δυσκολίες στη δουλειά- κάθε άλλο μάλιστα. Όταν έπαιρνε τις ετήσιες δίμηνες ή τρίμηνες διακοπές της, δεν ένιωθε άνετα και άρχιζε να βαριέται μετά από λίγες εβδομάδες αποχής από τη δουλειά.
Παρόλο που η δουλειά ήταν η πρώτη της προτεραιότητα, το καθημερινό πρόγραμμά της οργανωνόταν γύρω από τη σχέση της με τον Σαρτρ. […] Γενικά εργαζόταν μόνη της το πρωί κι έπειτα συναντούσε τον Σαρτρ για μεσημεριανό. Το απόγευμα δούλευαν μαζί σιωπηλά, στο διαμέρισμα του Σαρτρ. Το βράδυ, πήγαιναν σε όποια πολιτική ή κοινωνική εκδήλωση περιείχε η ατζέντα του Σαρτρ ή, αλλιώς, πήγαιναν σινεμά ή έπιναν σκωτσέζικο ουίσκι ακούγοντας ραδιόφωνο στο διαμέρισμα της Μποβουάρ.

Από το βιβλίο Η τέχνη της ρουτίνας, του Mason Currey

Αναγνώριση και κληρονομιά


Με την κυκλοφορία του «Δεύτερου φύλου» η φήμη της Μποβουάρ εκτοξεύεται σε όλον τον κόσμο. Σε ηλικία 41 ετών η ίδια είχε ήδη πολλές προσωπικές εμπειρίες και είχε δαπανήσει πολλές ώρες μελέτης πάνω σε διάφορους επιστημονικούς τομείς προκειμένου να είναι σε θέση να διατυπώσει μια ολόκληρη θεωρία για τη χειραφέτηση των γυναικών και να αποδομήσει έννοιες που ήταν ως τότε ακλόνητες, όπως ο γάμος ή η μητρότητα.

Ωστόσο, το βιβλίο αυτό, ίσως τελικά επισκίασε το υπόλοιπο έργο της Μποβουάρ, το οποίο είναι ομολογουμένως τόσο ευρύ όσο και εξίσου σημαντικό. Στα επόμενα χρόνια συνεχίζει να γράφει μυθιστορήματα, οδοιπορικά, αυτοβιογραφίες αλλά και δοκίμια και πολιτικά κείμενα. Ανάμεσα σε αυτά, σημαντικότερα αναδεικνύονται τα: «Οι Μανδαρίνοι» (1954), «Η Μεγάλη Πορεία» (1957) και τέσσερεις αυτοβιογραφίες της που κυκλοφόρησαν διαδοχικά από το 1958 έως το 1972. Η πολύπλευρη συγγραφέας στα τελευταία στάδια της καριέρας της  αφιέρωσε πολύ χρόνο στις έννοιες του γήρατος και του θανάτου, με βιβλία όπως τα «Μεγάλη ηλικία» (1970) κι ένα βιβλίο για τα τελευταία χρόνια του Σαρτρ που εκδόθηκε το 1981, ένα χρόνο μετά το θάνατό του.

Η Μποβουάρ συνέχισε και συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού μετά το θάνατό της, ασκώντας ακόμη μέσα από το έργο της μεγάλη επιρροή, λειτουργώντας μάλιστα σαν σημείο αναφοράς, ιδιαίτερα για τον φεμινισμό. Η ολοένα αυξανόμενη επίδραση του φεμινισμού στις μέρες μας, αλλά και η επιρροή που αναγνωρίζεται ότι άσκησε στο έργο του Σαρτρ, την καθιστούν αναμφίβολα ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Γαλλίας αλλά και του κόσμου.


#4 φράσεις της Σιμόν που επιλέγει η {στίξη}:


«Τους αρέσει να σκοτώνουν τον χρόνο τους περιμένοντας τον χρόνο να τους σκοτώσει.»


«Δεν γεννιέσαι γυναίκα. Γίνεσαι γυναίκα.»


«Η αυτογνωσία δεν είναι γνώση, αλλά ένα αφήγημα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του.»


«Μια μέρα χωρίς να γράψω μου αφήνει μια γεύση στάχτης.»


*Προτεινόμενο βιβλίο: Το δεύτερο φύλο

*Προτεινόμενη ταινία: Les amants du Flore (2006)

Πηγές: Biography Wikipedia | Γνωμικολογικόν | ΒΗΜΑ
-Φωτογραφίες από Pinterest

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s