-στα λόγια η Κατερίνα Κουνάβη
Παίρνεις εκείνο το βλέμμα, λίγο πριν το κίτρινο σούρουπο
σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι,
με πλησιάζεις και μ’ αγκαλιάζεις.
Ύστερα,
εφόσον έχει πέσει το σκοτάδι,
με πιάνει μια αμετροέπεια και έτσι
αρπάζω την ευκαιρία να εξωτερικεύσω τα συναισθήματα που νιώθω για εσένα, σε εσένα.
Μα εσύ κάθεσαι αμίλητος,
δίχως λέξεις,
δίχως αντίδραση καμιά
κι η ώρα κι η στιγμή φαντάζουν αέναες.
Παρ’ όλα αυτά, κατανοώ πως έχεις πιάσει την ενάργεια στα λόγια μου.
Με κοιτάς μες στα μάτια,
έτσι,
γυμνοί μες στο σεντόνι,
το μόνο που φωτίζει το πρόσωπο μας είναι το φως απ’ το σαλόνι.
Κι όμως,
στο βλέμμα σου διακρίνω έναν δισταγμό, έναν φόβο
κι αρχίζουν μέσα μου τα συναισθήματα να αλλοιώνονται
σιγά-σιγά, έχοντας μια υποψία για το τι σκέφτεσαι.
Όταν τελικά,
αποφασίζεις ευθαρσώς να μου πεις τι σου συμβαίνει,
στο τέλος της πρότασης σου
ένα δάκρυ με περιμένει.
Σηκώνεσαι νωχελικά και ντύνεσαι.
Η σκέψη ότι θα φύγεις και ανάμεσα μας θα υπάρχει μια εκκωφαντική σιωπή,
με σκοτώνει πιο πολύ.
Με προσπερνάς αδιάφορα και ερινύες σε κατακλύζουν – ξέρω κατά βάθος πως σε τρώνε-
σέρνοντας τα πόδια σου ως την πόρτα,
και εκεί σταματάς.
Έχω την ελπίδα μέσα μου
πως μετάνιωσες για όσα είπες, μα με μια κίνηση,
με ξεγελάς.
Μετά από κάποια δευτερόλεπτα,
ανοίγεις την πόρτα και φεύγεις.
Και ταυτόχρονα εξαφανίζεσαι από το σώμα μου,
από την σκέψη μου,
από όλα.
Αυτό ήτανε,
το μεταξύ μας έσπασε,
τώρα
και για πάντα
και αιώνια.
-φωτογραφία από Pinterest–