-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
«Στους συνοικισμούς των εκτάσεων 119 ως 176, η δουλειά γινόταν ολοένα πιο μανιώδης. Το «μπόνους» για τον επικεφαλής χειριστή τρυπανιού, αυτόν που άνοιγε ένα ενεργό πηγάδι, είχε ανέβει ακόμα περισσότερο για να σπρώξει τους εργάτες να δουλέψουν μέσα στην πιο άγρια φρενίτιδα. Ο χειριστής έδινε ένα μέρος του μπόνους στους υπόλοιπους που δούλευαν στο πηγάδι του. Ζήσε κι άσε τους άλλους να ζήσουν. Αλλά μόνο αυτούς που αγωνίζονταν μαζί του. Δείξε στον εργάτη ένα εικοσαδόλαρο και γίνεται καπιταλιστής επιτόπου. Δεν το πιστεύετε; Δοκιμάστε το. Το μπόνους είναι πιο αποτελεσματικό σήμερα απ’ ό,τι το μαστίγιο παλιά.»
Είναι γεγονός πως, διαβάζοντας «Το Λευκό Ρόδο» του B. Traven που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, άλλαξα κάμποσες φορές τη γνώμη μου απέναντι στο βιβλίο. Κι αυτό διότι ο τρόπος γραφής του, η ροή της αφήγησης και τα σημεία που εστίαζε ο συγγραφέας, δημιούργησαν ένα πραγματικό ρόλερ κόστερ συναισθημάτων μέσα μου. Πάμε να ξεκινήσουμε.
«Το Λευκό Ρόδο» είναι μια ιστορία που πραγματεύεται την ταχεία έλευση της καπιταλιστικής ασυδοσίας, την εποχή ακριβώς που αρχίζει να ανακαλύπτεται η δύναμη του πετρελαίου. Ο πυρήνας της αφήγησης είναι μια ασιέντα, που το όνομά της δίνει και τον τίτλο του βιβλίου, ένα κομμάτι γης δηλαδή, που στέκεται αγέρωχο ανάμεσα σε άλλες εκτάσεις γύρω της που έχουν ήδη παραχωρηθεί για εξόρυξη πετρελαίου. Ο Γιασίντο, όμως, ο αρχηγός του Λευκού ρόδου, αρνείται πεισματικά να πουλήσει / παραχωρήσει με οποιονδήποτε τρόπο ή σε οποιαδήποτε τιμή την πατρική του γη. Άλλωστε σε αυτήν δεν κατοικεί μόνο εκείνος, αλλά μια ολόκληρη ομάδα οικογενειών που, αν η ασιέντα χαθεί, τότε δεν θα έχουν πού να πάνε. Απέναντί του βρίσκεται ο αδίστακτος πρόεδρος της πετρελαϊκής εταιρείας Κόντορ, ένας πανέξυπνος, πανούργος και ικανότατος άντρας που κυριολεκτικά λυσσάει να βάλει το χέρι του στην ασιέντα, παρόλο που ίσως δεν του είναι καν τόσο χρήσιμη. Στην προσπάθειά του αυτή θα επιστρατεύσει κάθε μέσο που διαθέτει, όλη του την πονηράδα, και δεν θα σταματήσει τις προσπάθειές του μέχρι να τελειώσουν όλα τα βέλη στη φαρέτρα του.
Η αφήγηση ξεκινά με μια πολύ ωραία εισαγωγή, που σε εντάσσει στο κλίμα και σου μεταφέρει πολλές πληροφορίες για το τοπικό σύστημα και την παράδοση, χωρίς να κουράζει. Προοικονομεί επίσης σε σημεία την επερχόμενη τραγωδία και τονίζει το δέσιμο των ανθρώπων με τη γη, το παρελθόν, με τη συνέχεια των γενεών, σε αντίθεση με τους κατοίκους των σύγχρονων πόλεων που τους κρατά αιχμαλώτους το κυνήγι του χρήματος. Σε αυτό ακριβώς το σημείο άρχισε να με κουράζει η μονομέρεια του συγγραφέα, που υποστηρίζοντας προφανώς την πλευρά των ντόπιων ινδιάνων που δεν θέλουν να αποχωριστούν τη γη τους, δημιουργεί καρικατούρες με το να εμφανίζει αυτούς ως ιδανικές μορφές που είναι πράες, αθώες, δεμένες με τα ζώα και τη γη, και όσους βρίσκονται απέναντί τους ως μοχθηρούς, άπληστους, κακούς. Δεν εξετάζει πολύπλευρα έναν χαρακτήρα, αλλά μένει αποκλειστικά στα στοιχεία που θέλει να τονίσει.
Μέσα στο κείμενο υπάρχουν, επίσης, μερικές τελείως ασυνεχείς αντιδράσεις των ηρώων (σελ. 51) που έχουν πάντα στόχο να αναδείξουν την ευγένεια του Γιασίντο και εν γένει των ινδιάνων και να ειρωνευτούν τη μοχθηρία εκείνου που βρίσκεται απέναντί τους. Κάτι ακόμη που με κούρασε αρκετά ήταν ότι, στην προσπάθειά του να μας δώσει ένα υπόβαθρο για τη βασική ιστορία, ένα «χαλί», ο συγγραφέας ξεκινούσε μια σκηνή και αμέσως οδηγούσε την αφήγηση σε έναν λαβύρινθο από περιγραφές προσώπων, καταστάσεων, παρελθοντικών σκηνικών, που στο τέλος αναρωτιόσουν γιατί τα μαθαίνεις όλα αυτά, αλλά κυρίως ξεχνούσες και την επίμαχη σκηνή.
Από την άλλη, το θετικό σε αυτό ήταν πως ο B. Traven έκανε πραγματικά αριστοτεχνική περιγραφή ηρώων και χαρακτήρων και σκιαγραφούσε πολύ γλαφυρά την κοινωνική κατάσταση της εποχής (ίσως σε σημεία με αχρείαστες επαναλήψεις και λεπτομέρειες), σε βαθμό που ένιωθες πως γνώριζες απ’ έξω κι ανακατωτά περί τίνος μιλούσε. Ταυτόχρονα μέσα από αυτή του την τακτική περνά ξεκάθαρα και ολοζώντανα το μήνυμα πως είναι αναπόφευκτο να μπλέξεις στον ιστό του κεφαλαίου και πως το κεφάλαιο και οι μεγάλες εταιρείες ελέγχουν με όλη τους την δύναμη τη ροή του πλανήτη. Τέλος, δεν παραλείπει να αναδείξει μορφές κοινωνικών πρακτικών που δεν άπτονται άμεσα του θέματος που τον απασχολεί, όπως για παράδειγμα το ανδρικό σεξιστικό πρότυπο που κυριαρχεί στην εποχή.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι βατή, χωρίς δυσνόητους όρους ή περίτεχνα κατασκευάσματα. Ο αφηγητής μιλά συνεχώς σε τρίτο πρόσωπο και κάνει πολύ αισθητή την παρουσία του σπάζοντας την αφήγηση με α’ πληθυντικό πρόσωπο («εδώ βλέπουμε») ή με δηλώσεις αξιολογικού περιεχομένου που ο αναγνώστης δεν μπορεί να γνωρίζει από τα μέχρι στιγμής στοιχεία. Η τακτική του αυτή ίσως πρέπει να θεωρηθεί και σαν προσπάθεια να σπάσει τον τέταρτο τοίχο στην αφήγηση. Λίγο ενοχλητικό ήταν το στοιχείο του αποφθεγματικού λόγου, με κομμάτια που έμοιαζαν με παραινέσεις, συμβουλές ή απότομα συμπεράσματα που δηλώνονταν ξεκάθαρα από τον συγγραφέα.
Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, το βιβλίο σχεδιαστικά είναι πολύ όμορφο, με ένα λευκό – πορτοκαλί ντύσιμο που, αναμφίβολα, του ταιριάζει απόλυτα σε σχέση με την ιστορία που μεταφέρει. Ξεκούραστο στήσιμο, γλωσσάρι για βοήθεια στο τέλος του βιβλίου και ένα πάρα, πάρα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα στον ίδιο τον συγγραφέα στο επίμετρο από τον Λευτέρη Αναγνώστου.
Το bottom line: «Το Λευκό Ρόδο» είναι ένα βιβλίο που έχει σκοπό να αναδείξει τη μιζέρια, την καταστροφή και τα κακώς κείμενα που είναι συνυφασμένα με την ακραία άνοδο του καπιταλισμού κατά τον προηγούμενο αιώνα. Αυτό το πετυχαίνει πέρα από κάθε αμφιβολία, σε μεγάλο βαθμό όμως το κάνει ωμά, χωρίς να καλεί τον αναγνώστη να το ανακαλύψει ο ίδιος, αλλά με το να του δίνει το συμπέρασμα σερβιρισμένο στο πιάτο. Έχει δυνατές προσωπογραφίες, κάπως ταλαιπωρημένη αφήγηση, αλλά είναι σίγουρα ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.