-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Η απόφασή του πάντως αυτή, δεν συνάντησε και τις πιο ήρεμες αντιδράσεις που θα περίμενε κανείς. Η αρχική διαφωνία προέκυψε με τους γύρω του όταν αποφάσισε να βγάλει τα γυαλιά του. Φυσικά ο ίδιος δεν τα έσπασε, γιατί, εντάξει, δεν ήταν και τόσο τολμηρός, ήθελε να έχει μια δικλείδα ασφαλείας, αλλά τα καταχώνιασε σε ένα συρτάρι και είχε αποφασίσει να μην τα χρησιμοποιήσει ξανά στην καθημερινότητά του. Οι γονείς του πρώτοι ανησύχησαν πολύ, ιδιαίτερα μετά από την φανερή του βελτίωση, και άρχισαν σποραδικά να ακούγονται τα γνωστά «πού έχεις μπλέξει» και «δεν είναι πράγματα αυτά». Ο ίδιος αδιαφορούσε επιδεικτικά για τις ανησυχίες τους και μακάριζε την ώρα και τη στιγμή που είχε αποφασίσει να μείνει μόνος του, κι έτσι αναγκαζόταν να ακούει όλα αυτά μόνο μια ή δύο φορές την εβδομάδα. Η αλήθεια είναι ότι η αδιαφορία του ήταν πραγματική. Είχε πλέον πειστεί πως δεν μπορούσε να συνεννοηθεί σε κανένα ανεκτό επίπεδο με τους δικούς του κι έτσι απλώς έλειπε όσο περισσότερο μπορούσε από κοντά τους, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις αναγκαίες επαφές και επισκέψεις. Τρόμαζε, όμως, καμιά φορά με το πόσο δεν τον ένοιαζαν πλέον. Δεν ένιωθε καμία επιθυμία να μάθει αν ήταν καλά, αν είχαν κάποια ανάγκη ˙ οι κόσμοι τους ήταν πλέον εξ ορισμού και κυριολεκτικά αντίθετοι.
Αλλά και από την πλευρά τους, η φροντίδα που είχαν δείξει απέναντί του στην αρχή, είχε τώρα αντικατασταθεί, αρκετά γρήγορα ομολογουμένως, από διαφωνίες, απειλές και συγκρούσεις. «Θα σου σταματήσουμε τα λεφτά!», «Εμάς να μας ξεχάσεις», «Δεν θέλουμε καμία επαφή» του φώναζαν ξανά και ξανά, κάτι που πρόδιδε τον φόβο που είχε αρχίσει να τους κυκλώνει, τον πανικό για το πώς να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση που ξέφευγε από τον έλεγχό τους. Οι κινήσεις τους ήταν σπασμωδικές. Από την πλευρά του αυτός, με κάθε τέτοιο ξέσπασμα, συμφωνούσε όλο και πιο πολύ πως οι άνθρωποι γύρω του είναι ανόητοι κι ότι ήταν καλύτερο για τον ίδιο να απομακρύνεται συνεχώς, προκειμένου να διαφυλάξει, να προστατεύσει τον εαυτό του. Έμοιαζαν όλοι γύρω του σαν να ήθελαν το κακό του και ότι είχαν γίνει επιθετικοί τώρα που δεν συμβάδιζε με τις επιθυμίες τους και πίστευε στον κόσμο του.
Εξίσου καταστροφική ήταν η κατάσταση που επικρατούσε πλέον στη σχέση του με την κοπέλα του. Η τόσο στενή σχέση που είχε αναπτύξει με τον Φ. τον έκανε να περνά πάρα πολύ χρόνο μαζί του και ελάχιστο χρόνο με εκείνη. Ωστόσο εδώ δεν υπήρχαν εντάσεις, τσακωμοί και γκρίνιες. Αντίθετα η σχέση τους ακολουθούσε μια συνεχή φθίνουσα πορεία την οποία κανείς από τους δύο, σίγουρα πάντως όχι αυτός, δεν είχε τη διάθεση να αλλάξει. Σταδιακά άρχισε να διαφαίνεται πως δεν υπήρχε κανένα κοινό σημείο αναφοράς, οι επαφές τους δεν είχαν κανένα νόημα, η σχέση αυτή απλώς υπήρχε. Επόμενο ήταν, λοιπόν, ο Χ. να θέλει να ξοδεύει το χρόνο του σε κάποιον με τον οποίο μπορούσε πλέον να μοιραστεί τις βαθύτερες σκέψεις του, τις πιο ακραίες γωνίες του μυαλού του. Η επαφή τους δεν γκρεμίστηκε βίαια, αντίθετα μαράθηκε σταδιακά. Η αγάπη που είχαν χτίσει μεταξύ τους καταστρεφόταν τούβλο τούβλο, στιγμή με τη στιγμή, κάθε κίνηση αδιαφορίας οδηγούσε σε μια ακόμη κατηφόρα. Κανένας από τους δύο δεν έκανε τις κατάλληλες κινήσεις για να σώσει κάτι, έτσι οι συζητήσεις μεταξύ τους ήταν ελάχιστες και όσες από αυτές τελικά γίνονταν, ήταν χωρίς νόημα ή κατέληγαν σε συμπεράσματα που κανείς δεν ήθελε να παραδεχτεί.
Σε μία από αυτές, όταν πλέον τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται ξεκάθαρα μεταξύ τους και ο χωρισμός κάλπαζε με ταχύτητα φωτός προς το μέρος τους, η κοπέλα είπε τη μαγική φράση κλειδί:
«Εγώ νόμιζα πως θα αντιμετωπίζαμε μαζί όλο αυτό, πως βλέπαμε τα ίδια πράγματα. Τώρα όμως μου φαίνεσαι απλά τρελός».
Ο Χ. ένιωθε πλέον αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του και αρκετά κουρασμένος με όλο αυτό για να αφήσει την ευκαιρία εκείνη να πάει χαμένη. Έτσι, καθώς ο συννεφιασμένος ουρανός σκοτείνιαζε και η λάμπα που βρισκόταν πάνω από το παγκάκι που κάθονταν έχυνε το πορτοκαλί φως της, της είπε σύντομα πως ίσως θα ήταν καλύτερα να διαχωρίσουν τις ευτυχίες τους. Ίσως ο έρωτας να είναι η συνεχής και ειλικρινής προσπάθεια δύο ανθρώπων να γνωριστούν και, αν είναι όντως έτσι, αυτοί οι δύο σε κάποιο σημείο δεν το κατάφεραν ή κάπου παρεξηγηθήκαν. Πάντως δεν υπήρξαν πισωγυρίσματα. Δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ στο ίδιο αυτό παγκάκι, σε μια συμβολική κίνηση επανασύνδεσης, δεν υπήρξε επικοινωνία ή κάποια έστω συγκινημένη προσπάθεια. Ήταν μια απόφαση και μια πράξη χειρουργική: ψυχρή και αποστειρωμένη. Ο Χ. σκεφτόταν πως εκείνη ήταν που είχε κάνει πίσω στην απόφασή του, όταν κατάλαβε πως πλέον δεν τον έλεγχε, εκείνη ήταν που είχε δειλιάσει μπροστά στο ποιος πραγματικά ήταν. Κι έτσι καταλάβαινε πως δεν έπρεπε να χαραμίσει για αυτήν ούτε μία εξήγηση, ούτε μία ανάσα, ούτε κόκκο από κλεψύδρα. Δεν έβλεπε τον κόσμο όπως εκείνος, δεν τον αποδεχόταν. Τέλος.
–Συνεχίζεται-