-στα λόγια ο Κάποιος.Κάπου.Κάποτε
Μάταιο.
Πλήρως παγιδευμένοι στην αδράνεια
Στον λευκό θόρυβο
Και την έλλειψη προσοχής
Στην εσωστρέφεια,
Στην απομόνωση και ό,τι συνεπάγεται
Ποτέ δεν μας φόβιζε.
Μα τώρα μας τρομάζει.
Γιατί τώρα αντιληφθήκαμε,
Πως κάθε άλλη επιλογή, απλά συνέβαλε στην ψευδαίσθηση της τάσης να διατηρούμε μια εμπρόσθια ορμή.
Να σταθούμε στα πόδια μας
Να κάνουμε το εκείνο το βήμα
Χωρίς να σκεφτόμαστε
Πως και τα γαμημένα τα πόδια μας είναι δανεικά κι αυτά, σαν ό,τι άλλο είχαμε τη κατάρα να μας δοθεί
Οπότε ποιο το νόημα
Να σηκωθούμε από το κρεβάτι
Και να βγούμε από αυτό το σκονισμένο δώμα.
Αφού ξέρουμε
Ότι εκεί είναι το κρεβάτι μας, εκεί είναι το σπίτι μας.
Εκεί θα γυρνάμε για να μαγειρέψουμε όλα τα μάταια μας γεύματα που θα μας κρατάνε εν ζωή,
Κι εκεί είναι το είδωλο στον καθρέφτη με το οποίο θα ερχόμαστε σε κρούση επανειλημμένα.
Διχάζομαι
Έχω πράγματα να πω, και δεν ξέρω αν είναι από αυτά που πρέπει να βγουν γιατί θα με τραντάζουν κάθε που θα πέφτω για να σβήσω το μυαλό μου, ή από αυτά που απλά πρέπει να συλλεχθούν και να πεταχτούν στο βαθύτερο πηγάδι που θα μπορέσω να βρω.
Θα ήθελα να πιστεύω ότι είχαμε καταφέρει να δημιουργήσουμε ένα βάθος στη συνεννόηση μαζί μας, αλλά φοβάμαι ότι αν μαζέψω το θάρρος και τελικά αδειάσω ό,τι σκεφτόμουν σε εκείνο το πηγάδι, θα κάθομαι και θα περιμένω να ακούσω έναν κρότο που δεν θα έρθει ποτέ.
Όχι γιατί καταφέραμε να δημιουργήσουμε ένα τόσο τρανό βάθος, βλέπεις. Αλλά μάλλον γιατί δημιουργήσαμε ένα κενό. Μια μαύρη τρύπα στη οποία αφού μιλούσαμε θα περιμέναμε κάποια ανταπόκριση. Μια αναγνώριση ότι κάπου κάτι έφτασε, κι ας πήρε πολύ για να ακουστεί έστω και ο αμυδρότερος κρότος.
Λες και δεν ξέραμε ότι οι μαύρες τρύπες δεν οδηγούν πουθενά. Εξαϋλώνουν.
Είσαι, ήσουν. Ήμασταν.
Ήμασταν;
Αρχίδια ήμασταν.
Άφησα μια κραυγή για να δω που θα πάει, και την έχασα πριν καλά καλά προλάβουν να φτάσουν τα κύματα μέχρι τα αυτιά μου.
Να σου πω τι;
-φωτογραφία από Pinterest–