-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Βιογραφία
Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1911 (άλλες πηγές αναφέρουν σαν έτος γέννησής του το 1914) στην Ασέα της Αρκαδίας. Οι γονείς του ήταν αγρότες και όταν ο Νίκος ήταν μόλις 5 ετών έχασε τον πατέρα του, όταν πέθανε πάνω στο πλοίο σε ταξίδι του στην Αμερική και το πτώμα του πετάχτηκε στον ωκεανό.
Η βασική του εκπαίδευση, το δημοτικό και το γυμνάσιο, ολοκληρώθηκε στον τόπο που μεγάλωσε, στην Ασέα και στην Τρίπολη αντίστοιχα. Εκείνη την περίοδο έρχεται σε επαφή με τη λογοτεχνία, το θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ μαθαίνει και τις μεθόδους που του επέτρεψαν να διδαχθεί μόνος του ξένες γλώσσες. Το 1930, γνωρίζοντας ήδη αρκετά καλά την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, μετακομίζει στην Αθήνα και εγγράφεται στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου όμως θα σταματήσει μόλις στο δεύτερο έτος των σπουδών του. Μέχρι εκείνη την εποχή είχε ήδη ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι και με την ποίηση του Παλαμά και του Σολωμού.
Η μετακόμισή του στην Αθήνα τον φέρνει κοντά στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής, στους οποίους θα γνωρίσει τους μεγάλους λογοτέχνες, ζωγράφους και μουσικούς, ανάμεσά τους και τον Ο. Ελύτη, γνωριμία καθοριστική στη ζωή του. Λίγο μετά ξεκινά η συνεργασία του με τον καλό του φίλο Μάνο Χατζιδάκι, μαζί με τον οποίο θα αποτελέσουν ένα χαρακτηριστικό δίδυμο για τον μουσικό κόσμο, που επηρέασε και διαμόρφωσε βαθιά την πορεία της μουσικής δημιουργίας. Ταυτόχρονα με την αξιοσημείωτη πορεία του ο Γκάτσος, για βιοποριστικούς λόγους, εργάστηκε και ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης στην «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» και την Ελληνική Ραδιοφωνία.
Το 1974 γνωρίζει τη σύντροφο της ζωής του την 16χρονη τότε Αγαθή Δημητρούκα, η οποία θα μείνει στο πλευρό του από το 1975 έως και τον θάνατό του το 1992.
Ο Γκάτσος πεθαίνει στις 12 Μαΐου εκείνου του έτους στην Αθήνα και η σωρός του τάφηκε στη γενέτειρά του, την Ασέα.

Τα πρώτα βήματα
Η εμφάνισή του στα γράμματα συντελείται στα χρόνια 1931-33, με τη δημοσίευση μερικών ποιημάτων του στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Ρυθμός». Εκείνα τα πρώτα του ποιήματα ήταν κλασικού ύφους και σύντομα στην έκταση. Ταυτόχρονα δημοσιεύει κριτικές σε περιοδικά όπως τα «Μακεδονικές Ημέρες» και «Τα Νέα Γράμματα», ενώ λίγο αργότερα ξεκινά να συνεργάζεται με τα «Φιλολογικά Χρονικά» και τα «Καλλιτεχνικά Νέα».
Συνδεδεμένος άρρηκτα με το ρεύμα του υπερρεαλισμού, το 1943 εκδίδει το μοναδικό βιβλίο που δημοσιεύτηκε όσο ζούσε, την ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943). Το κείμενο, που φημολογείται ότι γράφτηκε μόλις μέσα σε μια νύχτα με τη μέθοδο της «αυτόματης γραφής», προκάλεσε έντονο θαυμασμό και καθιέρωσε τον Γκάτσο ως έναν από τους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Ο Χατζιδάκις είπε για την Αμοργό: «Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Το έργο απέκτησε τέτοια σημασία που θεωρήθηκε ως ολοκλήρωση, η τελεία, του πρώτου κύκλου του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, που είχε εισαχθεί με τους Νικήτα Ράντο, Ελύτη, Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο.
Στα επόμενα χρόνια ο Γκάτσος θα δημοσιεύσει μόνο τρία ακόμη ποιήματα, τα «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά), «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο) και «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος). Αντίθετα όμως με την ποίηση, εκείνη την εποχή ξεκινά τη σταδιοδρομία του στο χώρο της στιχουργικής, με την οποία αρχικά δεν είχε καμία επαφή. Το πρώτο τραγούδι που δημοσιεύτηκε δισκογραφικά ήταν το «Χάρτινο το φεγγαράκι», που κυκλοφόρησε το 1958 σε δίσκο της Ν. Μούσχουρη, παρόλο που είχε ήδη γραφτεί μια δεκαετία πριν. Ο μετέπειτα μεγάλος στιχουργός Γκάτσος ήταν τόσο άπειρος εκείνη την εποχή με το τραγούδι και τα δικαιώματα γενικά, που μόνο όταν του έδωσε ο Μ. Χατζιδάκις 300 δραχμές από την τότε ΑΕΠΙ, κατάλαβε ότι μπορεί να βιοπορίζεται από αυτό.
Μεγάλη ήταν επίσης η συμβολή του στον χώρο του θεάτρου, με μεταφράσεις έργων για το Εθνικό θέατρο, το Θέατρο Τέχνης και το Λαϊκό Θέατρο. Η αρχή έγινε με το «Ματωμένος γάμος» του Φ. Γκ. Λόρκα, που μετέφρασε και εκδόθηκε το 1945 από τον Ίκαρο και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν το 1948. Ακολούθησαν μεταφράσεις έργων όπως «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954), μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), ή το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα« του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965).

Αναγνώριση και κληρονομιά
Η «Αμοργός» θεωρήθηκε ευρέως κορυφαία στιγμή της ελληνικής ποίησης και του υπερρεαλισμού, επηρεάζοντας σημαντικά τους κατοπινούς ποιητές και σημαδεύοντας την ελληνική λογοτεχνική σκηνή.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι η μεγαλύτερη συνεισφορά του Γκάτσου εντοπίζεται στο κομμάτι της στιχουργικής και του τραγουδιού. Κατάφερε να ενώσει την ποίηση με τον στίχο και να συνδέσει το υψηλό νόημα και τη λόγια σκέψη με το βαθύ συναίσθημα και την καρδιά του ανθρώπου. Συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, όπως ήταν φυσικά ο Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος ή ο Δήμος Μούτσης. Η συνεργασία του και το έργο του με τον Χατζιδάκι χαρακτήρισαν μια ολόκληρη εποχή, έδωσαν τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού και τα έργα στα οποία συμμετείχε έγιναν ανάρπαστα αλλά και ανεξίτηλα.
Οι στίχοι και τα ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως τα Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά. Λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, το 1987, βραβεύτηκε από τον Δήμο Αθηναίων για το σύνολο του έργου του και το 1991 τιμήθηκε ως μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για το έργο του σχετικά με την ισπανική λογοτεχνία στη χώρα μας.

#4 αποσπάσματα από την «Αμοργό» που επιλέγει η {στίξη}:
«Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι»
«Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
εγώ που κάποτε σε άγγιξα με τα μάτια της πούλιας»
«Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρι βασανισμένη καρδιά μου»
«Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια»

*Προτεινόμενο βιβλίο: Αμοργός
*Προτεινόμενη μουσική: Αθανασία
