-στα λόγια η Γεωργία Δρακάκη /
φωτογραφία από τον Μαρκέλλο Πλακίτση
Δεν σε σκότωσα πάνω σε μια στιγμή πάθους, όπως νομίζεις σίγουρα τώρα εκεί που βρίσκεσαι, καταδικασμένος στην χωριστή, οριστική σιωπή μας δεν
Νόμιζες πως με ερμήνευες και μου είχες πει ένα βράδυ στο νησί ότι είμαι παρορμητική και δεν βουτάω πρώτα την γλώσσα στο μυαλό μου
Όμως εσύ μπέρδευες τις καταστάσεις όπως τα δάχτυλά σου μες στον καπνό – πόσο κάπνιζες πόσο όμορφος πόσο μόνος πόσο
Κι αφού δεν με άφηνες να σου μιλάω για σένα, αναγκαζόμουν και μιλούσα σε όσους σε περιέβαλαν για μένα, να με γνωρίσεις μέσα από τις διηγήσεις για την ψεύτικη και την αληθινή μου ζωή
Θα είχε πλάκα κάπου στον κόσμο να βρισκόταν μετά από εκατοντάδες χρόνια γραμμένη η ιστορία μας, μια ακόμα ασήμαντη ιστορία των ερώτων που δεν βλαστήσανε, ξέρεις αυτούς τους έρωτες τους απαράδεκτους από την μια τους πλευρά, από την δική σου πλευρά που αποφάσισε να ονομάσει την μοιρασιά μας πρόβλημα κι όχι όνειρο, κι όχι ποίημα, κι όχι ταξίμι καυλερό, κι όχι θάνατο πάνω σε δυο τροχούς με τα μάτια κλειστά
Εμένα η νύχτα μου δάγκωνε τα μαλλιά, εμένα ο αέρας μου κατέτρωγε το δέρμα, εσύ οδηγούσες στην διαπασών άνοιαχτος, ούτε δάκρυ στα μάτια σου
Σου άξιζε ο θάνατος, σου άρεσε ο θάνατος, σου έλειπε ο θάνατος κάθε μια μέρα από αυτές που πέρασες ζωντανός
Κι εγώ σε άφησα να τελειώσεις ήσυχα και γλυκά κάτω από το νερό
Μου το ζητούσες τόσο έντονα, τόσο συχνά, ήταν το χατήρι σου το απωθημένο και κάθε φορά που το ψιθύριζες σκότωνες εμένα, «έτσι θα σκεφτώ αν μπορώ να σ’ αγαπήσω» μου έλεγες και σκίρταγαν όλες οι πέτρες μέσα μου και κάνανε θόρυβο παραλίας κάτω από πόδια παιδιού ευτυχισμένα, βιαστικά
Κι είχαμε συμφωνήσει να έχω άλλοθι, να καταγραφεί ως αυτοκτονία, μα τι δειλή, τι τρελή που θα ήμουνα, αγάπη μου, να έβγαινα απούσα από τον χαμό σου, φόνισσα ήμουν, δολοφόνισσα, δεν έχω καμιά δικαιολογία
Όμως τέτοιος θάνατος-δώρο αξίζει μόνο σε άντρες σαν και του λόγου σου κι είναι ωραίο να φεύγεις νέος, ούτε 35 χρονών, με όλη την χλόη του κορμιού ατάραχη από πίκρες του χρόνου, ντυμένος, αξιοπρεπής, όμορφος
Εγώ που θα πέθαινα για σένα σε σκότωσα
Εγώ που πέθαινα για σένα σε πέθανα
Εσύ που με σκότωνες με κάθε βλέμμα σου που με απέφευγε
Εσύ σκοτώθηκες από μένα
Που είχα τα μάτια μου κλειστά, όλη την δύναμη των απαρχών του κόσμου στα χέρια και σε κράταγα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, απέναντι τα βουνά ξεκινούσαν να με πλησιάζουν, δύο φώτα, δύο φώτα τρεμόπαιζαν
Μες στα βουνά έχει σπηλιές
Μες στις σπηλιές ζήσαν οι πρώτοι άνθρωποι
Μέσα στα χέρια σου έζησε ένας κατακόκκινος άνθρωπος που ξεπηδούσε κάθε φορά από μένα κι επέστρεφε πίσω σε μένα όταν χωρίζαμε
Κι αυτός ο άνθρωπος δεν με συγχώρεσε ποτέ που σε δολοφόνησα, καλέ μου
Όμως δεν τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο τον ξένο, ίσως να μου λέει ψέματα, να με γεμίζει τύψεις, ίσως εσύ ζεις ακόμα κάπου εκεί έξω, απλώς χώρια μου κι ίσως τα λεφτά σου κατάφεραν να σου χαρίσουν τον τρόπο να με ξεχάσεις
Φαντάσου μας: εγώ να παραληρώ για μια ιστορία που ακόμα βράζει μέσα μου, εσύ πάνω στην ξεθυμασμένη φωτιά να στρώνεις νέες κουβέρτες και να πλαγιάζεις μόνος
ή με άλλες
ή μόνος
ή με άλλες
να γελάς και να καπνίζεις, πόσο κάπνιζες, πόσο
«Να μυρίζω από σένα», πόσους στίχους να παραθέσω
Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, έχεις πεθάνει
Κι όταν ζούσες, παρίστανες πως δεν καταλάβαινες, αίμα μου που δεν σε είδα ποτέ
Άδικο η θάλασσα να μην σε ματώνει, θάνατος χωρίς αίμα δεν είναι ένδοξος, είναι βουβός και άδικος, είναι ανολοκλήρωτος
Έπειτα, δεν θα μπορούσα ποτέ να σε πονέσω, ποτέ να σε κόψω κομμάτια και να σε φάω
Κι ας το είχα σκεφτεί κι ας το είχα πράξει ήδη μέσα μου
Τα δάχτυλά σου αποκομμένα από το μακρύ χέρι
Οι μηροί πεντάμορφοι στην κίνηση, τώρα μαραμένοι και κρύοι
Ο λαιμός σου και το πίσω μέρους του κρανίου, κλεμμένα κομμάτια από δαίμονα, τόσο αιχμηρά, τόσο ερωτικά, τόσο κολασμένα
Κι έφυγα τρέχοντας στην αμμουδιά στεγνή από κλάματα, αλατισμένη
Και σ΄άφησα μες στα νερά
Ποιος θα σε έβρισκε το επόμενο πρωί, την επόμενη μέρα, τον επόμενο καιρό
Ποιος θα σε κοίταζε νεκρό και ποιος στα μάτια σου τα πελώρια θα
Καθρεφτιζόταν έντρομος
Δεν γνώριζα