Να εφεύρουμε νέους μύθους


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης /
στο βίντεο η Θεοδοσία Κατσαρού

Σάββατο 7/8

Μεσημέρι, διαμέρισμα. Η ζάλη εκείνη που με βρίσκει μόλις ανοίγω τα μάτια μου δεν έχει φύγει ακόμη και είναι ακραία εκνευριστικό. Παρόλο που στο ρεπό ή στην άδειά του περιμένει κανείς ότι τα πράγματα θα είναι κάπως πιο φωτεινά, πιο κατηφορικά, πιο ζωντανά, η διάθεση που επικρατεί είναι εκείνη που θέλεις να κλείσεις τα μάτια σου στον καναπέ κάτω από το ερκοντίσιον και να τα ξανανοίξεις μετά από τέσσερα χρόνια.
Πρώτη φορά μετά από μήνες η τηλεόραση είναι ανοιχτή και μάλιστα με ήχο. Κανονικά τώρα θα έπρεπε να ετοιμαζόμαστε με τη Θ. για διακοπές, αλλά αντί γι’ αυτό καθόμαστε και παρακολουθούμε την οθόνη. Υπάρχει ένας κίνδυνος που έχει κυκλώσει όλον τον τόπο αλλά εμείς, με κάποιον τρόπο, δεν αποτελούμε ακόμη μέρος του. Η αίσθηση που έχουμε είναι εκείνη που έχει κανείς όταν του αφηγούνται έναν εφιάλτη, εκείνη που δεν μπορείς να κάνεις και πάρα πολλά για να παρηγορήσεις τον άλλον, δεν είσαι καν μαζί του μέσα στην εμπειρία προκειμένου να τον βοηθήσεις, και απλώς κάθεσαι και ακούς, παρακολουθείς τις εκφράσεις του, προσπαθείς κάπως να πάρεις κάτι από την εμπειρία του. Υπάρχουν δικοί μας που μάς αφηγούνται τέτοιους εφιάλτες την ίδια ώρα, υπάρχουν κλάματα στα τηλέφωνα, κι εμείς μπροστά σε όλα αυτά δεν ξέρουμε αν θα φύγουμε τελικά σήμερα, διότι ο τόπος καίγεται και ίσως δεν καταφέρουμε να φτάσουμε, δεν ξέρουμε με ποιον τρόπο να παρηγορήσουμε τον άλλον που είναι εκείνη τη στιγμή με μάτια κλειστά και μας μεταδίδει σε ζωντανή μετάδοση τον εφιάλτη στο κεφάλι του.

Από το μπαλκόνι μυρίζει έντονα στάχτη και ο ουρανός έχει γίνει σχεδόν όλος γκρίζος. Στην οθόνη τώρα άνθρωποι εγκαταλείπουν τους τόπους τους χωρίς να ξέρουν αν πρόκειται να τους ξαναβρούν. Αποφασίζουμε να το κάνουμε κι εμείς. Ετοιμάζουμε τα πράγματα όπως όπως και τα φορτώνουμε. Δεν ξέρουμε αν θα φτάσουμε μέχρι τα μισά και θα γυρίσουμε, αν ο δρόμος είναι ανοιχτός ή όχι, φεύγουμε όπως λένε «με την ψυχή στο στόμα». Στους δρόμους λίγα μέτρα κάτω από το διαμέρισμα υπάρχει έντονος καπνός και άνθρωποι που βρέχουν τα ξερά χωράφια γύρω από το σπίτι τους. Βλέπουμε καπνούς να υψώνονται και να καλύπτουν ένα μέρος του ήλιου, όταν μαθαίνουμε από φίλους ότι το ύψωμα πάνω από την περιοχή έχει λαμπαδιάσει. Σταματάμε, συζητάμε με τη Θ. και αποφασίζουμε να γυρίσουμε στο σπίτι για να πάρουμε όσα λεφτά έχουμε αφήσει. Ανεβαίνω επάνω τα μαζεύω και παίρνω μαζί μου επίσης όλα μου τα τετράδια και τον υπολογιστή. Να δύο πράγματα που έμαθα για μένα έτσι: δεν θέλω να χάσω οικονομίες και γραπτά. Το τρίτο που ανακαλύπτω είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδρούσα εγώ αν θα ζούσα τον ίδιο εφιάλτη.

Αργότερα κατεβαίνουμε την Πελοπόννησο με μουσική αλλά καθόλου διάθεση να την ακούσουμε, με νέα τόσο από εκεί που φεύγουμε όσο και από εκεί που πηγαίνουμε, νέα σχεδόν αποκλειστικά δυσοίωνα, με καπνούς να καλύπτουν πού και πού το δρόμο μας.
Καλοκαίρι, τα αρχίδια μου.

Κυριακή 15/8

Υπάρχουν δύο ειδών καπνοί που καίνε ταυτόχρονα στις 12:58 τη νύχτα στο Χελιδόνι. Ο ένας είναι αυτός που ακόμα βγαίνει μέσα από το έδαφος σε όλη την έκταση γύρω από το χωριό. Ο άλλος βγαίνει κατευθείαν μέσα από τα πνευμόνια μου και καλύπτει το φως πάνω από τον δρόμο. Η πλατεία είναι σίγουρα πιο έρημη από ποτέ, αυτό όμως κάπως δεν το υπολογίζουμε. Υπάρχουν ακόμα τραπέζια πολλά και υπάρχει ακόμη κόσμος που χορεύει και διασκεδάζει γιατί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μας, ποτέ κανείς δεν εμμένει στην καταστροφή. Για παράδειγμα τα δέντρα γύρω από το χωριό είναι κατάμαυρα και καπνίζουν, όμως μέσα στον δικό μου καπνό συνυπάρχουν στιγμιαία ένα ακατέργαστο όνειρο για το φθινόπωρο που έρχεται, όμορφες στιγμές από ένα περασμένο καλοκαίρι και ιστορίες των δικών μου για έναν τόπο 30 χρόνια μεγαλύτερό μου. Στα παιδιά που χορεύουν και παίζουν μόνα τους στο πλακόστρωτο, στα ποτήρια που τσουγκρίζουν για την καλή αντάμωση, στην απέραντη ησυχία της επαρχίας και του βουνού τα ξημερώματα, η καταστροφή έρχεται και κάθεται στη γωνία αλλά δεν ενοχλεί.

Τρίτη 17/8

Το σπίτι μου στο Καβούρι μοιάζει με παλιό οινομαγειρείο. Το δάπεδο είναι σκέτο μπετό, οι τοίχοι του είναι λευκοί και στραβοί, η σκεπή του πρόχειρη και στη βεράντα υπάρχουν δύο μπλε τραπέζια, σαν να λέμε ότι είμαστε κι εμείς κάτι από νησί. Τώρα που είναι βράδυ πάνω ακριβώς από όλα αυτά καίνε δύο πορτοκαλί λάμπες, σκέτα ντουί ανάμεσα στα δέντρα. Σκέφτομαι ότι αν δεν καταφέρω να το φτιάξω όπως θέλω, τότε σίγουρα σε μερικά χρόνια θα το κάνω όντως μια απλή ψευτοταβέρνα, από αυτές τις χωμένες που τις ξέρουν τρεις τέσσερις παππούδες κι έρχονται κάθε βράδυ για να πιουν το ουζάκι τους σε ένα περιβάλλον που τους είναι οικείο γιατί με κάποιον τρόπο στεγάζει τα χρόνια τους. Μια ώρα μετά έρχεται ο Ν. και καθόμαστε οι τρεις μας με τη Θ. και πίνουμε ούζο, προσπαθώντας να κάνουμε μια μαντεψιά για το μέλλον, ώσπου να ζαλιστούμε και να νυστάξουμε.

Τετάρτη 18/8

Κι όμως, ακόμη διατρέχουμε τη γη, καλπάζουμε στην ενδοχώρα με βλέμμα θολό, κρύβοντας με εντυπωσιακή δεξιότητα τη δική μας έκταση. Δώσαμε τόση βάση να οργώσουμε την ενδοχώρα του άλλου, τόσο που τη γεμίσαμε ρυτίδες, ρυτίδες όπως λέμε που κουβαλούν μέσα τους κάθε διαδρομή και κάθε μνήμη, όταν τις ψηλαφίζεις. Και δεν κατάλαβα πότε, αλλά είναι σίγουρο πως υπήρξε κάποιο βράδυ μια συμφωνία, με όρους να ξεχάσουμε τα παλιά τραγούδια κι αν τα ξανακούσουμε να μην αντιδράσουμε ποτέ ξανά όπως τότε. Έτσι, πού και πού ο δρόμος από κάτω μας δονείται για να θυμίσει ότι εδώ ήταν κάποτε μια ρυτίδα, κι εδώ, αλλά τον νου σου να μην την ψηλαφίσεις.



Πέμπτη 19/8

Είσαι απλωμένη στην επιφάνεια του νερού, ο απογευματινός ήλιος στους γύρω λόφους και στο απέναντι νησί πέφτει αδύναμος, οι άνθρωποι και τα παιδιά τριγύρω που έχουν γεμίσει τη μικρή παραλία, ο κόσμος όλος έχει πέσει σε σιωπή. Έχεις τα μάτια σου κλειστά, τα μαλλιά σου έχουν λυθεί και επιπλέουν μαζί σου στο νερό, το νερό είναι σχεδόν ακίνητο, οι μόνες του κινήσεις είναι γύρω από το σώμα σου και μερικές σταγόνες από το στήθος σου που βουτάνε σαν χαζές ξανά μέσα στη θάλασσα. Ο βυθός από κάτω είναι πράσινος με τέτοιο τρόπο που αν είχαμε ανάσα, θα μετακομίζαμε σίγουρα εκεί για καμιά δυο μέρες. Εγώ είμαι λίγα μέτρα πιο δίπλα και κοιτάζω τη μικρή επιφάνειά σου ανάλαφρη να γίνεται νερό μαζί με όλο το υπόλοιπο, κοιτάζω το φως να βουτά μία σε σένα και μία στην άμμο, μη θέλοντας ποτέ να φύγει από εκεί. Η αναπνοή σου είναι τόσο ήρεμη που θα έλεγε κανείς πως κοιμάσαι, τα χέρια σου απλωμένα σημαίνουν ότι η θάλασσα είναι το μοναδικό στρώμα που δεν αρνήθηκες ποτέ.
Από αυτή τη σκηνή εγώ τώρα κάνω ένα άλμα, βουτάω στιγμιαία στο μέλλον και χτίζω εν ριπή οφθαλμού μια πολιτεία, που είναι σίγουρο πως στις επόμενες δύο στιγμές θα διαλυθεί, αλλά είναι μια πολιτεία που στηρίχτηκε πάνω στον αφαλό σου, μια πολιτεία μέσα στα κλειστά σου βλέφαρα, μια πολιτεία ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών σου που χαϊδεύουν το νερό. Κι είναι μόνο για εμάς, νύχτες που πρόκειται να ζήσουμε κάτω από φώτα νέον ή τα φώτα της πόλης, χώρες που θα είναι κρύες μέχρι το καλοκαίρι αλλά εμείς τις ζητάμε, μια πολιτεία σίγουρη και μια πολιτεία ήρεμη που θα κινείται μπροστά και θα αδιαφορεί που θα διαλύεται κάθε δύο στιγμές.

Παρασκευή 20/8

Τα τελευταία βράδια δεν συνήθιζαν να είναι έτσι. Υπάρχει ακόμη μια ακαταμάχητη ανάγκη να μη φύγουμε, παρόλο που ξέρουμε πως το γεγονός ότι πρόκειται να φύγουμε είναι που τα αλλάζει όλα. Τα χρόνια έχουν περάσει ανεπιστρεπτί κι ήταν χρόνια που θέλαμε κι άλλο κόσμο να καταπιούμε, αυτός που είχαμε ήταν λίγος, οπότε η λύση μας ήταν να ανεβάζουμε στροφές, να κατεβάζουμε αλκοόλ και με αυτόν τον περίεργο τρόπο να πετυχαίνουμε όνειρα. 9 χρόνια στην Κίρκη, σου λέει, δεν θέλαμε να φύγουμε καν, σου λέει, κι όμως βγαίναμε πνιγμένοι τα πρωινά σε Ιθάκες.
Τώρα, λοιπόν, τα πράγματα είναι τρομακτικά. Ζούμε μέσα στο όνειρό μας, μέσα στο φτωχό νησί μας, κι είμαστε τώρα κουρασμένοι, πνιγήκαμε άλλωστε κάμποσες φορές, κι ανακαλύπτουμε με έκπληξη ότι το να ζεις μέσα στο όνειρό σου είναι πράγμα τρομακτικό. Δεν πολεμάς, επιστρέφεις. Όλοι αφηγήθηκαν τις μάχες, όλοι αφηγήθηκαν τον κόπο ακόμα και την επιστροφή, όμως κανείς δεν αφηγήθηκε το πρώτο άνετο βράδυ στα καθαρά σεντόνια, το ήσυχο απόγευμα που δεν γεμίζουν οι ώρες. Κάπως έτσι χτίστηκαν κι οι δικοί μας μύθοι, μύθοι που αργοσβήνουν κάθε βράδυ που τους αφηγούμαστε ξανά και ξανά στην παραλία με γέλια και φωνές, μύθοι που, αν θέλουμε και πάλι να ζήσουμε, αν θέλουμε να παραμείνουμε ζωντανοί κι αν θέλουμε να έχουμε και πάλι κάτι να λέμε τα βράδια, πρέπει να αντικατασταθούν σιγά σιγά από άλλους.

Σάββατο 21/8

Επιστροφή. Ο ήλιος σε όλη τη διαδρομή είναι πίσω μας σαν να μας χτυπάει φιλικά στην πλάτη. Στην πόλη τα τζιτζίκια σκούζουν από πανικό· η εποχή τους τελειώνει και το μαντεύουν. Δεν μπορώ με τίποτα να συνηθίσω την προοπτική των πραγμάτων. Τόσες ημέρες το μάτι μου είχε συνηθίσει σε ένα πεδίο ανοιχτό, τώρα τοίχοι πλαισιώνουν ψηλά τους δρόμους, τα πράγματα φαίνονται ταυτόχρονα ψηλότερα αλλά κοντόφθαλμα. Όλες τις προηγούμενες μέρες έπαιζε στο κεφάλι μου το Heart of Glass, τώρα παίζει το Midnight Summer Dream. Υπάρχει μια εμφανής αλλαγή στο ύφος και στη διάθεση. Η πόλη είναι ακόμη πολύ ήσυχη κι έτσι καταφέρνω να φυλακίσω λίγη από την ατμόσφαιρα που θέλω. Η τηλεόραση κλειστή, το ερκοντίσιον κλειστό, συνηθίσαμε. Δεν έχω ακόμη ανακαλύψει την Αρλέτα κι αυτό είναι κάτι που μου κόλλησε στο κεφάλι φέτος το καλοκαίρι. Λογικά θα το κάνω φέτος μαζί με άλλα τόσα που έχω σχεδιάσει. Αλλά, κοίτα, τώρα η πόλη είναι ήσυχη, είναι η πρώτη νύχτα μετά την επιστροφή και πρέπει να κοιμηθούμε.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s