-στα λόγια ο Γ. Σ. Αλεξάνδρου
Διάβασα την ποιητική συλλογή «Φαντάσματα» του Φώτη Σκουρλέτη. Η γεύση του θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι βαριά, πένθιμη στο τέλος ανάγνωσης κάθε ποιήματος και στο τέλος ολόκληρης της συλλογής. Ο ποιητής έχει επιλέξει τον διαχωρισμό της συλλογής στα κυρίως και στα εφεδρικά ποιήματα τα οποία μοιάζουν με πεζόμορφες μινιατούρες, ωστόσο μεστές από νόημα και συναισθηματικό φορτίο.
Ο τίτλος «Φαντάσματα» μάς προϊδεάζει για το τι μέλλει γενέσθαι και για το περιεχόμενο της συλλογής. Κάθε ποίημα της συλλογής μοιάζει με φάντασμα του παρελθόντος το οποίο επιχειρεί ο ποιητής να ξορκίσει με την έκθεση και την έκδοση του ποιήματος, ώστε με την ανάγνωση του τρίτου παρατηρητή ή και του ίδιου πια στα 37 χρόνια του (η συλλογή γράφτηκε όταν ο ποιητής ήταν 26 ετών) να επέλθει η λύτρωση του.
Με την επιλογή του τίτλου αυτού, καθώς και με τους τίτλους ποιημάτων όπως «Γιατί είμαι ένας νεκρός», «Οι νεκροί μας», «Αποχαιρετισμοί» ο Φώτης Σκουρλέτης διαμορφώνει ένα κλίμα συμβολισμού και πεσιμισμού και έχει την ανάγκη να επιστρέψει στα παιδικά του χρόνια με αναφορές σε πολύ προσωπικές και τραυματικές στιγμές. Στο ποίημα «Το μαύρο λαμπραντόρ» για παράδειγμα, ο ποιητής αναφέρεται στην επιχείρηση επιβολής του στον σκύλο χτυπώντας τον ως αφεντικό του, δικαιολογώντας στην τελευταία στροφή τον εαυτό του, αναδεικνύοντας παράλληλα τον φαύλο κύκλο της βίας:
Αλλά και εσύ, μικρέ μου φίλε, δεν ήσουν εκεί
να σταματήσεις το κατοπινό κακό
να με βοηθήσεις και να με δεις
όταν ξεσπούσαν πάνω μου οι έρημοι γονείς μου
Η αυτοαναφορικότητα του ποιητή λαμβάνει χώρα κυρίως με επιστροφές στα παιδικά χρόνια όπως αυτό συμβαίνει στο ποίημα «Όταν το παιδί ήταν παιδί», όπου θέλει να μεταφέρει στον αναγνώστη την σύγχυση και την ψυχολογική ταραχή του, χρησιμοποιώντας μάλιστα το σχήμα εξ αντιθέτου, δηλώνοντας ταυτόχρονα την ικανότητα αυτοψυχανάλυσης και αυτοπαρατήρησης του:
Όταν το παιδί ήταν παιδί, δεν ήθελε να είναι παιδί.
Όταν το παιδί θυμήθηκε, ένα σύννεφο λύπης το περικύκλωσε και θέλησε να γυρίσει πίσω. Δεν ήθελε να είναι μεγάλο.

Τα εφεδρικά ποιήματα, τα συναντά κανείς στο κέντρο σχεδόν της συλλογής και θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η προσπάθεια του ποιητή να μην αφήσει τίποτα άφατο, τίποτα στο συρτάρι της ψυχής του, σε ένα περιεχόμενο του οποίου η φωνή ανήκει μάλλον στην ενήλικη του πλευρά, σε αντίθεση με την προηγούμενη παιδική του φωνή στα περισσότερα κυρίως ποιήματα. Ένα μικρό δείγμα αυτών:
Αποχαιρετισμοί
Βαρέθηκα να με καλωσορίζουν
και μετά να πρέπει να φύγω.
Ας αποχαιρετήσω κι εγώ
μια φορά τους περαστικούς.
Αυτή δε φταίει
Αυτή, ουσιαστικά, δε φταίει.
Το μεγαλύτερο λάθος το έκανα εγώ
γιατί πίστεψα ότι κάποια στιγμή
θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί.
Ο ποιητής, είναι κατανοητός και η συλλογή του, στο σύνολο της, εύληπτη και ευανάγνωστη. Δεν αναλώνεται σε βαθυστόχαστες διαπιστώσεις και φλυαρίες ούτε παρασύρεται από υπερβολές που μπορούμε να συναντήσουμε σε πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές. Ξέρει να χρησιμοποιεί τις λέξεις, να κινείται στους ρυθμούς και να αποτυπώνει επαρκώς τα νοήματά του, καταναλώνοντας λέξεις σωστές και εύστοχες στο εκάστοτε ποίημα.
Την έκδοση της συλλογής, ανέλαβαν οι εκδόσεις Βακχικόν το έτος 2019.