–στα λόγια η Κωνσταντίνα Καλογεροπούλου
Το φως που άρχιζε να βγαίνει πίσω από το βουνό ήταν ανοιχτό μωβ. Καθώς περπατούσε άκουγε τον ήχο που έκαναν τα βήματα του στο γρασίδι με τα κίτρινα έντομα που ούρλιαζαν σιγανά. Έστρεψε την προσοχή του σε αυτό το ουρλιαχτό και αμέσως έγινε ήχος από τρομπέτα. Άρχισε να χορεύει περπατώντας, συγχρονίζοντας την κίνηση του με τον ήχο των εντόμων. Άπλωνε τα χέρια του στον αέρα και χόρευε ένα άβολο τσιφτετέλι με τα δάχτυλα των χεριών του να σχηματίζουν αριθμούς. Κουράστηκε. Πλησίασε ένα κοντινό δέντρο στηρίζοντας με τον αγκώνα του το σώμα του στον κορμό.
«Πόσο χρονών είμαι;», αναρωτήθηκε. Έπιασε το πρόσωπο του για να καταλάβει πόσες εμπειρίες είχαν μαζευτεί στα λακκάκια του. Αισθάνθηκε ότι μέσα σε εκείνα τα λακκάκια είχαν μαζευτεί πολλές λεπτές κλωστές, με πάχος τρεις φορές μικρότερο από μιας χορδής βιολιού. Άρχισε να τραβάει μία-μία τις κλωστές απελευθερώνοντας τες στον αέρα. Εκείνες, κολλούσαν στο δέντρο και με έκπληξη ο Ρούμπεν τις έβλεπε να γίνονται κλαδιά. Μέχρι που σχηματίστηκε ένα μεγάλο πεύκο με πολλά κλαδιά χωρίς φύλλα. Στο κέντρο του κορμού σε μια κουφάλα κατοικούσαν καθώς φαίνεται κάτι πράσινα έντομα που ούρλιαζαν σιγανά. Όταν ο Ρούμπεν έδωσε σημασία σε εκείνο το δεύτερο ουρλιαχτό, έγινε ήχος από κοντραμπάσο.
Όταν ξεκουράστηκε, συνέχισε την διαδρομή του περπατώντας στο γρασίδι νιώθοντάς το, όπως συνέχιζε να περπατάει, υγρό. Πράγματι, λίγο πιο κάτω αντίκρισε μια πέτρινη πηγή με νερό τόσο κρυστάλλινο που θαρρείς πως μετέτρεπε τα φύλλα του γρασιδιού σε πολύτιμα κοσμήματα. Ήπιε από αυτό το γάργαρο νερό και μόλις ξεδίψασε η πηγή στέρεψε. Αντί για νερό άρχισαν να βγαίνουν κάτι κόκκινα έντομα. Μόνο που αυτά δεν ούρλιαζαν, τραγουδούσαν σιγανά έναν σκοπό παιχνιδιάρικο, μια βρώμικη ιστορία του δρόμου. Σχημάτισαν μια σειρά, σαν χορωδία και τραγούδησαν τον τελευταίο τους σκοπό. Έπειτα σώπασαν.
«Τι έχω ζήσει;» αναρωτήθηκε.
Ενστικτωδώς, συνέχισε το περπάτημα φτάνοντας σιγά σιγά στον προορισμό του, στους πρόποδες του βουνού. Μόλις αντίκρισε το πιάνο που ήταν εκεί δεν εξεπλάγη, αν και το έβλεπε για πρώτη φορά. Πλησίασε, κάθισε και άρχισε να παίζει, έχοντας στο νου του τα πολύχρωμα έντομα που συνάντησε στην διαδρομή του.
«Την αγάπη που έχω για σένα, δεν μπορώ να την αρνηθώ…», διάλεξε να παίξει. Και τότε κατάλαβε. Όλες οι απορίες του λύθηκαν και ας μην είχαν απάντηση. Το πιάνο γαλήνεψε την ψυχή του. Το πιάνο θα τον συνόδευε αιωνίως πια. Και το φως συνέχιζε να βγαίνει από το βουνό γιατί βρισκόταν σε ένα άχρονο μέρος. Αυτός, η αγάπη του, και το πιάνο.
-φωτογραφία από Pinterest–