–στα λόγια η Κατερίνα Κουνάβη
Έγνεφα
νωχελικά
στην όψη
της ᾠδής
που’ ρχόταν
λυρικά
στον δρόμο της συνάντησης·
τρέμει
στα χέρια μου
η αὐγή
τυλίγει ἡ θλῖψῖς
με τέχνη έν’ ανθόκλαδο
που στάζει στην επιφάνεια
μοιρολατρικά
μία απόκοσμη
αρχαιότατη τραγωδία
και στήνουν οι
βωμολόχοι αφτί
στα πέριξ των Μουσείων
θεϊκά ἀγάλματα
μισούν
τα φληναφήματα
που σέρνει περίτρανα
ο βίος·
και τότε
ήταν θαρρετά
η στιγμή
που σαν
να βρέθηκα
στα σκέλια
των ομηρικών επών
και να στα μπρος μου
ο οἶνος
να και για τους θεούς
το νέκταρ·
κι έπεφτε το βρόχι αέναα
σπαρτάριζε στο χώμα η ψυχῆ
ασύλληπτο το δάκρυ
κατάτρυχε με βία το κορμί·
στις αγκάλες του Μορφέα
αφήνονται αβίαστα οι θεοί
αήττητοι στο πέρασμα τους
αθανασία κυλά στο αίμα τους
κι η Ιλιάδα ντύθηκε ξανά
μια ῥαψῳδία μόνη της·
κι εμείς
εδώ
αμαρτωλοί
στα επίγεια αυτά εδάφη
οι φλέβες
διαμελισμένες σκόρπισαν
στα υπόγεια σοκάκια
και με έλουσε ολότελα
η μέθη της ντροπής.
Ω! Η Ίριδα τινάζει
τα χρυσαφένια της μαλλιά
καθώς μου φέρνει τα μαντάτα
τούτα που φέγγουν
από μακριά
τούτα που λεν τα έργα·
κι έχει διορατικά απάνω
μία κακοθανασία πινελιά
ραμμένη στα μέτρα τα δικά μου·
είν’ το χρώμα άγνωστο
που θάβει τ’ όνομά μου
είν’ η πνοή μου ηχηρή
και μία καρδιά
που προσμένει με αδημονία
την άνοιξη
στα σώματα να μπει.
–φωτογραφία από Pinterest–