-στα λόγια η Ηλιάνα Τσακίρη
Είναι μέρες που δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι. Το σώμα μου πονά και το μυαλό μου θα εκραγεί. Είναι μέρες που το στήθος μου, πονά από τις κρίσεις πανικού. Δεν θυμάμαι πώς τις απέκτησα. Δεν θυμάμαι το πρώτο σημάδι.
Δεν θυμάμαι από πότε έχω να κοιμηθώ ήσυχη. Χωρίς το πλάκωμα στο στήθος. Χωρίς τον κόμπο στο στομάχι. Γενικά οι κρίσεις πανικού, έγιναν φίλες μου. Με συντροφεύουν τα βράδια και τις μέρες.
Στο πρώτο ξέσπασμα από δάκρυα, αναφιλητά και διακεκομμένες ανάσες. Βάζω πολλές φορές την γάτα μου, πάνω στο στήθος μου, μπας και λειτουργήσει ως γιατρικό. Το γουργούρισμα με ηρεμεί, για λίγο, ώσπου να την πάρει ο ύπνος. Τότε, πάλι το μάτι γαρίδα και το διάφραγμα, χωρίς καθαρή ανάσα.
Έχω κόψει το τσιγάρο, μπας και με βοηθήσει. Μούφες. Μπαρούφες. Τα δάχτυλα μου, δε μένουν απασχολημένα και τα νύχια μου σκίζουν τη κάθε πέτσα που θα βρεθεί στο διάβα τους, χαρίζοντας νέα στάλα αίμα.
Οι κρίσεις πανικού, είναι φίλες μου, από επιλογή. Αν ήταν εχθρός μου, δεν ξέρω αν θα ζούσα ακόμη.
Κάποιες φορές, προσπαθώ να ανασάνω βαθιά, τις πρωινές ώρες πριν φέξει ο ήλιος στο κέντρο της Αθήνας. Μάταιος κόπος… Πολύ βρομιά για μένα. Οι κρίσεις πανικού τρυπώνουν, χωρίς να με ρωτούν, από την πόρτα. Έχουν τα κλειδιά μου. Με ξέρουν καλά. Ξέρουν ότι πλέον «τις παντρεύτηκα». Δεν ξέρω αν το παιδί που ήμουν, ήταν περήφανο για μένα. Και αυτό πονά πιο πολύ από το κλάμα το βουβό, σε τουαλέτες ξένες. Αλήθεια, πως ήμουν πριν αυτή την φιλία;
–φωτογραφία από Pinterest–