-στα λόγια η Έλενα Κτενοπούλου
aka ores_koinis_hsyxias
Αν ήμουν περαστικός, κάποιος ηλικιωμένος κύριος στον απογευματινό του περίπατο και με παρατηρούσα από μακριά. Αν στεκόμουν να με δω σέρνοντας πίσω μου άλλη ιστορία, θα έβλεπα ένα σώμα πάντα σχισμένο στα δυο. Δε φταίω μόνο εγώ, φταίει το τώρα που με γέννησε κι η σκέψη μου που ποτέ δεν κάθεται φρόνιμα κι ούτε βρίσκει ένα φρόνημα να την ορίσει.
Άμα μας έβλεπε κάποιος από ψηλά, να περπατάμε και να χυνόμαστε στις πλατείες και στους πεζόδρομους, θα γέμιζαν τα μάτια του χρώματα. Πού να χωρέσει ένα βλέμμα τόσο μυστήριο και τόση αβεβαιότητα. Εμείς, που μια ζωή τη ζούμε ανάμεσα στο να ανήκω και να ξεχωρίζω, που δε μας όρισε κανένας σκοπός πέρα απ’ τον αυτό.
Δεν τις ζηλεύω πια τις άλλες εποχές. Έπαψα να πιστεύω στο ιδανικό. Υπάρχουν τυχεροί άνθρωποι και όχι τυχερές γενιές, υπάρχουν φωτισμένα μυαλά και όχι εποχές φωτισμένες. Ηλιόλουστες μέρες έχουν όλες οι εποχές και καμιά φορά αξίζουν περισσότερο το Φλεβάρη.
Δεν ξέρω ποιοι είμαστε αν με ρωτάς.
Είμαστε οι μπερδεμένοι,
οι σαστισμένοι,
οι πιο μόνοι από ποτέ,
οι κάθε μέρα μαζί.
Είμαστε αυτοί που κοιτάζουν τον ορίζοντα και δεν ονειρεύονται, μόνο θαυμάζουν την τελειότητα των χρωμάτων.
Δεν είμαστε η γενιά του αύριο,
είμαστε του σήμερα, καμιά φορά του χθες.
Μισοί ψάχνουμε ρίζες,
μισοί τεντώνουμε υπάρξεις ν’ ανασάνουμε ουρανό.
Είμαστε οι χωρίς χάρτη,
οι δοσμένοι στο αβέβαιο,
αυτοί που δεν ρωτούν γιατί.
Άλλοι υψώνουμε φωνές
κι άλλοι σωπαίνουμε κοιτώντας.
Είμαστε ακόμα παιδιά,
παιδιά με γραβάτες που παίζουν με ακριβά μπιχλιμπίδια την ώρα του προαυλισμού τους.
Είμαστε εμείς μ’ όλα τα μέσα για την ελευθερία,
πιο φυλακισμένοι από ποτέ.
Οι πνιγμένοι απ’ τα συναισθήματά τους,
οι ντροπιασμένοι απ’ τις επιθυμίες τους,
οι αρνούμενοι τον έρωτα γιατί είναι δύσκολος,
οι δεχόμενοι τόση σκληρότητα γιατί δεν προλαβαίνουμε να την αρνηθούμε.
Απ’ την άλλη μπορεί εγώ να είμαι σκληρή με τον κόσμο στον οποίο ανήκω.
Εγώ, η γυναίκα του σήμερα,
που με σκοτώνουν μια φορά τη βδομάδα
σαν να κατάντησε ρουτίνα ο σπαραγμός μου,
εγώ που δεν ντρέπομαι να σου δείξω τα στήθη μου
αλλά ντρέπεσαι εσύ να τα κοιτάξεις.
Εγώ που σου μιλώ και μου λες πως ο λόγος μου έχει αξία
πριν στρίψεις να κοιτάξεις αλλού.
Εγώ που διάλεξα να μη φοβάμαι
και πεθαίνω για αυτό.
Που κουβαλάω μαζί μου λήμμα λεξικού, να σε προλάβω μην με παρεξηγήσεις που σου θίγω τον ανδρισμό,
όχι, όχι δεν είναι αυτό ο φεμινισμός, δεν είναι αυτό που νομίζεις.
Κάποτε
όλες αυτές οι αποφάσεις που δεν παίρνουμε θα έχουν ιστορική αξία· προς το παρόν είναι απλά ζωή.
Είναι τα πρωινά μας, η μουσική που παίζει στ’ αυτιά μας, οι συζητήσεις τα βράδια στα μπαλκόνια.
Είμαστε παιδιά μετάβασης, παιδιά του φόβου της αλλαγής, παιδιά του κενού ανάμεσα στο συρμό και την αποβάθρα, παιδιά ενός άλματος, μιας ανάσας. Ακούγεται σα να ‘μαστε λίγοι, ανεπαρκείς
μα βγαίνουν από μέσα μας οι αχτίδες
κι είναι το φως του κόσμου.
-φωτογραφία από Pinterest–