-στα λόγια ο SideliK_2
Δωμάτια δαιδαλώδη, φθορίζουσες διαδρομές. Το ένα κενό διαδέχεται το άλλο, σ’ ένα σωρό από προβολές του νου χυμένες στο άπειρο.
Η πτώση σου θύμισε γκλιτς, πέρα από το απτό που ορίζει. Εντός σου απόλυτο τίποτα, εδώ τα πάντα υπάρχουν. Κυρίως το ανύπαρκτο. Ψηλαφίζεις τα ντυμένα με ταπετσαρίες ντουβάρια μα δεν αρκεί. Δεκάδες, χιλιάδες, μυριάδες πορτοκαλοκόκκινα εξάγωνα. Κλωστές που αναβλύζουν μούχλα. Σε ξέχασαν; Καθώς κάτω σου χάνονται τα ωχρά πλακάκια, σηκώνεις το βλέμμα για να δεις πίσω απ’ την πόρτα. Στο επόμενο.
Μαύρο.
Άγνωστο.
Χάος.
Μεταξύ του πρότινος και του ύστερα, πλανιέσαι απολεσθείς. Δύο βήματα μπρος, τέσσερα πίσω κι έπειτα αλλάζεις κατεύθυνση. Πόσο στα αλήθεια πράττεις έτσι;
Μια τηλεόραση παχιά σαν τη γιαγιά σου, παίζει χιόνια σε μια αίθουσα αχανή. Άδειες καρέκλες, πέρα από κάποιες που χουν πάνω τους πορτοφόλια, ζώνες από δέρμα κροκόδειλου (με αυτές δέρνει ο κύρης τα παιδιά) και γάντια για τη λάντζα. Στο φαγωμένο ξύλο κάθεσαι. Σηκώνεσαι, αλλάζεις κανάλια, πιάνεις το Μega. Η μελωδία του δελτίου ειδήσεων ξεχασμένη μα γνώριμη. Η ίδια προπαγάνδα. Ξανά χιόνια. Σκύβεις να πιάσεις μερικές VHS βιντεοταινίες. Γάμησε τα. Στα αριστερά μια συρόμενη πόρτα και ένα κομβίο. Το πατάς κι έξυπνα ανοίγει.
Μπροστά σου ένας ολοσκότεινος θάλαμος. Για κάποιο περίεργο λόγο, όταν τα μάτια συνηθίσουν, ψηλά σε ένα τοίχο, το εικονοστάσι ξεπροβάλει. Τα εικονίσματα αναπαριστούν τον Βόλφγκανγκ και τον Elon· τέσσερα μάτια λαμποκοπάνε. Σκόνταψες στον κουμπαρά. Γουρούνι με μπλε στολή και μια μεγάλη σχισμή στην πλάτη. Ράγισε. Μαζεύεις περίπου 340 δρχ.
Πεινάς; Ο κατάλευκος πάγκος της κουζίνας είναι γεμάτος με σκεύη κι άδειος από φαΐ. Το ψυγείο γουργουρίζει και το food pass δεν έχει καμία ισχύ εδώ.
Παλιό.
Καλό.
Συσσίτιο.
“Ποιο κουπόνι θα με φέρει πίσω; Υπόσχομαι, θα ερωτευτώ, θα μοιραστώ, θα σπάσω τις οθόνες!”
Η έντονη λάμψη σε τραβάει προς τα έξω. Στο χιονισμένο λαβύρινθο. Κάθε σου θύμηση σε ελκύει εμπρός, όλο και πιο βαθειά στο αδιέξοδο. Κινείσαι τοίχο – τοίχο, χαζεύοντας τις πολαρόιντς που ίσως το φάντασμά σου καρφίτσωσε εδώ και εκεί, σε μια άλλη ζωή. Κάθε μια αποτυπώνει κάτι τόσο ζωντανό μα και νεκρό. Τους παιδικούς σου φίλους, το ποδόσφαιρο στην αλάνα, τις γύρες με ένα τσιγάρο στο χέρι, τις κοπάνες. Τον πρώτο σου έρωτα. Το κινητό στην τσέπη δονείται. Δεκάδες ειδοποιήσεις ηχούν απανωτά. Σε ψάχνουν. Εκδηλώσεις, εισερχόμενα, στέρεμα της μπαταρίας. Ο παγωμένος αέρας γεμίζει τα πνευμόνια και οι πυκνές νιφάδες στολίζουν τα φρύδια σου.
Τελειώνει ο χρόνος.
Η υποθερμία σε ωθεί να ακολουθήσεις τα ίχνη των πατημασιών σου προς τα πίσω. Στην ασφάλεια. Περνώντας από την κουζίνα, το θάλαμο με τα εικονίσματα, αγνοώντας τον στατικό ήχο της τηλεόρασης, όλα είναι πιο ξεκάθαρα. Ο οδηγός, το ποτισμένο με νοσταλγία μέλλον, ήταν πάντοτε ο υπαίτιος. Βλέπεις τη σκάλα που δε βρισκόταν εκεί νωρίτερα. Ή έτσι νόμιζες.
–φωτογραφία από Pinterest–