-στα λόγια ο Κωνσταντίνος Λιάχης
Καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού με το χέρι του ακουμπισμένο σε ένα ανοικτό συρτάρι να χαϊδεύει κάτι άρχισε να κλαίει.
«Τι έχεις;» ρώτησε η φωνούλα.
Ο νεαρός δεν της απάντησε, έκλεισε το συρτάρι καθάρισε τα μάτια του και μπήκε για μπάνιο. Δεν μπορούσε να την ακούσει έτσι και αλλιώς.
Ήταν περασμένες 12.00π.μ., μητέρα και γιος ήταν στο κρεββάτι και εκείνος χάζευε στο κινητό μην μπορώντας να κοιμηθεί.
«Άντε πήγαινε για ύπνο, ξυπνάς νωρίς αύριο», είπε η φωνούλα.
Εκείνη την στιγμή ο νεαρός κοίταξε την απέναντι πλευρά του καναπέ, το στομάχι του έγινε κόμπος. Δεν μπορούσε να καθίσει άλλο, παρόλο το κρύο βγήκε στο μπαλκόνι για ένα τσιγάρο. Το ένα έφερε το δεύτερο και το δεύτερο το τρίτο, το κρύο είχε ασπρίσει τα δάκτυλα του αλλά δεν έλεγε να μπει μέσα.
«Σε παρακαλώ πήγαινε να ξαπλώσεις, σε περιμένουν και ας κοιμούνται, πάντα θα σε περιμένουν», είπε η φωνούλα.
Πέρασε άλλη μια ώρα μέχρι να πάει στο κρεβάτι του· κάποια στιγμή και ενώ ήταν γυρισμένος πλάτη στην γυναίκα και το μικρό τους μωρό, που ακόμη θήλαζε και δεν μπορούσε να αποχωριστεί στιγμή την μητέρα του, ένιωσε ένα ελαφρύ φύσημα στα μαλλιά του.
«Μνήμες, άσχημο πράγμα να μην μπορείς να ξεχάσεις», σκέφτηκε τρίβοντας το κεφάλι του ώστε να απωθήσει αυτή την περίεργη αίσθηση. Λίγα λεπτά μετά τα μάτια του βάρυναν τόσο που κατάφερε να κοιμηθεί.
«Δεν ήταν ωραίο αυτό που είπες!», φώναξε η φωνούλα ξυπνώντας τον νεαρό.
«Ποιος είναι εκεί;», προσπάθησε να ρωτήσει αλλά από το σοκ δεν κατάφερε να προφέρει σωστά τις λέξεις. Στεκόταν όρθιος σε έναν απέραντο καταπράσινο κήπο με κοντοκουρεμένο γρασίδι. Σε διάσπαρτα σημεία υπήρχα ψηλά δέντρα με μεγάλους ίσκιους· κάπου είδε κι ένα κουνελάκι να χοροπηδάει μες στην χαρά.
«Ποιος μίλησε;», ξαναρώτησε ο νεαρός μόλις κατάφερε κάπως να συνέλθει.
«Λέω δεν ήταν ωραίο αυτό που είπες!», είπε όσο πιο δυνατά μπορούσε η φωνούλα.
«Μα δεν είπα τίποτα», απάντησε εκείνος ενώ μόλις που είχε αρχίσει να περπατάει χαζεύοντας το όμορφο τοπίο.
«Είπες πως είναι άσχημες οι μνήμες, δεν είναι σωστό αυτό. Τι δες θες να θυμάσαι;», ρώτησε η φωνούλα που φάνηκε να τον ακολουθεί παρόλο που ήταν αδύνατο να την δει.
«Έχασα κάποιον πολύ δικό μου, κάποιον που δεν περίμενα να φύγει τόσο γρήγορα και σε τόσο μικρή ηλικία. Γι’ αυτό το είπα ή καλύτερα το σκέφτηκα».
«Ναι μα έτσι θα ξεχάσεις και όλα τα καλά, αυτό θες;», ρώτησε η φωνούλα.
Ο νεαρός δεν απάντησε, συνέχισε να περπατά μέχρι που έφτασε σε ένα ρυάκι με τρεχούμενο καθαρό νερό. Έσκυψε έβαλε μέσα τα χέρια του και με τις χούφτες του έβρεξε απαλά το πρόσωπο του.
«Θυμάσαι;», τον ρώτησε η φωνούλα
«Τι να θυμάμαι;», αναρωτήθηκε εκείνος.
«Πόσο πλάκα είχαμε εμείς οι δύο. Που στην αρχή για να κοιμηθώ το βράδυ έπρεπε να έχεις κρεμασμένο το χέρι σου στο πάτωμα ώστε να μπορώ να κουρνιάζω γύρω από αυτό έως ότου κοιμηθώ; Νομίζω πως για περισσότερο από ένα μήνα κοιμόσουν έτσι», είπε η φωνούλα.
Ο νεαρός τότε κατάλαβε· κάθισε μπροστά από το ρυάκι οκλαδόν και δεν μίλησε μέχρι που ένιωσε ένα αόρατο βάρος ανάμεσα στα πόδια του.
«Ναι θυμάμαι. Όπως και όταν σου πήραμε εκείνο το κόκκινο πλαστικό κόκκαλο –δεν ξέρω γιατί αλλά ήταν το αγαπημένο σου– όποιος ερχόταν σπίτι αμέσως του το έφερνες και το άφηνες μπροστά του. Το έχω ακόμη, είναι στο συρτάρι, το κράτησα, ήταν αδύνατο να το αποχωριστώ. Θυμάμαι την μαμά που σε έμαθε να τρως μόνο αν τσίριζε την λέξη φαΐ, οπότε για όλα τα χρόνια ακόμη και αν ήταν 06.00 το πρωί έπρεπε να τσιρίξουμε για να μπορέσεις να φας, διαφορετικά μας κοιτούσες στα μάτια», είπε ο νεαρός και τότε ένιωσε κάτι απαλό κάτω από το δεξί του χέρι που ήταν ακουμπισμένο στο γόνατο του.
«Δεν φταίω εγώ για αυτό, το ξέρουμε και οι δύο. Ξέρεις τι θυμήθηκα; Όταν η θεία έκανε την επέμβαση στην μέση και φτιάξαμε εκείνο το πανό που έλεγε όλα θα πάνε καλά. Το βγάλαμε φωτογραφία και της το στείλαμε. Έγινε αμέσως καλά μετά από αυτό, το ξέρω γιατί ερχόταν σπίτι ή με έβγαζε βόλτες», είπε η φωνούλα.
«Με τον παππού; Θυμάσαι με τον παππού; Που είχε αρρωστήσει και έκανε και εκείνος ένα πολύ δύσκολο χειρουργείο; Μετά για καιρό δεν ήταν καλά αλλά πάντα χαιρόταν όταν σε έβλεπε», συνέχισε εκείνος.
«Ναι! Μάλιστα πολλές φορές μου έφερνε και δώρα. Όλοι σας ήσασταν πολύ καλοί μαζί μου», απάντησε η φωνούλα που πλέον είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται ανάμεσα στα πόδια του. Πλέον ο νεαρός μπορούσε να χαϊδέψει τον φίλο του.
Πέρασαν ώρες με το να εξιστορούν όμορφες στιγμές, στα χιόνια ή στην θάλασσα, στο σπίτι ή στις βόλτες τους. Μέχρι που δεν είχαν να θυμηθούν κάτι, τα είχαν πει όλα.
Κάποια στιγμή ο νεαρός δεν άντεξε το βάρος της σκέψης του.
«Να σε ρωτήσω κάτι;», τον ρώτησε.
«Όχι δεν πόνεσα, ήσασταν εκεί όλοι, τι με νοιάζει εμένα τι είχα; Το μόνο που με ένοιαζε πάντα ήταν να είστε όλοι μαζί μου και ήσασταν από την αρχή μέχρι το τέλος», απάντησε εκείνος ακουμπώντας την μουσούδα στο στέρνο του νεαρού.
«Ήσουν υπέροχος», απάντησε ο νεαρός κοιτάζοντας τον Ralph στα μάτια, εκείνα τα μάτια που ανέκαθεν έβλεπαν την ψυχή του ανθρώπου, εκείνα τα μάτια που σε έκαναν ενστικτωδώς να αισθάνεσαι καλύτερα.
Ο νεαρός έκλεισε τα βλέφαρα του του για να απολαύσει την στιγμή και δεν τα άνοιξε έως ότου ένιωσε το βάρος του φίλου του να χάνεται.
«Που πας;», τον ρώτησε ο νεαρός βλέποντας τον να απομακρύνεται.
«Να παίξω, όπως έπαιζα πάντα· έχω κάνει πολλούς φίλους εδώ. Θα δεις όταν έρθει η ώρα. Μέχρι τότε να με μνημονεύεις, και να μην ξεχνάς πως πάντα θα είμαι εκεί όταν με χρειάζεστε», του απάντησε και άρχισε να τρέχει άτσαλα και άχαρα όπως έκανε στις βόλτες του.
Κλάμα μωρού ακούστηκε, άνοιξε τα μάτια του. Ήταν η ώρα του επόμενου θηλασμού, γύρισε το κεφάλι του και φίλησε μητέρα και παιδί πριν ξανακοιμηθεί. Είχε πολύ καιρό να κάνει τόσο γαλήνιο ύπνο.
–polaroid: Andrei Tarkovsky–