-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Φοβάμαι ότι η δυστυχία που μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος γίνεται μάλλον εντονότερη όταν πιστεύει πως οι γύρω του βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τον ίδιο. Αντίστροφα, και πολύ χειρότερα, φοβάμαι ότι μπορούμε να νιώσουμε πολύ πιο ευτυχισμένοι όταν θεωρούμε ότι είμαστε, σε οποιονδήποτε τομέα, σε ίση ή πιο πλεονεκτική θέση από τους άλλους. Μπορούμε, για παράδειγμα, να κοιμηθούμε ένα βράδυ, με τις ζωές μας ακριβώς όπως είναι, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα, και το πρωί να μάθουμε πως όλοι οι γύρω μας αντιμετωπίζουν ορισμένες δυσκολίες ή απογοητεύσεις στη ζωή τους. Αν και τίποτα δεν έχει αλλάξει ως προς τις προσδοκίες μας ή τους στόχους της ζωής μας, νιώθουμε αμέσως μια ανάταση, μια αίσθηση υπεροχής. Φυσικά, μπορεί να είναι η ανάγκη για συμπόνια, η ανάγκη να ξέρουμε ότι υπάρχει και κάποιος άλλος που συμπάσχει με τις δικές μας δυσκολίες. Μα δεν αναιρείται ότι η τάση μας δεν είναι να νιώθουμε ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι ως προς τους εαυτούς μας αλλά «σε σχέση με».
Η αποκλειστικότητα που ζητάμε στις σχέσεις μας είναι ένα πράγματι παράξενο φαινόμενο. Αν το δει κανείς με την στεγνή λογική μπορεί να επιχειρηματολογήσει ότι η αγάπη, ο έρωτας ή το δέσιμο με κάποιον δεν αναιρείται αν αυτός ο κάποιος μοιράζεται το κρεβάτι του ή ακόμη και ανάλογα συναισθήματα με έναν τρίτο. Μια τέτοια ανοχή δείχνουμε πολύ περισσότερο στις φιλικές σχέσεις (εντάξει, αν εξαιρέσουμε αυτό για το κρεβάτι). Αυτό που επικρατεί τελικά όμως δεν είναι τα λογικά επιχειρήματα που μπορούμε να βρούμε, αλλά το καθαρό, ξεκάθαρο αίσθημα πως η μοιρασιά του συντρόφου μας με κάποιον άλλον αποτελεί προδοσία, λόγος για να μην υπάρχει πλέον η σχέση. Και δεν μπορεί να χρεώσει εύκολα κανείς αυτήν την τάση αποκλειστικά σε κοινωνικά στερεότυπα και δομές, διότι όσο κι αν αποστασιοποιηθούμε από αυτά, το αίσθημα της προδοσίας και του θυμού παραμένει. Αυτό που φαίνεται να εξηγεί κάπως αυτήν την τάση είναι πως η αποκλειστικότητα μας μεταδίδει αυτό το χαρακτηριστικό της σημαντικότητας που αναζητάμε. Αποκαλύπτοντας ένα πολύ μεγάλο μέρος του εαυτού μας, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά, νιώθουμε, και λογικά, πως κάτι πολύ σημαντικό δημιουργείται με τον άνθρωπο δίπλα μας, κάτι που αποτελεί αποκλειστικό μας προνόμιο. Επομένως αν εκείνος μας δείξει πως τα προνόμια αυτά μπορούν να προκύψουν και από μια άλλη πηγή, τότε είναι φυσικό να νιώθουμε ότι δεν είμαστε κάτι ξεχωριστό, ότι, τέλος πάντων, δεν είμαστε αρκετοί. Πολύ απλά δεν νιώθουμε πλέον σημαντικοί.
Στην αφήγηση της χαλιναγώγησης του Βουκεφάλα από τον Μέγα Αλέξανδρο μετράει, προφανώς, πολύ περισσότερο η ιδέα ότι ο Αλέξανδρος κατάφερε να υποτάξει την ορμή του Βουκεφάλα δείχνοντάς του κάτι απλό με τη λογική, υποτάσσοντας δηλαδή την «άλογη» φύση με τη δύναμη του νου. Μα αυτό που επίσης φαίνεται να ξεχωρίζει είναι πως ο Βουκεφάλας είναι τόσο σημαντικός σε όλη την ιστορία επειδή ακριβώς υποτάχθηκε: αντιπροσωπεύει την ορμητική δύναμη η οποία αποκτά σημασία τελικά μόνο όταν δαμάζεται.