(Περπάτημα στο κρύο)
Το τασάκι άρπαξε φωτιά
πάνω στο σώμα μου.
Καπνίζω ξαπλωμένος
κι είναι τα χέρια μου
ανήμπορα να σβήσουν οτιδήποτε
-στο διάολο
έτσι κι αλλιώς ο καπνός θα μείνει.
Πίνω λόγια και μεθάω αδιάκοπα
είναι εθισμός πια
δεν μπορώ να σταματήσω
Ποιος ξέρει που θα βγει αυτό που γράφω
είναι μια από αυτές τις νύχτες
που κάπως πρέπει να γεμίσεις τη σιωπή αλλά αλήθεια δεν έχεις και κάτι να πεις. Η νύχτα έχει γεμίσει εκρήξεις, εγώ πεισματικά κλείνω τα αυτιά μου έτσι που δεν ακούω τίποτα, αγνοώ τα πάντα, κάθομαι μετέωρος στον καναπέ και βλέπω μόνο τις λάμψεις, ψέματα, νιώθω απλά το κύμα από την κάθε έκρηξη στο σώμα μου.
Πριν λίγα χρόνια, μια ίδια νύχτα, ο πόλεμος νικούσε, δεν άντεξε λοιπόν το σώμα μου, σηκώθηκε μέσα στη μάχη και βγήκε από το οχυρό, βγήκε μακριά από το πεδίο, αμέθυστο ήταν, φοβήθηκε τον θάνατο το δόλιο, προχώρησε μέσα στο κρύο, καλύτερα λέει να μην πεθάνω απόψε, μπορεί τελικά και να’ ταν μεθυσμένο, ποιο σώμα δεν θέλει να πεθάνει απόψε;

Βρήκε εκεί ανάμεσα στους κρατήρες από μνήμες, ανάμεσα στους κρατήρες που δημιουργούνταν μόλις τότε από τις οβίδες που έπεφταν, βρήκε έναν πίθηκο της μέθης κι αποφάσισε πως πρέπει ο πόλεμος να φτάσει και στα αυτιά του. Άναψαν από ένα τσιγάρο, εγώ τότε δεν κάπνιζα, κι άρχισε το στόμα να μιλά και να δείχνει στο εντυπωσιακό πλάσμα τους κρατήρες, τις εκρήξεις, τον ρωτούσε: «να πιστέψω ότι οι λάμψεις αυτές είναι ριπές από άστρα που πέφτουν;» «Μη λες παράξενα λόγια», του απαντούσε αυτός, «ο πόλεμος πάντα νικάει», και σήκωνε με μια κίνηση το χέρι του κι έσβηνε τους δυνατούς ήχους από μακριά. Το σώμα τον κέρασε νερό κι ο μάγος σκέτη μέθη.
Απόψε λοιπόν ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός, σκίζει στα δύο όλη την άλλη σιωπή της νύχτας, ο μάγος εκείνος πέτρωσε, έγινε άγαλμα αμίλητο, σηκώνω τα χέρια όπως αυτός μα η μέθη δεν ξυπνάει. Καθόμαστε λοιπόν με τον εαυτό μου απέναντι κι ίσως δεν έχουμε πολλά να πούμε, μου λέει «πες, τι τρέμεις», του λέω «που θες να ξέρω». Οι σκάλες αντηχούν κραυγές και ψίθυρους, δεν ξεχωρίζω ποιο είναι ποιο, ποιο είναι μέσα και ποιο έξω, πάντως δεν θέλω να πάω στο κρεβάτι, είναι αργά πολύ για ύπνο πλέον, πρέπει να ξεχωρίσω τις φωνές και να αναμετρηθώ. Ζητάμε τον πόλεμο και κλαίμε όταν θυμόμαστε την ειρήνη. Ανάθεμα. Θα ενδώσω στα είδωλα, θα ενδώσω στη μέθη, τι σόι είναι μια ζωή νηφάλια, ο έρωτας σε όλες τις μάχες νικάει, θα κλείσω λοιπόν καλύτερα τα αυτιά μου, να μην ακούω τα βογγητά των πεθαμένων, θα κατεβάσω τις σημαίες και θα κρεμάσω το κεφάλι μου, κι ας έρθει πάλι ο μάγος να με σώσει.