-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
μου έφεραν για δώρο
ένα δοχείο με λιγοστό νερό
και μέσα του ένα τόσο δα ψαράκι, μπλε.
Φαινόταν ζωντανό μέσα στο βάζο,
ζωηρό, ως που να το πάω σε ένα μεγάλο ενυδρείο.
Με τον καιρό το έμαθα,
έδωσα το όνομά του
κι όλοι μου έλεγαν:
«το ψάρι σου είναι μπλε και πρέπει να το αλλάξεις.»
Όσο έμπαινα φουριόζος από τις ασχολίες
δεν το πολυκοιτούσα,
μονάχα το έτρεφα, του άλλαζα το νερό
κι εκείνο κολυμπούσε,
έρχονταν άνθρωποι, δεν το πρόσεχαν
το έκρυβα καλά
κι εκείνο ακόμη κρυμμένο κολυμπούσε.
Κάθε που έκλεινα την πόρτα
κάθε που έλεγα καμιά βαριά κουβέντα
κάθε που άναβα τσιγάρο και έσβηνα τα φώτα
και κοίταζα το κενό απέναντί μου
και άκουγα βρόντους και γκρεμίσματα,
το κοιτούσα μέσα στο μεγάλο του ενυδρείο
κι εκείνο βρισκόταν κάτω κοντά στον βυθό
σχεδόν ακίνητο, βουβό
κι όλο τραμπαλιζόταν
κι όλο έλεγες «ζει, δεν ζει;»
και συνεχώς χτυπούσα μάταια το τζάμι για να κουνηθεί.
Μάλιστα, όταν έπεφτε ο ήλιος,
χειμώνα- καλοκαίρι, δεν είχε σημασία,
την ώρα που όλα γύρω είναι μπλε,
ανάμεσα στη νύχτα και στη μέρα
(η πιο υπέροχη ώρα)
έβγαινα λίγο έξω για να δω
και το έπαιρνα μαζί να δει κι εκείνο.
Και σήκωνε ίσα- ίσα το κεφάλι απ’ τον βυθό
κοιτούσε γύρω
και θαρρείς τρεφόταν από το τόσο μπλε
θαρρείς τρεφόταν απ’ την ώρα.
Σήκωνε κι άλλο το κορμί
σχεδόν
κατακόρυφα
και έδινε μια να ανέβει στην κορυφή
-πότε έμενε, πότε χτυπούσε ξανά με ορμή στον πάτο.
Ήρθανε λίγοι άνθρωποι, το είδαν,
όσο καλά κι αν τό ‘κρυψα
του μίλησαν, το τάισαν, του άλλαξαν νερό, το αγάπησαν.
Είδαν το σώμα του να κολυμπά και να σέρνεται,
είδαν πως αλλάζει μαζί τους το χρώμα του στο φως.
Πέρασαν ώρες κι ώρες μαζί του
κι ύστερα είπαν κουνώντας απογοητευμένα το κεφάλι:
«Το ψάρι σου είναι μπλε και πρέπει να το αλλάξεις.»