από θρυψαλιασμένη άσφαλτο.
Μόνος το βήμα βυθίζει χάμω.
Γύρω απανθρακωμένο μπετό.
Στοίβες μέταλλο,
κούρσες με καμένα λάστιχα,
οσμή τέτοια στο φυλλοκάρδι, άχ!
Κι όμως, όχι αποστείρωση! Νοσταλγία πικρή,
ίαση η αποτεφρωμένη στιγμή.
Βαθειά στο άυλο,
βαθειά στο παρελθόν. Τα σύννεφα θαρρεί πως πύκνωσαν,
λάσπη θα βρέξει.
Κι αν φέξει, απ’ το σφίξιμο,
ματώσαν οι γροθιές.
Μάχη σώμα με σώμα,
μα σαν σκιαμαχία.
Η βροχή μία σε γαληνεύει,
μια σε μπερδεύει η μανία.
Δε φτάνει, έχεις ακόμα. Το νεφέλωμα γκρίζα παίζει.
Παιχνίδια, χέρι που σπρώχνει.
Κάτι με διώχνει γαμώτο..
Απαιτήσεις, θανατηφόρα λόγχη.
Σιμά, το δάκρυ τρέχει.. Θολωμένη εχθές η ματιά μου.
Πρησμένη η φάτσα, κόκκινη.
Απρόσμενη σιγουριά πιο πριν,
τσιμεντένια σαν το περβάζι.
Οπλισμένη με τα ουρλιαχτά μου. Είναι χαρά σου να σκορπίζεις;
Θερίζεις σαν χάρος, το ξέρεις;
Ίσως είμαι αφελής και ήλπιζα.
Αρτιμελής, νέος, πως κύλισα;
Ο ψόγος, οι ενοχές κι ο θάνατος.
Photo by Sofia Tsofio
Μια σκέψη σχετικά μέ το “2 ποιήματα | SideliK_2”