Μικρά βεγγαλικά


-στα λόγια η Ισμήνη Κατσάβαρου

Καλησπέρα. Όλα καλά. Τα ίδια, τίποτα δεν άλλαξε από τον προηγούμενο μήνα. Μη σας κουράζω κι εγώ, περιμένει κόσμος. Απλά γράψτε τα να φύγω, μη το καθυστερούμε. Τι να μη καθυστερούμε; Μη καθυστερούμε όλα αυτά που πρόκειται να έρθουν και το ξέρουμε. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Τουλάχιστον είναι σταθερή η κατάσταση κι αν αλλάξει κάτι ξέρετε ότι  θα σας πάρω τηλέφωνο. Είναι η ώρα να σηκωθείτε να με πάρετε μια αγκαλιά, να δώσουμε μια χειραψία γεμάτη αισιοδοξία να σας σκάσω ένα χαμόγελο γεμάτο πόνο και δάκρυα. Να σκύψετε να μου δώσετε ένα χαρτομάντιλο από το αριστερό τραπεζάκι και να κλείσουμε το επόμενο μας ραντεβού δίνοντας σας βιαστικά τα χρήματα. Να κατέβω τις σκάλες και να ρίξω μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη για να θυμηθώ την όψη μου. Να περπατήσω όσο πιο αργά γίνεται περνώντας από το Μέγαρο Μουσικής και να αντικρίσω αυτά τα ξεχυμένα κορμιά να πάλλονται σε αυτό το γρασίδι ευτυχίας. Αν τύχει και δω και κανέναν γνωστό δεν θα καταλάβει τίποτα, θα είμαι όπως πάντα ευγενική και τόσο χαρούμενη που θα πιστέψει πως γυρνάω από μία μονοήμερη εκδρομή γεμάτη όνειρα  και σχέδια. Θα προσποιηθώ πως είχα πάει για μια δουλειά και αυτόματα θα πετάξω το μπαλάκι στον άλλον με αυτήν την προσωπική αντωνυμία του «Εσύ»  που πάντα μου απλωνόταν σαν δώρο σε δύσκολες στιγμές. Από εκείνη την στιγμή η κουβέντα θα είχε  ήδη τελειώσει και δεν θα ανησυχούσα για τις μετέπειτα ερωτήσεις. Μερικά γέλια μερικά αγγίγματα μερικοί στόχοι μερικές μελλοντικές συζητήσεις για καφέ θα είχαν κανονιστεί και θα φάνταζαν ικανοποιητικοί στα πολλά ερωτηματικά που θα είχαν γίνει γρήγορες καταφάσεις στον δρόμο της επιστροφής μου. Να περάσω από το περίπτερο να βάλω κάτι στο στόμα μου και να μπω στο μετρό ξεφώνιζε η κοιλιά μου γουργουρίζοντας κάθε φορά. Το ξέρεις ότι δεν χρειάζεται να φοβάσαι δεν σου έχω δώσει το δικαίωμα, έχω εξοικειωθεί τόσο με την ζωή μου που απλά δεν έχω την απαίτηση να ζητήσω κάτι παραπάνω. Θα κλείσω το τηλέφωνο βιαστικά, ενώ μια φωνή θα με σκουντάει επίμονα να της απαντήσω. Είναι η γειτόνισσα του πάνω ορόφου με τα 2 παιδιά  να με γεμίζει αισιόδοξες καλημέρες και όνειρα για το καλοκαίρι. Θα πηγαίνανε στο πατρικό του άντρα της στην Σκύρο και δεν σταμάταγε να μιλάει για τις απέραντες θάλασσες, τις καυτές αμμουδιές που της καίνε τα πόδια, για το αντηλιακό που αγόρασε μόλις, δείχνοντάς μου την ιδανική προστασία για το πρόσωπο της, και το πολυτελές και άνετο ξενοδοχείο που βρήκανε σε απερίγραπτα καλή τιμή μέσα από μια εφαρμογή που της σύστησε η πεθερά της. Ενώ μίλαγε, το βλέμμα μου είχε πέσει σε αυτά τα μικρά παιδιά που την κρατούσαν από το χέρι. Μου χαμογελούσαν τόσο πολύ σαν να μου έδειχναν όλα τα δόντια που τους είχαν εμφανιστεί. Κουνούσαν το κεφάλι τους, έκαναν γκριμάτσες με τα χείλη τους και  το ένα είχε  αφήσει τα δάχτυλα του να παίζουν και να περπατάνε πάνω στο ζεστό και άσπρο τοίχο της πολυκατοικίας. Σκέφτηκα ότι ήμουν αγενής, ενώ μου μίλαγε γεμάτη χαρά εγώ είχα  σκύψει όλο μου το βλέμμα σε αυτά τα πιτσιρίκια. Τα ακούμπησα στο κεφάλι, τα γαργάλησα για να ακούσω το πιο θορυβώδες γέλιο τους και τα άφησα πάλι ώστε το σώμα τους να επανέλθει στην ευθύγραμμη στάση που ήταν πριν. Προσπαθούσα να ανέβω τις σκάλες μέχρι τον τέταρτο. Κουράστηκα όμως, δεν είχα πιει και τον πρωινό καφέ σκεφτόμουν, η ενέργεια είχε πιάσει πάτο. Τα βήματά μου είχαν εξαντληθεί από τον πρώτο  όροφο λες και είχαν κρατηθεί από την φόρμα μου μια σπείρα από γυμνασμένα ζωύφια που έριχναν όλο το βάρος τους ώστε να με αναγκάσουν να σταματήσω. Αναγκάστηκα να καθίσω στα σκαλοπάτια και να αφήσω όλο μου το σώμα να στηριχτεί στον τοίχο. Το κεφάλι μου έγειρε ολοκληρωτικά πάνω του σαν να τον φλέρταρε επικίνδυνα. Ένα μήνυμα χτύπησε στο μέσεντζερ. Ήταν η φίλη μου γεμάτη παράπονα που δεν κανονίσαμε ακόμα εδώ και τόσο καιρό να τα πούμε. Ήθελε κάποιον να τα πει, όπως όλοι θέλουμε, μόνο που βρήκε το λάθος άνθρωπο την πιο λάθος στιγμή ή μάλλον περίοδο. Το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να αφήσω τα δάχτυλα του χεριού μου να περπατήσουν πάνω σε αυτόν τον ζεστό καυτό τοίχο. Έμεινα εκεί ώρες, δεν είχα το κουράγιο να ανέβω αλλά σκαλιά. Γύρω στις 8. Γύρω στις 8. Γύρω στις 8.

Ποιον ξεγελάω μωρέ ; Σηκώθηκα τρέχοντας να ανοίξω το διαμέρισμα πήρα μια κουβέρτα και ξάπλωσα σε αυτό μπαλκόνι κουλουριασμένη για να χωρέσω ολόκληρη. Γύρισα ανάσκελα. Τα χέρια μου είχαν αγκαλιάσει το κεφάλι και μερικά αστέρια  μού έκαναν αρκετά διακριτή την παρουσία τους. Απορούσα πως φαινόντουσαν σε μία πόλη με τόσα φώτα, κανονικά δεν θα έπρεπε καν να τα αντιλαμβάνομαι. Ένιωθα πως ήμουν ένας ψαράς στο μπαλκόνι προσπαθώντας να τα δελεάσω με μερικά δολώματα.
Αλλά ποιον ξεγελάω μωρέ;
Θα τα άφηνα πάντα μόνα τους και διασκορπισμένα παντού.

Τηλέφωνο:

Δεν ξέρω μωρέ Δήμητρα εσύ ξέρεις καλύτερα. Εσύ είσαι καλή σε αυτά, κάτι θα βρεις μίλα και με τον Γιώργο θα σε βοηθήσει σίγουρα. Θα βρείτε μερικά σκηνικά θα μαζέψετε φίλους. Ε τι να σου πω ρε μίλα για κάτι που εσύ θες να αγγίξεις. Θυμάσαι  την τελευταία θεατρική παράσταση στην Ρεματιά πόσο σου άρεσε, να αγγίξεις την οπτική του και να αλλάξεις την προσέγγιση. Δεν ξέρω ρε αγάπη μου μίλα για κάτι ανθρώπινο γενικό που να αγγίζει. Μίλα για αυτούς τους αδικημένους της ζωής, για  τους εραστές, για τους ανεκπλήρωτους έρωτες για τα δύσκολα παιδικά χρόνια αυτά συγκινούν και δεν περιορίζουν το σενάριο. Βάλε και λίγο χιούμορ να μην είναι βαρύ. Κάνε κανένα τρελό ξεσήκωμα να ενσωματώσεις το κοινό μέσα σε αυτό όπως σου έμαθαν στην σχολή. Αφού τα ξέρεις τι την θες την επιβεβαίωση. Αφού δεν έχω γνώσεις, εμπιστεύσου το ένστικτό σου. Και που θα το κάνεις δηλαδή;

Ρε βλάκα ξέρεις τι θέλω; Θέλω να γλιστρήσουν από κάθε μπαλκόνι αυτά τα αστέρια των δικών μου ανθρώπων, άλλα να μου δοθούν απλόχερα και άλλα να αναγκαστώ να τα κλέψω κρυφά. Με κούρασαν οι πολλές λέξεις, που για τον καθένα σηματοδοτεί κάτι διαφορετικό. Ξέρεις πόσα «θέλω» έχω ακούσει και πόσες λέξεις δίπλα από τα «θέλω» δεν έχουν ειπωθεί ποτέ; Δεν με νοιάζει να τις μάθω και ούτε το προσδοκώ. Με νοιάζει να μπορέσουμε για ένα βράδυ να αντιληφθούμε μία έννοια με τον ίδιο τρόπο όλοι μας. Βαρέθηκα, πώς το λένε, άλλα να λέμε άλλα να καταλαβαίνουμε. Και ξέρω την άποψη σου για ποικιλία εννοιών και διαφορετικοτήτων, αλλά ρε συ ξέρεις τι μου έλειψε τόσα χρόνια από το θέατρο, να μπορέσω αυτήν την έννοια που νιώθω εγώ να την αντιληφθεί όλο το κοινό χωρίς παρερμηνείες μόνο αυτό. Θέλω αυτήν την φορά δίπλα από το θέλω να υπάρχει μία μόνο λέξη, μία μόνο έννοια, μία μόνο σκέψη.  Σκέψου σαν μια μικρή γιορτή όπως παλιά. Θα διαλέξουμε ονόματα και θα μπούμε σε καινούργιους ρόλους κρατώντας από τον εαυτό μας ότι θέλουμε και ότι γνωρίζουμε πλέον από αυτόν. Έχω φτάσει στο σημείο ρε Δήμητρα να βλέπω μια ταινία και να μην αντιλαμβάνομαι αν μου αρέσει, αφού τα ξέρεις. Ε για αυτό σου λέω μπες σε έναν ρόλο, πόσο δύσκολο να είναι; Τουλάχιστον μέσα από αυτόν θα μπορέσεις να ζήσεις μια κρυμμένη στιγμιαία ευτυχία. Και μη νομίζεις, εκεί πιο εύκολα θα σε καταλάβεις, εκεί θα φανεί πιο αβίαστα πώς θα ειπωθούν τα λόγια σου, πώς θα ξετυλίξεις το φόρεμά σου, πώς θα χρησιμοποιήσεις τις λέξεις σου, πόσο γρήγορα θα τις πεις, πώς θα απαντήσεις στις ερωτήσεις, στις οποίες δεν θα υπάρχουν αυτές οι λατρεμένες σου αντωνυμίες για να τις μετατοπίζεις σε άλλους. Εκεί μόνο καταφάσεις θα υπάρχουν, κι ας μείνουν και κάποιες αναπάντητες, λες και θα τις ξέρουμε όλες ποτέ. Παραλίγο να το ξεχάσω. Δεν με νοιάζει να κάνω κάτι συγκινητικό, ούτε αυτά που έμαθα στην σχολή. Δεν θα είναι καν παράσταση, πώς να στο πω . Θέλω να μάθω αυτά τα γαμημένα γεμιστά που τρως κάθε Κυριακή μεσημέρι γιατί τα τρως πάντα κρύα και γιατί δεν καταφέρνεις να τα φας ποτέ ολόκληρα. Γιατί δεν έχεις ποτέ αλκοόλ σπίτι σου και γιατί μου προσφέρεις μόνο νερό; Γιατί δεν καθόμαστε ποτέ στον ίδιο καναπέ και γιατί αλλάζεις τα σεντόνια κάθε μέρα; Δεν με νοιάζει να μου μιλήσεις για αυτά έτσι απλά. Θέλω να μου πεις γιατί έχεις μόνο ένα κρίνο στο μπαλκόνι σου; Δεν με νοιάζει να μου πεις απλά τι λείπει από το ψυγείο σου και γιατί κατέστρεψες τον πιο όμορφο σου πίνακα. Δεν με νοιάζει αυτό. Δεν με νοιάζει. Με νοιάζει μόνο αυτός ο ρόλος που θα αντιπροσωπεύσεις την Τρίτη να εκφράζει ένα θέλω, με μία μόνο σκέψη με μία μόνο λέξη δίπλα, τίποτα παραπάνω. Μπορείς;

Ξέρεις ότι εδώ και 2 χρόνια δεν βγαίνω, σου έχω πει αυτά τα δικά μου, δεν μπορώ να το κάνω, πώς να στο πω δεν το έχω μάθει, δεν έχω μάθει να ζω έτσι .

Αυτό σε φοβίζει δηλαδή;

Αυτό είναι που με φοβίζει περισσότερο.

Και εξάλλου ξέρεις πως δεν μπορώ τις Τρίτες.

Μη με μπλέκεις

{Μετά την καθιερωμένη Τρίτη, περνώντας από την πλατεία Μαβίλη κοντοστάθηκα στο μανάβικο και πήρα ντομάτες για τα γεμιστά. Υλικά, μυρωδικά και ένα γλυκό ψυγείου. Σταμάτησα στο περίπτερο και πήρα 2 μπουκάλια νερό. Έφτασα σπίτι. Άνοιξα την πόρτα. Το μπαλκόνι ήταν ήδη ανοιχτό. Προς στιγμήν φοβήθηκα και κοντοστάθηκα. Βγήκα έξω. Κατέβασα το βλέμμα μου. Δεν αντίκρισα κάτι. Έψαξα το κινητό να δω αν είχα καμία κλήση. Τίποτα. Οι ώρες περνούσαν και η σκέψη μου τριγυρνούσε σε διάφορα. Άρχισα να φτιάχνω τα γεμιστά, ενώ κάποια βήματα ακούγονταν στην πολυκατοικία. Ήταν η Δήμητρα μόλις είχε τελειώσει την παράσταση. Μερικοί ηθοποιοί ερχόντουσαν ξοπίσω. Τους χαιρέτησα ευγενικά, ενώ έμπαιναν μέσα. Μου συστήθηκαν όλοι ακόμα και η Δήμητρα. Αλλά δεν μου συστήθηκε ως Δήμητρα, αντιθέτως  ως Μαρία.}

Ήταν η μόνη βραδιά που δεν αντίκρισα πίσω από κάθε άνθρωπο την διάσταση που του έδινα. Η πρώτη φορά που δεν σκέφτηκα πώς να φερθώ και να μιλήσω. Η πρώτη φορά που δεν θυμόμουν κανένα όνομα και δεν υπήρχε λόγος . Η μόνη φορά που η παράσταση είχε δοθεί χωρίς να το είχε καταλάβει κανείς.

Η συνταγή δεν υπήρξε ποτέ. Τα γεμιστά δεν τα είχα φτιάξει ποτέ μόνη μου, τα έπαιρνα delivery από το απέναντι φαγάδικο.

Εξαίρεση αποτέλεσε εκείνη η μέρα

Που τα έφτιαξα μόνη μου

Με μια συνταγή από το ίντερνετ

Όποια μου έβγαλε πρώτη

Καθίσαμε σε ένα τραπέζι στην κουζίνα, με πολλή μουσική, με μία κατσαρόλα γεμιστά, με αγνώστους, με την Μαρία και μερικά γέλια, μερικά θέλω, μερικά αστέρια να ξετυλίγονταν μπροστά μας

Καμία ερώτηση και καμία προσδοκία

Καμία αντωνυμία

Κανένα «Εσύ;»

Σαν να με έβαζε να εστιάσω στην απάντηση που θα έδινα.

Μόνο σε αυτήν

Μικρά βεγγαλικά έκαναν τον θόρυβο τους και μας ανάγκασαν να βγούμε στο μπαλκόνι.

Μικρά βεγγαλικά

Το βλέπεις; ψιθύρισα

Δεν μου απάντησε

Μόνο μου έσφιξε το χέρι

Η μόνη ζωντανή εικόνα που μου έμεινε από εκείνο το βράδυ, ήταν αυτό το τόσο μικρό μπαλκόνι, με ένα πιάτο γεμιστά να φωτίζονται από αυτό το τρεμάμενο και στιγμιαίο φως των βεγγαλικών. Να κοιτάμε δεξιά και οι δύο γελώντας, με ένα χαμόγελο που υπήρξε τόσο αληθινό, που τρόμαξα μόλις το συνειδητοποίησα και ακούμπησα το μάγουλο μου για να το διαπιστώσω με σιγουριά.

Γύρισα ξοπίσω

Μόνο μικρά βεγγαλικά

Απόρησα

Πάντα απορώ

Δεν υπήρχε γιορτή

Δεν ήταν ούτε Πάσχα ούτε Χριστούγεννα

Αλλά ήταν Τρίτη

Η δικιά μας Τρίτη

Που για εμάς ήταν γιορτή

Κι ας μη το ήξερε κανένας

Το επόμενο πρωί είδα την γειτόνισσα με τα παιδιά της να βγαίνουν από την πολυκατοικία γεμάτοι βαλίτσες με μπόλικες τσάντες κάτι φουσκωμένα στρώματα, καπέλα, αντηλιακά, να ψάχνουν να βρουν μια άνετη θέση για το ταξίδι μέχρι την Κύμη. Καλό καλοκαίρι μου φώναξαν όλοι  βγάζοντας το χέρι ο σύζυγος από το αυτοκίνητο ενώ τα παιδιά είχαν κολλήσει τα μούτρα τους στα τζάμια και μου έστελναν φιλιά.

Είχα καθίσει στην είσοδο και τους χαιρετούσα μέχρι να φύγουν από τον οπτικό μου ορίζοντα.

Ένας ήχος με έκανε να κοιτάξω το κινητό, ήταν ένα μήνυμα

Το έλαβα το σημείωμα μέσα στο τάπερ που μου έδωσες τάχα για να μη μαγειρέψω αφού είχαν μείνει γεμιστά .

Το μόνο που μπορώ να πω είναι «Θέλω μικρά βεγγαλικά»

Κατάφαση στην κατάφαση λοιπόν

Μη χάνεσαι

Ένα χαμόγελο βγήκε πάλι τόσο αβίαστα

Κοίταξα στον δρόμο ,το αυτοκίνητο είχε πλέον χαθεί.

Μπήκα μέσα.

Ανέβηκα τις σκάλες μονομιάς και ξεχύθηκα στο δικό μου γρασίδι

Κι ας μην ήταν της ευτυχίας

Πλέον μου αρκούσε

-Φωτογραφίες από Pinterest

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s