-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Στο κατεχόμενο Παρίσι, ένας αξιωματικός της Γκεστάπο στη διάρκεια μιας έρευνας στο διαμέρισμα του ζωγράφου, έδειξε μια φωτογραφία της τοιχογραφίας, της Γκουέρνικα, και ρώτησε: «Εσείς το κάνατε αυτό;» «Όχι», απάντησε εκείνος, «εσείς το κάνατε». Ο Πάμπλο Πικάσο.

Βιογραφία
Γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ισπανίας, στις 25 Οκτωβρίου του 1881. Ανατράφηκε ως καθολικός, ωστόσο αργότερα στη ζωή του δήλωνε άθεος. Ο πατέρας του, που ήταν επίσης ζωγράφος, έβγαζε χρήματα ζωγραφίζοντας πουλιά και άλλα ζώα, ενώ παράλληλα παρέδιδε μαθήματα καλλιτεχνικών. Ξεκίνησε να διδάσκει και τον γιο του στο σχέδιο και την ελαιογραφία όταν εκείνος ήταν επτά ετών, ανακαλύπτοντας ότι ο νεαρός Πάμπλο ήταν εξαιρετικός μαθητής, παρόλο που στο σχολείο δεν τα πήγαινε καθόλου καλά. «Όταν ήμουν μικρός, η μητέρα μου μού είπε: ‘Αν γίνεις στρατιώτης, θα καταλήξεις στρατηγός. Αν γίνεις μοναχός, θα καταλήξεις ο Πάπας.’ Τελικά, έγινα ζωγράφος και κατέληξα ο Πικάσο».
Σε ηλικία 13 ετών οι ικανότητές του είχαν ξεπεράσει εκείνες του πατέρα του, και σύντομα ο Πικάσο έχασε κάθε διάθεση να διαβάζει τα μαθήματά του, επιλέγοντας αντίθετα να περνά τις μέρες του κάνοντας σκίτσα στο σημειωματάριό του. «Επειδή ήμουν κακός μαθητής, είχα εξοριστεί στη ‘φυλακή’, ένα κενό κελί με λευκούς τοίχους και ένα παγκάκι για να κάθομαι. Μου άρεσε εκεί, επειδή είχα μαζί μου ένα μπλοκ σχεδίου και ζωγράφιζα ακατάπαυστα… Θα μπορούσα να έχω μείνει εκεί για πάντα, ζωγραφίζοντας χωρίς σταματημό».

Το 1895, σε ηλικία 14 ετών, μετακομίζει με την οικογένειά του στη Βαρκελώνη και αμέσως κάνει αίτηση για να μαθητεύσει στη σημαντικότερη σχολή Καλών Τεχνών της πόλης. Αν και η σχολή δεχόταν τυπικά μαθητές μεγαλύτερης ηλικίας, οι εισαγωγικές εξετάσεις του Πικάσο ήταν τόσο καλές που έγινε μια εξαίρεση για τον ίδιο και έγινε αποδεκτός. Παρόλα αυτά ο Πάμπλο εκνευριζόταν με τους αυστηρούς κανόνες και τις τυπικότητες της σχολής, οπότε σύντομα ξεκίνησε να μην πατά στα μαθήματα και να περιφέρεται στους δρόμους της Βαρκελώνης, σκιτσάροντας σκηνές της πόλης που έβλεπε.
Το 1897, 16 ετών, μεταφέρεται στη Μαδρίτη προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα στην Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο, που ήταν η κορυφαία σχολή καλών τεχνών της εποχής. Απογοητεύεται σύντομα, όμως, από την εμμονική εστίαση των μαθημάτων σε κλασσικά θέματα και τεχνικές, και ξεκινά ξανά να παραλείπει παραδόσεις για να περιπλανηθεί στην πόλη και να ζωγραφίσει διάφορες σκηνές, όπως ζητιάνους και πόρνες.

Το 1899 επιστρέφει στη Βαρκελώνη και αναμειγνύεται με μια ομάδα καλλιτεχνών και διανοούμενων, που είχαν ως έδρα τους ένα καφέ που λεγόταν «El Quatre Gats (Οι Τέσσερις Γάτες)». Επηρεασμένος από τους αναρχικούς και τους ριζοσπάστες που γνωρίζει εκεί, ο Πικάσο διαπράττει την αποφασιστική του διάσπαση από τις κλασσικές μεθόδους στις οποίες είχε εκπαιδευτεί, και ξεκινά μια πορεία πειραματισμού και καινοτομίας που θα διαρκέσει μια ζωή.
Ένα χρόνο μετά, το 1900, μετακομίζει στο Παρίσι, στο οποίο θα ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και θα δημιουργήσει τα μεγαλύτερα έργα του. Μαζί με αυτά θα συνάψει επίσης αναρίθμητες ερωτικές σχέσεις, οι οποίες θα του δώσουν την ιδιότητα του ισόβιου γυναικά, παρόλο που θα παντρευτεί τελικά δύο μόνο φορές και θα αφήσει πίσω του τέσσερα παιδιά. Στις 8 Απριλίου του 1973, ενώ βρισκόταν σε δείπνο με φίλους και την τότε σύζυγό του Ζακλίν, θα αφήσει την τελευταία του πνοή από πνευμονικό οίδημα και καρδιακή ανεπάρκεια.

Τα πρώτα βήματα
Η σταδιοδρομία του Πικάσο, μπορεί να ειπωθεί ότι, ξεκίνησε πολύ νωρίς, ήδη από το 1894, με τα πρώτα εφηβικά του έργα. Όταν μετακόμισε στο Παρίσι το 1900, προκειμένου να ανοίξει το δικό του στούντιο, οι συνθήκες που αντιμετώπισε κάθε άλλο παρά ευνοϊκές ήταν. Εκεί γνώρισε τον ποιητή και δημοσιογράφο Μαξ Τζέικομπ, ο οποίος τον βοήθησε να προσαρμοστεί και σύντομα μοιράστηκαν ένα μικρό διαμέρισμα. Ήταν μια εποχή απόλυτης φτώχειας, κρύου και απελπισίας: ο Μαξ κοιμόταν τις νύχτες ενώ ο Πικάσο κοιμόταν τα πρωινά και δούλευε τα βράδια, ενώ πολλά έργα του Πάμπλο τα έκαψαν προκειμένου να ζεστάνουν το μικρό τους δωμάτιο.

Τους πρώτους 5 μήνες του 1901 ο Πικάσο μένει στη Μαδρίτη, όπου μαζί με τον αναρχικό φίλο του Francisco de Asís Soler ιδρύουν το περιοδικό «Νέα Τέχνη», το οποίο κυκλοφόρησε πέντε τεύχη. Ο Soler επιμελούταν τα άρθρα και ο Πικάσο εικονογραφούσε το περιοδικό, κυρίως συνεισφέροντας καρικατούρες που απεικόνιζαν την κατάσταση των αδυνάτων. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε στις 31 Μαρτίου του 1901, περίοδος κατά την οποία ο ζωγράφος είχε ήδη ξεκινήσει να υπογράφει τα έργα του ως Πικάσο.
Από το 1901 έως το 1904 εκτείνεται η λεγόμενη «Μπλε Περίοδος» της δημιουργίας του. Κατά τη διάρκεια αυτής ο Πικάσο χρησιμοποιεί κυρίως μπλε τόνους στα έργα του, όπως για παράδειγμα στο «Ο Γέρος Κιθαρίστας» (1903). Η καλλιτεχνική αυτή τάση του αποδίδεται κυρίως στη βαθιά θλίψη που είχε καταβάλλει τον Πικάσο, έπειτα από την αυτοκτονία ενός φίλου του.

Το 1905, ωστόσο, ανασυντάσσεται ψυχολογικά και μπαίνει πλέον στη λεγόμενη «Ρόδινη περίοδο», η οποία θα διαρκέσει έως το 1907 και θα περιλαμβάνει περισσότερο γήινα και ζεστά χρώματα με πιο εύθυμα και λυρικά θέματα. Από το 1907 έως το 1909 περνά μια εποχή που επηρεάζεται έντονα από την αφρικανική τέχνη και θα αποτελέσει στην ουσία τον προπομπό για την ανάπτυξη του κυβιστικού κινήματος. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δημιουργεί το έργο «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» που θα προκαλέσει αντιθετικά συναισθήματα στους θεατές στο στούντιό του, από ακραία κατακραυγή έως ακραίο ενθουσιασμό. Το έργο σόκαρε τόσο, με άλλους να κάνουν λόγο για απάτη και άλλους για επανάσταση στην τέχνη, που ο Πικάσο δεν το έθεσε σε δημόσια θέα μέχρι το 1916. Σε αυτόν τον πίνακα όμως, εντοπίζεται η απαρχή του κινήματος του κυβισμού, που ενθουσίασε και τρομοκράτησε το κοινό, απογειώνοντας πάντως αργά και σταθερά τη φήμη του Πικάσο, σαν έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους και καλλιτέχνες του 20ου αιώνα.

Αναγνώριση και κληρονομιά
Έως το 1912, μαζί με τον ομότεχνό του Ζωρζ Μπρακ, δημιουργούν τα θεμέλια του κυβισμού, στον οποίο τα αντικείμενα αποδομούνται παίρνοντας περίπλοκες γεωμετρικές μορφές. Στη συνέχεια και έως το 1919 εξελίσσουν την τεχνοτροπία, εισάγοντας στις εικαστικές τέχνες το κολλάζ, και δημιουργώντας μια περίοδο που ονομάζεται «Συνθετικός Κυβισμός».
Τα επόμενα χρόνια ακολουθεί μια στροφή του Πικάσο σε πιο κλασικές μορφές και στο ρεαλισμό έως το 1927, που θα έρθει σε επαφή με τον υπερρεαλισμό (ο οποίος πυροδοτήθηκε από τον κυβισμό του Πικάσο) και θα τον ενστερνιστεί. Το πιο γνωστό, πιθανότατα, έργο του, η «Γκουέρνικα» (1937), εντάσσεται σε αυτήν την περίοδο που διήρκησε έως το 1939.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παραμένει στο κατεχόμενο Παρίσι και εξακολουθεί να δημιουργεί, αν και συχνά παρενοχλείται από τις ναζιστικές κατοχικές δυνάμεις. Αυτήν την περίοδο γράφει πολύ συχνά ποίηση και ασχολείται έντονα με τη γλυπτική, ενώ ολοκληρώνει και δύο θεατρικά έργα. Τα επόμενα χρόνια συνεχίζει να δημιουργεί ακούραστος, μέχρι και το τέλος της ζωής του, χρησιμοποιώντας διάφορα στυλ και τεχνικές και παράγοντας μερικά από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης τέχνης.
Ο Πικάσο αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του προηγούμενου αλλά και αυτού του αιώνα, απολαμβάνοντας την αποδοχή και τη δόξα όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Υπήρξε δημοφιλής σε βαθμό σελέμπριτι και πολλές εκθέσεις ήταν αφιερωμένες στα έργα του, όπως εκείνη το 1966 στο Παρίσι για την οποία τα μέσα της εποχής έκαναν λόγο για τη «μεγαλύτερη αναδρομική εκδήλωση που έχει ποτέ οργανωθεί για ζώντα καλλιτέχνη». Τα έργα του άλλαξαν το πρόσωπο και την πορεία της τέχνης παγκοσμίως και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς που συνεχίζουν να εμπνέουν και να θαυμάζονται.
Ρουτίνα
Όλη του τη ζωή, ο Πικάσο κοιμόταν αργά και σηκωνόταν αργά. Στο προάστιο του Κλισί, κλεινόταν στο ατελιέ του από τις 2 μ.μ. και δούλευε εκεί μέχρι το σούρουπο τουλάχιστον. Εντωμεταξύ, η για εφτά χρόνια φίλη του, Φερνάντ, έμενε μόνη της να κάνει τα δικά της, χαζεύοντας μέσα στο διαμέρισμα και περιμένοντας τον Πικάσο να τελειώσει τη δουλειά του και να κάτσει μαζί της για φαγητό. Όταν τελικά ξεμυτούσε από το ατελιέ του όμως, σπάνια ήταν καλή παρέα. «Σπάνια μιλούσε στο φαγητό. Μερικές φορές, δεν έβγαζε λέξη από την αρχή μέχρι το τέλος», αναφέρει η Φερνάντ. «Έδειχνε να βαριέται, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του». Για την κακή του διάθεση, η Φερνάντ θεωρούσε υπεύθυνη τη διατροφή του – ο υποχόνδριος Πικάσο είχε καταλήξει να μην πίνει τίποτα άλλο εκτός από μεταλλικό νερό και γάλα, κι έτρωγε μόνο ψάρια, λαχανικά, ρύζι, κρέμα και σταφύλια. Ο Πικάσο έκανε λίγο περισσότερη προσπάθεια να είναι κάπως πιο κοινωνικός, αν είχε επισκέψεις – όπως συχνά συνέβαινε. Τα συναισθήματά του απέναντι στην ψυχαγωγία ήταν ανάμεικτα. Του άρεσε να διασκεδάζει ανάμεσα σε έντονες περιόδους εργασίας αλλά σιχαινόταν και την πολλή διάσπαση. Με παρότρυνση της Φερνάντ είχαν ανακηρύξει την Κυριακή ως «σπιτική μέρα» (μια ιδέα δανεισμένη από την Γερτρούδη Στάιν και την Άλις Μπ. Τόκλας) «και με αυτό τον τρόπο κατάφερναν να βγάλουν όλες τους τις φιλικές υποχρεώσεις σε ένα απόγευμα.» Και πάλι, γράφει ο Ρίτσαρντσον, «ο καλλιτέχνης ακροβατούσε ανάμεσα στο αντικοινωνικό κλείσιμο στο καβούκι του και την απόλαυση της παρέας». Η ζωγραφική, από την άλλη, ποτέ δεν τον έκανε να πλήττει ούτε τον κούραζε. Ο Πικάσο ισχυριζόταν ότι, ακόμα και μετά από τρεις τέσσερις ώρες ορθοστασίας μπροστά σε ένα τελάρο, δεν ένιωθε την παραμικρή κούραση. «Γι’ αυτό ζουν τόσο πολύ οι ζωγράφοι», έλεγε. «Όταν δουλεύω, αφήνω το σώμα μου έξω απ’ την πόρτα όπως οι Μουσουλμάνοι βγάζουν τα παπούτσια τους πριν μπουν στο τζαμί».
–Από το βιβλίο Η τέχνη της ρουτίνας, του Mason Currey

#4 φράσεις του Πάμπλο που επιλέγει η {στίξη}:
«Κάθε παιδί είναι καλλιτέχνης. Το θέμα είναι πώς θα παραμείνει καλλιτέχνης μεγαλώνοντας.»
«Πάντα κάνω αυτό που δεν μπορώ να κάνω, με σκοπό να διαπιστώσω αν μπορώ να το κάνω.»
«Η έμπνευση υπάρχει, αλλά πρέπει να σε βρει να δουλεύεις.»
«Οι κακοί καλλιτέχνες αντιγράφουν. Οι καλοί καλλιτέχνες κλέβουν.»

#4 περιστατικά από τη ζωή του Πικάσο που πιθανόν να μη γνώριζες
Οι αναζητήσεις του για νέους τρόπους έκφρασης και εξέλιξης της τέχνης έφτασαν σε σημείο που ανέπτυξε, σε συνεργασία με τον φωτογράφο Gjon Mili, μια τεχνική ζωγραφικής με φως. Περισσότερες πληροφορίες και φωτογραφίες εδώ.
Υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο στο Παρίσι με τον έμπορο τέχνης Pere Menach, που συμφώνησε να τον πληρώνει 150 φράγκα το μήνα (περίπου 750 δολάρια σήμερα).
Όταν το 1911 κλάπηκε ο πίνακας της Μόνα Λίζα από το μουσείο του Λούβρου, η αστυνομία συνέλαβε ως ύποπτο τον ποιητή Γκυγιώμ Απολλιναίρ , φίλο του Πικάσο. Ο Απολλιναίρ υπέδειξε τον ζωγράφο ως ύποπτο, οπότε η αστυνομία τον κάλεσε για ανάκριση. Αργότερα και οι δύο αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι.
Σε όλη του τη ζωή ο Πικάσο δημιούργησε περίπου 147.800 έργα, αποτελούμενα από: 13.500 πίνακες, 100.000 εκτυπώσεις και χαρακτικά, 300 γλυπτά και κεραμικά και 34.000 εικονογραφήσεις.

*Προτεινόμενη σειρά: Genius: Picasso (2018)
*Προτεινόμενο βιβλίο: Σκέψεις για την τέχνη

Πηγές: Biography | Wikipedia | Pablopicasso.org
-Φωτογραφίες από Pinterest–
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Πάμπλο Πικάσο: «Δεν ψάχνω. Μόνο βρίσκω.»”