Η ταινία της {στίξης} έφτασε!
Η Νύχτα 78η. είναι ένα φιλμ μικρού μήκους, σκηνοθετημένο από τον Σπύρο Μάρκο πάνω σε κείμενο του Νίκου Σταϊκούλη. Είναι η πρώτη μας απόπειρα πάνω στο κομμάτι του βίντεο, οπότε αν σας άρεσε στηρίξτε το.
Ευχαριστούμε πολύ όλα τα παιδιά που εργάστηκαν αφιλοκερδώς πάνω σε αυτό και ανυπομονούμε να μάθουμε τη γνώμη σας και να λάβουμε τα σχόλιά σας!
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Σπύρος Μάρκος
Κείμενο: Νίκος Σταϊκούλης
Μουσική: Τάσος Τηνιακός
Αφήγηση κατά σειρά: Σπύρος Μάρκος, Λυδία Γάλλου, Νίκος Σταϊκούλης
Human In Video: Σπύρος Κότι
Special Thanks: Θεοδοσία Κατσαρού, Μάνος Κωνσταντίνου, Χρήστος Μαρινόπουλος
Νύχτα 78η
Ανοίγω τα μάτια μου.
Βρίσκομαι σε μια έρημο, παντού άπειρη άμμος και σκόνη. Δεν θυμάμαι παρελθόν, δεν έχω καθόλου μνήμες, τις έσβησα εγώ με μια απόφαση. Οι φίλοι μου δεν με αγαπούν πια, χειρότερα: εγώ δεν τους αγαπώ, τους αποφεύγω, δεν τους θέλω. Λάθος, λάθος. Δεν είναι έρημος. Βρίσκομαι σε σκοτάδι, ναι, βαθύ, βαθύ σκοτάδι. Πρέπει να είναι ένα δάσος με άπειρα μεγάλα δέντρα, μαύρα, θάμνοι θεόρατοι, με πνίγουν δεν μου αφήνουν αέρα, παντού βροχή, το χώμα υγρό λασπώνει, βυθίζει τα βήματά μου, κάθε μου βήμα και κίνδυνος να πνιγώ στη λάσπη. Δεν έχω ρίζες, έφτυσα τις ρίζες μου, ήταν ξένες στο στόμα μου τόσα χρόνια, κι έτσι τώρα περπατώ, αλλά όλα είναι πίσσα σκοτάδι και δεν ξέρω πού πατάω, ομίχλη είναι αυτό που μου κρύβει τα μάτια ή καπνός από βαριά τσιγάρα του μπαρ; Οι υγρές γωνίες είναι οι καλύτεροί μου φίλοι και οι τόποι της προσευχής μου. Κι όμως τα βήματά μου δεν είναι πανικόβλητα. Είναι αργά, ήρεμα, όπως η ηρεμία λίγο πριν το θάνατο, όπως η γαλήνη ένα δευτερόλεπτο πριν τον πνιγμό ή η αποδοχή πως χάθηκες κάπου στο δάσος. Τα λόγια βγαίνουν πάντα λιγοστά και σκοτεινά, έχουν στόχο τα δέντρα, όμως ο αντίλαλος –παράξενο, δεν ήξερα πως τα δέντρα έχουν αντίλαλο- γυρνά και μου χτυπά ύπουλα τα αυτιά. Βαδίζω προς ένα ξέφωτο, η αβεβαιότητα φαίνεται στο βήμα μου, είναι βράδυ άλλωστε, αφήνω τη λάσπη να με τσουλήσει όπου νομίζει, έτσι κι αλλιώς έχω χαθεί, ας φτάσω στο ξέφωτο κι ίσως να είναι ο κήπος που λένε, ίσως κι ένα παλιό σάπιο εργοστάσιο, δεν έχω επιλογή, δεν έχω φάει για μέρες, δεν έχω μιλήσει για μέρες, δεν ακούω, δεν ακούω, η βροχή έχει καλύψει τα αυτιά μου, το μόνο που έμεινε η αβεβαιότητα των βημάτων μου προς το ξέφωτο.
Κλείνω τα μάτια μου.
Ανοίγω τα μάτια μου.
Ο κύκλος ρίχτηκε να ολοκληρωθεί, αυτό φάνηκε εξαρχής, εγώ τουλάχιστον το ήξερα. Ζάλιζα το θεό, ζάλιζα και την πόλη να μην είναι κύκλος, να βρούμε μια γωνία να κουρνιάσουμε, μη φτάσουμε πάλι στο μηδέν, στο χέρι μας είναι να το κάνουμε μια ευθεία. Τα μάτια μου στέγνωσαν αμέσως από το φως και τη ζέστη του ήλιου, έπρεπε να βάλω το χέρι μπροστά, χρόνια συνήθειας στο σκοτάδι. Περίεργα δέντρα, περίεργα ζώα, δεν είχα ξαναδεί τέτοια πράγματα, τα άκουγα, τα ονειρευόμουνα, τα προσευχόμουνα, μα μέχρι τότε δεν είχε αγγίξει τίποτα τέτοιο το μάτι μου. Τότε ακριβώς ξεκίνησε ο πανικός, αυτός που πριν δεν είχε ξυπνήσει. Τα βήματά μου έγιναν βιαστικά, βίαια, να χορτάσω, να χορτάσω, να κλέψω, να γεμίσω την αποθήκη, γιατί σου είπα το γνώριζα πως ήταν κύκλος. Ακουμπούσα στον ένα τοίχο της πόλης και κοίταζα τον άλλον. Ώσπου νύχτωσε κι αυτή η νύχτα θεέ μου τι νύχτα! Όλος ο ουρανός άστραφτε από τα αστέρια, ναι δεν είχε φεγγάρι, αυτή τη σιγουριά τη φωτεινή, μα καλύτερα, τα αστέρια έτσι έλαμπαν περισσότερο, όπως όταν κοιτάζεις ένα διαμάντι από πολύ κοντά με λιγοστό φως. Η νύχτα τότε έπεσε σαν σεντόνι και ρίχτηκε στην αγκαλιά μου, με τύλιξε, με σήκωσε σαν μαγικό χαλί, έτσι που δεν έβλεπα πια ούτε την πόλη, ούτε τα δέντρα, ούτε τις ρίζες, ούτε τα πόδια μου τα ίδια, μόνο τα αστέρια, όπου κι αν γύριζα άπειρα αστέρια. Και πού δεν ταξίδεψα! Έκλεινα και ξανάκλεινα τα μάτια μου, έλεγα πού θα πάει θα ξυπνήσω, κι όμως αυτή η νύχτα εκεί, να χαϊδεύει κάθε κύτταρο του εαυτού μου, να μου ψιθυρίζει λόγια χιλιοειπωμένα, πρωτάκουστα για μένα, να μου λέει πως έγινα πια κι εγώ νύχτα, πως δεν γίνεται πια να ξαναέχω ρίζες και πόδια, πως θα ταξιδέψουμε σε κάθε μακρινό γαλαξία που είχαμε ως τότε ακούσει. Και τα ατυχήματα; Αδερφέ μου, αυτά δεν ήταν για μας! Μου ήταν απίστευτο που τα άστρα μέσα στην αγκαλιά μου σπαρταρούσαν. Μαθαίναμε κάθε νυχτερινό τραγούδι, το φώναζε ολόκληρη η νύχτα μαζί, και ποιος θυμόταν τη βροχή, ποιος θυμόταν το κόκκινο παλτό του κοριτσιού, τα φύλλα που έσταζαν νερό ένα πρωινό στο γκρίζο δωμάτιο, ποιος θυμόταν τις ρίζες τις σάπιες, τις ανώριμες, οι μνήμες αυτές είχαν σαπίσει, έπρεπε κι αυτές να τις διαγράψω, πράγμα διόλου δύσκολο με τα άστρα στα χέρια μου. Κρατούσα μέσα μου όλη την έναστρη νύχτα, οι ποταμοί από κάτω εμάς αντανακλούσαν, ποιος θα μας νικούσε, όχι, έπρεπε να σβήσουμε κάθε παλιό χνάρι, να μην μας πονά το βάθος του, να μην αφήνει αποτύπωμα πάνω στον αψεγάδιαστο ουρανό μας.
Τότε ένα μικρό «κρακ» ακούστηκε κάπου στον ουράνιο θόλο, σαν κάτι που ραγίζει, κάτι που μας έκανε να γυρίσουμε το βλέμμα και να ψάξουμε. Πλησιάσαμε όπως ένας εκτιμητής τέχνης που πλησιάζει προσεκτικά έναν πίνακα για να δει αναλυτικά αν είναι αυθεντικός, και με έκπληξη διαπιστώσαμε πως μια μικρή ρωγμή είχε εμφανιστεί ανάμεσα στα αστέρια μας. Μια τόση δα μικρή ρωγμή, μια ελάχιστη ατέλεια είχε αρχίσει να απλώνεται απειλητικά στην τέλεια έναστρη νύχτα μας, έμπαζε μάλιστα και μερικές σταγόνες, τώρα νερό ήταν, θάνατος ήταν, δεν ξέραμε. Προσπαθήσαμε να μη δώσουμε σημασία, είχαμε άλλωστε ολόκληρο ουρανό, όλοι μας κοίταζαν κι έλαμπαν, δεν έκανε κακό μια τόση δα ατέλεια. Μα εγώ κατάλαβα αμέσως πως ο κύκλος πλέον έκλεινε, οι δείκτες του ρολογιού κυλούσαν επικίνδυνα γρήγορα και αντίστροφα, το ταξίδι μας άρχισε να κοπάζει και τα βήματά μου να γίνονται εξαιρετικά ήρεμα και πάλι, ενώ τα πόδια μου άρχισαν παραδόξως να γεμίζουν από το πουθενά νερό και λάσπες. Τα αστέρια πλέον δεν σπαρταρούσαν, μόνο τρεμόσβηναν, κι η ρωγμή άρχισε επικίνδυνα να μοιάζει με τις ρίζες που τόσο πολεμούσα να ξεχάσω. Λοξοκοιτάζαμε το θάνατο, δεν παίρναμε την απόφαση να τον υποτάξουμε, δεν παίρναμε την απόφαση να τον καταπιούμε. Είχαμε φτάσει μόλις στον πρώτο από τους σταθμούς που ακούγαμε πως έφτασαν κι άλλοι, κι ας νομίζαμε πως είχαμε πάει πιο μακριά, αυτός ήταν τελικά κι ο τελευταίος. Κράτησα ορθάνοιχτα τα μάτια μου τις ώρες αυτές που το τέλος του κύκλου συναντούσε την αρχή, τότε που έσβησε και το τελευταίο αστέρι που τρεμόσβηνε, κι η νύχτα αποσύρθηκε ξανά, όχι σαν σεντόνι, μα σαν σάβανο, αποκαλύπτοντας την έρημη πόλη, με τα τσιμέντα και τα κρύα πορτοκαλί φώτα, αυτή που δεν άλλαξε καθόλου τελικά από το μακρινό ταξίδι μας.
Κλείνω τα μάτια μου.
Ανοίγω τα μάτια μου.
Ο δρόμος είναι τώρα γκρίζος, βρέχει, βρέχει ακατάπαυστα, αγκαλιάζω τη βροχή, όχι δεν είναι βροχή, ο δρόμος είναι λευκός, χιόνι που λιώνει αργά έχει σκεπάσει τα πεζοδρόμια, κι εκείνο το άτιμο κορίτσι, με το κόκκινο παλτό και τον μπερέ, που κουβαλά στα χέρια της υγρά δέντρα, υγρά κίτρινα φύλλα, και μια μουσική, χτυπά ξανά και ξανά την πόρτα να της ανοίξω. Η βροχή, το χιόνι, δεν ξέρω, δεν έχει τέλος, τα σύννεφα έχουν σκεπάσει πάντως τον ουρανό, δεν ξέρω αν τα δέντρα πια με αντηχούν ή έχουν γίνει φίλοι μου, οι υγρές γωνίες πάντως είναι ακόμα εκεί για να κουρνιάζω, κι εγώ ακόμη ζαλίζω με τα λόγια μου το θεό και την πόλη.