-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Καθισμένος στη δεξιά πλευρά του λεωφορείου, ακριβώς πίσω από τον οδηγό, ανυπομονούσε να φτάσει επιτέλους στο σημείο που είχαν ορίσει να συναντηθούν με τον φίλο του, τον Π., τον οποίο δεν είχε δει για παραπάνω από μία εβδομάδα. Περίμενε και διάβαζε το βιβλίο του, που κουβαλούσε σχεδόν πάντα μαζί για να ξεπερνά τις βαρετές ώρες, όποτε αυτές προέκυπταν. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχε κιόλας νυχτώσει, κι ας ήταν μόλις επτά η ώρα και μάλιστα ακόμη καλοκαίρι, όπως έλεγαν, αφού γι αυτόν πάντοτε νύχτωνε νωρίς και το κλίμα καθόλου δεν είχε αλλάξει. Τα φώτα είχαν κιόλας σκορπίσει παντού σε ολόκληρη την πόλη, και οι άνθρωποι είτε γυρνούσαν κουρασμένοι στο σπίτι τους, μετά από μια κοπιαστική μέρα, είτε μόλις ξεκινούσαν την απογευματινή βόλτα τους, γεμίζοντας τα αστικά καφενεία και τα πεζοδρόμια. Ο νέος ανήκε στην δεύτερη ομάδα, λοιπόν, και ο τόπος της συνάντησης ήταν και για εκείνον το μικρό καφέ που βρισκόταν χωμένο σε έναν παλιό πεζόδρομο κάτω από την αρχαία συνοικία. Πήγαιναν συχνά εκεί γιατί αυτό το μικρό καφενείο λες κι ήταν ένας κόσμος από μόνο του. Με τη μικρή του τζαμαρία, από όπου μπορούσες να δεις τους περαστικούς στον πεζόδρομο, το ξύλινο πάτωμα και τα μικρά ξύλινα στρογγυλά τραπέζια, και με τα κάθε λογής αντικείμενα- φωτιστικά, παλιούς πίνακες, περιοδικά- από προηγούμενους αιώνες που κρέμονταν στους τοίχους και από την οροφή, δημιουργούσε μια αίσθηση ζεστή, μυστική, λες κι εκεί βρισκόταν το κέντρο μιας καλλιτεχνικής συμμορίας, το παρελθόν και η ρίζα ενός κινήματος, που ξεκινούσε τώρα να αλλάξει τον κόσμο με τις νεανικές αλαζονείες του.
Το βλέμμα του έπεσε στο τζάμι του λεωφορείου και παρατήρησε κάτι στην αντανάκλαση που το είχε δει και ξαναδεί πολλές φορές στους τελευταίους μήνες που είχαν περάσει. Είχε κάνει την εμφάνισή του ένα πρωινό και έκτοτε σχεδόν κάθε φορά που περνούσε μπροστά από καθρέπτη, εκείνο επαναλαμβανόταν. Στο τζάμι απέναντί του δεν έβλεπε την αντανάκλασή του, το είδωλό του, μα έβλεπε τον εαυτό του. Κοιτούσε το πρόσωπό του και καταλάβαινε πως αυτό που έβλεπε ήταν το πρόσωπο που έβλεπαν οι άλλοι επάνω του και όχι αυτό που έβλεπε πάντοτε στον καθρέπτη παλαιότερα. Έμοιαζε να έχει γίνει ο ίδιος μια αντανάκλαση. Έβλεπε τη μικρή τούφα στα μαλλιά του να πετάγεται τώρα στην αντίθετη πλευρά από ότι συνήθως και το δεξί του μάτι, το οποίο ήταν ελαφρώς πιο σχιστό από το άλλο, τώρα είχε γίνει αριστερό.
Πώς να ομολογήσει, λοιπόν, και πού κάτι τόσο παράδοξο; Ποιος θα τον πίστευε, ποιος δεν θα τον περνούσε για τρελό;
Και συνεχώς τον τελευταίο καιρό, όλα τα συναισθήματά του κι όλα εκείνα που τον κινητοποιούσαν και τον ξυπνούσαν, περιστρέφονταν γύρω από τον θυμό. Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να προσπαθεί συνέχεια να αποκρυπτογραφήσει αυτά που βρίσκονται γύρω του, αυτά που λέγονται γύρω του και αυτά που οι άνθρωποι έφτιαχναν με μεγάλα γράμματα και ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες. Ήταν πολύ κουραστικό να παλεύει να ξεχωρίζει τα πράγματα- ποιο είναι σωστό και ποιο λάθος, ποιο κανονικό και ποιο ανάποδο. Κι έτσι βυθιζόταν όλο και περισσότερο σε σκέψεις και εικασίες και συλλήψεις για το τι είναι πράγματι αυτό που συμβαίνει και ποιος ο λόγος να συμβαίνει. Πλανιόταν τόσο πολύ και τόσο συχνά στις σκέψεις που με ορμή χτυπούσαν τις πλευρές του μυαλού του, που οι δικοί του άνθρωποι έλεγαν κι αυτοί τόσο συχνά «είσαι συνέχεια στον κόσμο σου»- και μάλλον έπεφταν μέσα. Κι ο Χ. όλο κι αγανακτούσε καθώς δεν μπορούσε πουθενά να πει αυτό που τον βάραινε και επειδή, εξάλλου, όλοι φαίνονταν να βλέπουν τα πράγματα τόσο σωστά, τόσο διαφορετικά από αυτόν, που κανείς πλέον δεν έμοιαζε μαζί του, έστω για να τον καταλάβει και να τον συμπονέσει. Όταν σηκώνει κανείς ένα βαρύ φορτίο και οι άλλοι γύρω του, όχι μόνο δεν τον βοηθούν να το κουβαλήσει μα, ούτε και το βλέπουν τι περνά, τότε το πράγμα είναι τρεις φορές πιο δύσκολο. Όταν δε, δεν μπορείς να το πετάξεις από πάνω σου το βάρος, τότε είναι που γίνεται πραγματικά ασήκωτο· πρέπει να αγαπά κανείς αυτό που κουβαλά στην πλάτη του.
Κατέβηκε στη στάση και ξεκίνησε να περπατά, τυλιγμένος στη ζεστή ζακέτα του, μέχρι να φτάσει στη μικρή καφετέρια, περνώντας από τα γεμάτα κόσμο εμπορικά και από τις άδειες ακόμη και ολόφωτες ταβέρνες.
-«Που είσαι τόση ώρα;» σχεδόν του φώναξε ο φίλος του τη στιγμή που άφηνε τη ζακέτα του στην καρέκλα και καθόταν στο τραπέζι.
-«Συγγνώμη, έχεις δίκιο, αλλά άργησε το λεωφορείο. Ξέρεις πόσο τακτικοί είναι στα δρομολόγιά τους οι οδηγοί. Λοιπόν, άσε τώρα τα παράπονα- αφού ξέρεις ότι πάντα αργώ- κι έλα να παραγγείλουμε γιατί έχουμε να πούμε τα νέα μας μια ολόκληρη εβδομάδα».
Δεν ήταν όλα τα τραπέζια γεμάτα μέσα στην καφετέρια, ενώ κι εκείνα που ο ιδιοκτήτης είχε βγάλει έξω στον πεζόδρομο, είχαν αρχίσει να γεμίζουν μόνο τα τελευταία λεπτά. Σε λίγο σερβιρίστηκε ο καφές του και, αφού άναψαν και οι δύο από ένα τσιγάρο, ξεκίνησαν να συζητούν. Γνωρίζονταν από πολύ παλιά· σχεδόν από την εποχή που μπορούσαν κι οι δύο να τοποθετούν τις πρώτες τους αναμνήσεις. Η φιλία δημιουργείται ως εξής: Κάποιος τραβά αυτό που κρύβει μέσα του με δύναμη, το ξεκολλά, κι ύστερα αφού το πλάσει το κρατά μετέωρο, με τα χέρια του, μπροστά στα μάτια του άλλου, σχεδόν παραμορφωμένο. Μα αυτό δεν αρκεί. Αυτός που κοιτούσε, τώρα πρέπει να το πάρει, να το ντυθεί κι ύστερα να μιλήσει ή καλύτερα να σιωπήσει και να χαρίσει τα μάτια του και τα χέρια του στον άλλον, απέναντί του, που τώρα τον κοιτά με αγωνία. Μονάχα έτσι δένονται τα πρώτα σχοινιά. Με αυτά, λοιπόν, που οι δύο αυτοί νέοι είχαν ανταλλάξει και με τα τόσα κοινά που είχαν περάσει, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να είναι καλοί φίλοι.
Συνέχισαν για μερικές ώρες τη συζήτηση και, όταν τα καθημερινά γεγονότα της ζωής τους και τα κουτσομπολιά εξαντλήθηκαν, προχώρησαν σε πιο βαθιά και σίγουρα πιο παράξενα θέματα.
Ο Χ. δεν είχε καμία όρεξη για τέτοιες συζητήσεις αυτήν την ώρα, πόσο μάλλον όταν με δυσκολία μπορούσε να συνεννοηθεί για πράγματα απλούστερα και καθημερινά.
Όταν επέστρεψε αργότερα στο σπίτι, κάθισε για λίγη ώρα στο λιγοστό φως του μικρού καθιστικού, ανάβοντας ένα ακόμη τσιγάρο, και κράτησε μερικές σημειώσεις στο τετράδιό του πριν ξαπλώσει.
–Συνεχίζεται-