Ανάποδα [ 5 ]


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Άνοιξε την πόρτα με το δεξί του χέρι, ενώ το φως από το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας πίσω του γλίστρησε και απλώθηκε στο σκοτεινό χολ του σπιτιού του. Ένιωθε ακόμη ζαλισμένος από το αλκοόλ και τον καπνό και τα αυτιά του βούιζαν συνέχεια από τη δυνατή μουσική που έπαιζε στο πάρτι που βρισκόταν πριν. Είχαν φτάσει κιόλας- τόσο, μα τόσο, σύντομα!- τα Χριστούγεννα, και οι γιορτές και τα πάρτι έδιναν κι έπαιρναν με κάθε ευκαιρία. Ολόκληρη η πόλη ήταν στολισμένη από άκρη σε άκρη, τα μικρά φωτάκια και τα ολόφωτα γιορτινά δέντρα στα σπίτια και τις αυλές δεν έσβηναν ποτέ, και δώρα ανταλλάζονταν με μεγαλύτερη ταχύτητα και από τα λόγια.
Επρόκειτο για τη γιορτή ή την επέτειο ή κάτι τέτοιο ενός φοιτητικού συλλόγου, και την είχαν διοργανώσει σε ένα αρκετά γνωστό μπαρ, υπόγειο, στο κέντρο της πόλης. Είχε βρεθεί με μια παλιά συντροφιά, που έκανε αραιά και που παρέα, και αποφάσισαν έτσι την τελευταία στιγμή να περάσουν από εκεί και να καθίσουν, υποτίθεται, για λίγη ώρα. Ο χώρος, όταν έφτασαν, ήταν σκοτεινός και γεμάτος από κόσμο, τόσο που με το ζόρι βρήκαν μια γωνιά για να αφήσουν τα παλτά και να ακουμπήσουν τα ποτά τους. Παντού γύρω υπήρχαν κόκκινα φώτα που κρέμονταν από τους τοίχους, μερικές διάσπαρτες εικόνες και τηλεοράσεις σε τραπεζάκια που έπαιζαν, μάλλον βουβά, άγνωστες ταινίες, ενώ έξαλλοι φοιτητές χόρευαν και περνούσαν εδώ κι εκεί. Μια πολύ σωστή ξένη μουσική έπαιζε τόσο δυνατά όσο δεν πήγαινε άλλο, κι όλο κάποιος γνωστός του από τη σχολή εμφανιζόταν για να τον χαιρετήσει. Και ξεκίνησαν κι οι συζητήσεις, ξεκίνησαν και τα τσιγάρα συνοδευμένα από πολλά ποτά, που όλο ανανεώνονταν, κι ούτε που κατάλαβε πως έφτασε η ώρα να δείχνει βαθιά βαθιά μεσάνυχτα. Για την ακρίβεια ούτε ο ίδιος δεν πίστευε ότι μπόρεσε και γύρισε στο σπίτι με τόση ζάλη· πάντως κάτι τέτοιο το χρειαζόταν, ειδικά αυτή την περίοδο, αφού είχε μάλιστα καιρό να παρευρεθεί σε μια τέτοια εκδήλωση. Ούτως ή άλλως στη σχολή του δεν πατούσε και ιδιαίτερα για να ενημερώνεται καν για αυτά.


Κλείνοντας την πόρτα πίσω του άνοιξε το φως του χολ, πράγμα ιδιαίτερα εκνευριστικό όταν είναι κανείς ζαλισμένος και κουρασμένος να τον χτυπά ένα τόσο δυνατό φως κατευθείαν στα μάτια, και κοίταξε το ρολόι του τοίχου που έδειχνε σχεδόν ξημερώματα. Άθλια εφεύρεση κι αυτή του ανθρώπου, αφού από τη μία σου προδίδει πολλές φορές ώρες που δεν ταιριάζουν καθόλου στη διάθεσή σου κι από την άλλη είναι λες και μετράει αντίστροφα, το καταραμένο, τα δευτερόλεπτα που σου απομένουν, με αυτόν τον κουραστικό ήχο. Γρήγορα γρήγορα έβγαλε το παλτό του και κάθισε λίγο στο σαλόνι, με το μικρό επιτραπέζιο φωτιστικό, για να κάνει ένα τελευταίο τσιγάρο, μέσα σε απόλυτη βραδινή ησυχία.
Είχε κάτι το γοητευτικό αυτή η ώρα, κάτι που μαρτυρούσε πως όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι βουβός και κοιμισμένος, χαμένος μέσα σε εικόνες που κανείς δεν έμαθε αν τελικά υπάρχουν, ενώ εκείνος είχε ακόμη τη συνείδησή του και έμοιαζε σαν να έπραττε κάτι το σημαντικό ή μάλλον κάτι το μυστικιστικό. Κι ακόμη πιο απολαυστική είναι η ησυχία που επικρατεί παντού, σαν να κοιμάται και ο ήχος, γιατί σε λίγες ώρες θα ξυπνήσει και θα γεμίσει όλον τον τόπο με την παρουσία του και τη βαβούρα του. Την ώρα αυτή το μόνο που ακούγεται είναι το χαρτάκι που καίγεται και το φύσημα του καπνού.
Ένας ακόμη λόγος ήταν ότι τέτοιες ώρες δεν έχουν την δυνατότητα να γεννηθούν τα «είσαι εντάξει;» και τα «φαίνεσαι μπερδεμένος», που ακόμη τον ταλαιπωρούσαν και τον έκαναν να αισθάνεται τόσο άβολα. Γιατί αυτό το πράγμα, αυτή η ασθένεια που τον είχε βρει ξαφνικά, καθόλου δεν είχε υποχωρήσει, ούτε τόσο δα, αλλά αντίθετα κρατούσε ακόμη τη δύναμή της και εμφανιζόταν συνεχώς και με διαφορετικούς τρόπους. Κι εκείνος δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να κρατά την ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που συνέβαινε στο μυαλό του και σε αυτό που φαινόταν να συμβαίνει έξω από αυτόν, παλεύοντας μάλιστα διαρκώς να μη δείξει κανένα σημάδι πως κάτι πηγαίνει στραβά. Πολύ πολύ στραβά.


Αφού ηρέμησε, έσβησε τα φώτα και προχώρησε προς το μπάνιο για να ετοιμαστεί πριν ξαπλώσει. Έπλυνε λίγο το πρόσωπό του, σκεπτόμενος τι πρόγραμμα θα ακολουθήσει μετά τις λίγες ώρες που του απέμεναν για να κοιμηθεί. Σήκωσε το κεφάλι του από τον νιπτήρα και άρπαξε την πετσέτα για να σκουπίσει το πρόσωπό του, όταν κοίταξε απέναντί του τον καθρέπτη και έμεινε εκεί να κοιτάζει έκπληκτος αυτό που συνέβαινε. Ήταν ό,τι τρομακτικότερο είχε βιώσει, τουλάχιστον μέχρι τότε, ίσως από τα τρομακτικότερα πράγματα που μπορούσε να βιώσει οποιοσδήποτε άνθρωπος στον κόσμο. Στον καθρέπτη που κοίταζε απέναντί του δεν βρισκόταν κανένα πρόσωπο, κανένα είδωλο, ούτε κάποιο σώμα. Κοίταξε, ξανακοίταξε, κινήθηκε εδώ κι εκεί, όμως ο καθρέπτης απέναντί του επέμενε να μην δείχνει τίποτα άλλο, πέρα από την αντανάκλαση του μπάνιου, όπως πάντα. Τινάχτηκε πίσω και αναρίγησε, κι ύστερα αργά αργά, όπως συνήθως, το αίσθημα του πανικού ξεκίνησε να ανεβαίνει στο στήθος του και να θρονιάζεται εκεί λίγο πιο δίπλα από την καρδιά του. Ήταν λες και κάποιος τον είχε διαγράψει, σαν να μην υπήρχε, σαν να μην ήταν μέρος του κόσμου που ζούσε. Ήταν δυνατόν να είχε ζαλιστεί τόσο ώστε να είχε παραισθήσεις ; Υπήρχε περίπτωση να βρίσκεται σε όνειρο και, φυσικά, να μην το είχε καταλάβει; Κοίταξε το χέρι του και έπειτα τσίμπησε τον βραχίονά του δυνατά, όμως τίποτα δεν συνέβη. Αυτό το πράγμα, ό,τι κι αν ήταν, ήταν αληθινό. Ανοιγόκλεινε και γούρλωνε τα μάτια του συνέχεια, το αίμα του θαρρείς είχε μετακομίσει όλο στο κεφάλι του, γιατί ο πανικός όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα δυνάμωνε. Η πετσέτα που κρατούσε έπεσε από το χέρι του και τρεκλίζοντας προσπάθησε να κινηθεί προς την πόρτα του μπάνιου· στηρίχτηκε στην κάσα της πόρτας ενώ με το άλλο χέρι του κρατούσε το υπερβολικά ζαλισμένο και μπερδεμένο κεφάλι του. Θυμήθηκε σε διάστημα μιας στιγμής όλες αυτές τις παράξενες ιστορίες που είχε ακούσει κατά καιρούς για διάφορα αφύσικα φαινόμενα που συνέβαιναν σε ανθρώπους γύρω του και τώρα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κι ο ίδιος έγινε ήρωας μιας τέτοιας ιστορίας.
Αδύνατον. Αδύνατον να σηκώσει ξανά αυτό το βάρος μόνος του, ειδικά τώρα που αυτό είχε μεγαλώσει τόσο πολύ και τόσο ξαφνικά. Αδύνατον ήταν, κυρίως, αυτό που μόλις συνέβαινε. Στηριγμένος ακόμη στην πόρτα έριξε μια πλαϊνή ματιά μακριά στον νιπτήρα και τον καθρέφτη από πάνω του, με την ιδέα να γυρίζει στο μυαλό του ότι μπορούσε να πάει και να το εξετάσει ξανά, να βεβαιωθεί ότι τίποτα δεν συνέβαινε και ότι όλα αυτά τα είχε φανταστεί από το πολύ αλκοόλ και τη βραδινή ζάλη. Μα η πιθανότητα και μόνο ότι το είδωλό του δεν θα βρίσκεται πάλι εκεί και ότι αυτό που ζούσε δεν ξέφευγε από την πραγματικότητα, διάλυσε την ιδέα αυτή στο κεφάλι του.
Στην απόφαση της στιγμής και στην ιδέα ότι δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει αυτά που του συνέβαιναν, έφτασε με βιαστικό βήμα στην πόρτα, άρπαξε ξανά το παλτό του και πετάχτηκε έξω στον δρόμο. Είχε αποφασίσει να πάει στο σπίτι του φίλου του, που δεν ήταν πολύ μακριά από το δικό του, καθώς ήταν βέβαιος ότι δεν θα κοιμόταν ακόμη, και να του πει εκείνα τα παράξενα πράγματα που του συνέβαιναν όλον αυτόν τον καιρό. Δεν είχε ιδέα αν θα τον πίστευε ή όχι, αν θα τον περνούσε για τρελό, ότι έχασε ξαφνικά το μυαλό του ή ότι κάτι σωστό θα είχε κατεβάσει πιο πριν. Το μόνο που σκεφτόταν τώρα ήταν ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε πλέον να μην το μοιραστεί με κανέναν. Και πολύ είχε αργήσει.


Το ολοσκότεινο χρώμα του ουρανού δεν είχε ακόμη μαλακώσει καθόλου και το κρύο έμοιαζε να μπορεί να κόψει το δέρμα. Στον δρόμο, που φωτιζόταν από αυτά τα μελαγχολικά πορτοκαλί φώτα που κρέμονταν από πάνω του, δεν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά μόνο τον δικό του πανικόβλητο, γρήγορο βήμα. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο κενό όσο προχωρούσε και σκεφτόταν τι λόγια θα χρησιμοποιούσε, τι αντίδραση να περίμενε. Είχε χάσει τη μπάλα. Μιλούσε σχεδόν δυνατά κάνοντας υπολογισμούς: πόσα ποτά ήπια; Πόσα τσιγάρα έκανα; Τόσα αλλά κάπνισα και στο σπίτι πριν άλλα τόσα. Δεν σκεφτόταν πως έπρεπε να προσέχει για να μην φαίνεται ότι μιλάει μόνος του.
Το βαρύ κρύο άρχισε να τον τυλίγει και χτυπούσε το πρόσωπό του, σαν φρέσκο νερό, οπότε κι αυτός άρχισε σταδιακά να ηρεμεί, να διώχνει τον πανικό και να προσπαθεί να σκέφτεται καθαρότερα.
Κι αν το είχε φανταστεί; Ήταν καθόλου δυνατόν να στέκεται μπροστά από τον καθρέπτη και να μην εμφανίζεται το είδωλό του; Είναι κι αυτός ο καθρέπτης υποκειμενικό πράγμα. Μα να μην δείχνει και καθόλου είδωλο, τότε κάτι πάει στραβά.
Χωρίς καν να το καταλάβει είχε ήδη φτάσει έξω από την πόρτα του σπιτιού του Π. Κοντοστάθηκε πολλή ώρα και καμιά δυο φορές έκανε κίνηση να φύγει προς τα πίσω. Μα μια οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του για όλον αυτόν τον χρόνο και τα περίεργα που γίνονταν, μια που κάποια στιγμή έριξε μια ματιά στο τζάμι του αυτοκινήτου που περνούσε από δίπλα του και δεν είδε κανένα είδωλο πάλι, χωρίς άλλα πολλά αποφάσισε να μπει στο σπίτι και να τα ομολογήσει όλα στον καλό του φίλο, που σίγουρα θα τον καταλάβαινε και, ενδεχομένως σε μια καλή περίπτωση, θα τον βοηθούσε κιόλας.

«Νωρίς νωρίς. Έλα πέρασε. Τι έπαθες τέτοια ώρα;» του είπε συνοφρυωμένος ο Π. μόλις άνοιξε την πόρτα.
«Έχω να σου πω.»
«Να αγχωθώ, είναι κάτι σοβαρό;»
«Τι να σου πω, ούτε κι εγώ ξέρω. Έλα να καθίσουμε και θα τα πούμε.»
Ο χώρος ήταν σκοτεινός, με μόνο μια μικρή λάμπα να καίει στο γραφείο και ένα φωτιστικό με θαμπό φως στο έπιπλο της γωνίας. Μπροστά από το παράθυρο βρισκόταν στολισμένο ένα χριστουγεννιάτικο έλατο με τα λαμπάκια του μονίμως αναμμένα. Μικρά φωτάκια ήταν κρεμασμένα και στον τοίχο πάνω από τον καναπέ, μόνο που εκείνα κάθε τόσο αναβόσβηναν.
«Πώς ήταν το πάρτι;» ρώτησε ο φίλος του.
«Καλό ήταν. Ξέρεις τώρα πώς είναι τα φοιτητικά τα πάρτι. Οι μισοί χόρευαν μπετωμένοι, άλλοι ξερνούσαν από το πιόμα εδώ κι εκεί, κι οι άλλοι άραζαν ή χαμουρεύονταν», του απάντησε γελώντας. Ένιωσε αμέσως μια χαλάρωση, σαν να μην υπήρχε ιδιαίτερος λόγος που βρισκόταν εκεί.
»Σοβαρά πάντως καλό ήταν. Είχε ατμόσφαιρα, περάσαμε καλά. Εσύ τι έκανες;»
«Αα τίποτα το ιδιαίτερο. Εδώ προσπαθούσα να τελειώσω μια εργασία που έχω και μετά άκουσα μουσική. Τι θες να σου φέρω από μέσα να πιεις;»
«Τίποτα λίγο νερό μόνο. Ή αν έχεις λίγο χυμό λεμόνι».
Καθώς ο Π. πήγαινε στην κουζίνα και στο δωμάτιο έπεσε σιωπή, ο Χαρακτήρας ένιωσε το άγχος και τον προβληματισμό του να αναγεννιούνται και να επιστρέφουν για να του θυμίσουν εκείνα που ήθελε να ομολογήσει.
«Τι έγινε, λοιπόν, για πες» του είπε ο φίλος του καθώς επέστρεφε με τα ποτήρια. Κάθισε απέναντί του και τον κοιτούσε συνοφρυωμένος καθώς καταλάβαινε πως πάσχιζε να βρει τα λόγια, ή πως προσπαθούσε να σπάσει εκείνο το αόρατο φράγμα μπροστά από το στόμα του, για να εκφράσει κάτι που τον απασχολούσε πολύ.
«Δεν έχω ιδέα πώς να στο πω. Δεν ξέρω, βασικά, τι να σου πρωτοπώ. Δεν ξέρω καν αν είναι πραγματικότητα ή αν είναι όνειρο. Είναι ένα βάσανο, μαρτύριο και πλέον έχει φτάσει σε βαθμό που δεν μπορώ να το ελέγξω. Απλώς δεν ξέρω πώς να στο πω.»
Έκανε μια παύση και με τον κόμπο που ανέβηκε στο λαιμό του ανέβηκαν και τα λόγια για να πει απλά το μυστικό που έκρυβε.
«Τον τελευταίο καιρό βλέπω τα πράγματα ανάποδα», είπε μετά από κάποια ώρα σιωπής. Ένα αχνό χαμόγελο άγνοιας και αφέλειας φάνηκε στα χείλη του φίλου του. Έτσι του έκανε νόημα να συνεχίσει για να καταλάβει.
«Θέλω να πω..»
«Πώς εννοείς ότι τα βλέπεις ανάποδα; Πιστεύεις ότι είναι διαφορετικά; Γιατί αυτό δεν είναι τόσο τρομερό.»
«Δεν πιστεύω απλώς ότι είναι διαφορετικά. Είναι. Βλέπω τα πράγματα στραβά, μπλεγμένα ή τελείως ανάποδα. Σε βλέπω δεν καταλαβαίνεις τίποτα οπότε άσε με να σου εξηγήσω. Ξεκίνησε πριν κάμποσο καιρό, ξαφνικά, με το να μου φαίνονται τα γράμματα μπλεγμένα ή οι ονομασίες διαφορετικές. Δεν ξεχώριζα καλά καλά τι γράφει κάθε ταμπέλα. Πίστεψα πως ήταν κάποια δυσκολία, κάποια δυσλειτουργία που θα περνούσε, μα καιρό με τον καιρό αυτό το πράγμα χειροτέρευσε. Άρχισα να βλέπω τα χρώματα διαφορετικά, το κόκκινο για πράσινο και τα άλλα, έβλεπα το δεξί για αριστερό, την ανηφόρα για κατηφόρα.»
Όσο μιλούσε παρατηρούσε τα μάτια του φίλου του που όλο και μεγάλωναν και τα χείλη του που όλο και σοβάρευαν και άφηναν ένα χαμένο και μπερδεμένο ύφος στο πρόσωπό του.
» Καλοκαίρι εγώ δεν είδα καθόλου. Δεν έφτασε ποτέ ο ήλιος και η ζέστη και τα λουλούδια, και οι μυρωδιές της θάλασσας, του αντηλιακού που έρχονται με τους περαστικούς. Από εκείνη τη μέρα που συνέβη αυτό, μια βαριά συννεφιά έχει κουκουλώσει τον ουρανό και ένα κρύο την ατμόσφαιρα και δεν έχει φύγει ούτε λίγο όλους αυτούς τους μήνες. Οι επιγραφές αλλάζουν ονόματα, δυσκολεύομαι να ακολουθήσω και τα πιο καθημερινά πράγματα. Και απόψε το πράγμα έγινε τουλάχιστον τρομακτικό.»
«Κάτσε. Πώς γίνεται αυτό; Γιατί το κράτησες τόσο καιρό; Πες μου τι έγινε απόψε.»
Ακόμη μια σιγή πλημμύρισε το δωμάτιο. Το πορτοκαλί φως από την εξωτερική λάμπα που γλιστρούσε τόσην ώρα από τα ανοίγματα της γρίλιας στο παράθυρο, τώρα μπλεκόταν με τα πρώτα χρώματα του πρωινού. Και οι ήχοι από τα πρωινά τραγούδια των πουλιών και το αγουροξύπνημα της πόλης άρχισαν σιγά σιγά να εμφανίζονται έξω.
«Από καιρό, εκτός όλων των άλλων, είχα αρχίσει να κοιτάζω την αντανάκλασή μου στον καθρέφτη και να μην την βλέπω όπως πριν. Έβλεπα τα χαρακτηριστικά μου ανάποδα, όπως με κοιτάζεις εσύ τώρα. Μα απόψε ακόμη κι αυτό πήγε ένα βήμα παραπέρα. Όταν γύρισα από το πάρτι, στο οποίο δεν σου κρύβω ότι κατέβασα κάμποσα ποτήρια, και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου δεν είδα καμία αντανάκλαση. Καταλαβαίνεις; Στεκόμουν ακριβώς μπροστά του κι ο καθρέφτης έδειχνε μόνο τον τοίχο πίσω μου!», είπε με υψωμένο τον τόνο της φωνής του από την ένταση που ένιωθε. Τα μάτια του φίλου του τώρα ήταν σχεδόν άσπρα από την έκπληξη για αυτό που άκουγε.
«Πώς γίνεται αυτό; Πώς είναι καν δυνατόν;» ρώτησε, ή μάλλον μονολόγησε σχεδόν ψιθυριστά, ο Π.
«Έλα μου ντε. Αυτό σου λέω, έχω χάσει κάθε ίχνος λογικής κι εγώ.»
Τρίτη σιωπή, βαρύτερη αυτή τη φορά, αφού κι οι δύο προσπαθούσαν τώρα να αφομοιώσουν αυτά που είχαν μόλις ειπωθεί. Δεν υπήρχε πλέον τρόπος να συγκαλύψει κάτι, να γυρίσει στην προηγούμενη κατάσταση όπου τα πάντα υπήρχαν, τουλάχιστον σίγουρα, μόνο στο μυαλό του. Από τη στιγμή που κάτι φεύγει από το στόμα και συζητιέται, αποκτά υπόσταση και τουλάχιστον μία επιπλέον όψη και επιρροή. Τώρα ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνέβαινε, υπήρχε.
«Εντάξει, λοιπόν,» είπε σπάζοντας τη σιγή ο φίλος του, «απόψε, μια φορά, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Θα ηρεμήσουμε, θα κοιμηθούμε και όταν ξυπνήσουμε με το καλό θα πάμε σε κάποιον γιατρό να μας πει τι γίνεται και τι μπορούμε να κάνουμε. Σίγουρα δεν θα είσαι ο μοναδικός άνθρωπος στη γη που το παθαίνει. Πήγαινε τώρα, ξεκουράσου, και αύριο θα αποφασίσουμε τι θα κάνουμε.»

Συνεχίζεται-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s