-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το, θρυλικό πλέον, «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα», δημοσιεύει ένα μυθιστόρημα που επιβεβαίωνε το γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης προς το πρόσωπό του: είναι πλέον μεγάλος, έχει δώσει ό,τι ήταν δυνατόν να δώσει, είναι ένας μέθυσος και μισός, και δεν μπορεί να παράξει σημαντική, πια, λογοτεχνία. Ωστόσο, το 1952 εκδίδεται μια νουβέλα, με το όνομα «Ο Γέρος και η Θάλασσα», 127 σελίδες που θα του χαρίσουν την παγκόσμια αποδοχή και ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1954. Συγγραφέας της ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.

Βιογραφία
Γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου του 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλινόις κοντά στο Σικάγο, το δεύτερο παιδί της οικογένειας, ανάμεσα σε τέσσερεις αδελφές και έναν αδελφό. Είχε έντονη θρησκευτική ανατροφή και η περιοχή στην οποία μεγάλωσε ήταν μια πόλη συντηρητική, όπως αναφέρει ο ίδιος αργότερα, με «ανοιχτές αυλές και κλειστά μυαλά». Η οικογένειά του περνούσε επίσης πολύ χρόνο σε ένα εξοχικό που είχε στο βόρειο Μίσιγκαν, όπου ο μικρός Έρνεστ έμαθε να κυνηγά, να ψαρεύει και να αγαπά την εξοχή.
Κατά τα μαθητικά του χρόνια στο γυμνάσιο, στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονταν τόσο τα φιλολογικά μαθήματα όσο και το μποξ και το φούτμπολ, ενώ εκείνη την περίοδο ξεκινά να συντάσσει τα πρώτα του άρθρα για τα σχολικά έντυπα Trapeze και Tabula. Αποφάσισε να μην συνεχίσει τη σχολική σταδιοδρομία του σε κάποιο κολέγιο και έτσι έπιασε δουλειά σαν δημοσιογράφος, σε μια εφημερίδα ονόματι The Kansas City Star, το 1917, όπου όμως έμεινε μονάχα για έξι μήνες. Σύμφωνα με τον ίδιο, η σύντομη αυτή εμπειρία του στην εφημερίδα, τον δίδαξε τους καλύτερους συγγραφικούς τρόπους, εννοώντας τις δημοσιογραφικές οδηγίες για μικρές προτάσεις και παραγράφους και ξεκάθαρη γραφή: «Στην Star ήσουν αναγκασμένος να μάθεις να γράφεις απλή και ξεκάθαρη πρόταση. Αυτό είναι χρήσιμο στον καθέναν. Η δουλειά της εφημερίδας δεν θα βλάψει έναν νέο συγγραφέα και θα μπορούσε μάλιστα να τον βοηθήσει, αν φύγει από αυτήν εγκαίρως».

Προς το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε ηλικία 18 ετών, μετά από προτροπή του πατέρα του, προσπαθεί να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό για να συμμετάσχει, όμως αποτυγχάνει, πιθανώς εξαιτίας ενός προβλήματος όρασης που είχε. Δεν παραιτείται, ωστόσο, και τελικά τον Απρίλιο του 1918 μεταβαίνει στο ιταλικό μέτωπο σαν εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με τη φρίκη και τη θηριωδία του πολέμου και, λίγο καιρό μετά την άφιξή του, αποφεύγει τον θάνατο από καθαρή τύχη, όταν ένας Ιταλός στρατιώτης που βρισκόταν μπροστά του λειτούργησε σαν ασπίδα στα θραύσματα του όλμου που εκσφενδονίστηκαν προς το μέρος τους. Βαριά τραυματισμένος νοσηλεύεται σε νοσοκομείο του Μιλάνου και μετά το τέλος του πολέμου παρασημοφορείται από το ιταλικό κράτος για τον ανδρισμό του. Όλες αυτές οι εμπειρίες, σε συνδυασμό με το ανεκπλήρωτο ρομαντικό ειδύλλιο που ανέπτυξε στο νοσοκομείο με την εθελόντρια Άγκνες φον Κουρόφσκι, αποτέλεσαν τη βάση για το κατοπινό αριστούργημά του «Αποχαιρετισμός στα όπλα».
Μετά το τέλος του πολέμου, επανέρχεται στις Η.Π.Α και πιάνει δουλειά σαν δημοσιογράφος και ανταποκριτής στην εφημερίδα Toronto Star Weekly, ενώ μετά από ένα χρόνο παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο Χάντλυ Ρίτσαρντσον, με την οποία θα ζήσουν για λίγο καιρό στο Παρίσι. Εκεί ο Έρνεστ έρχεται σε επαφή αρχικά με τη Γερτρούδη Στάιν, η οποία θα τον γνωρίσει με πολλούς λογοτέχνες της λεγόμενης «Χαμένης γενιάς» των αμερικανών που ζούσαν στο Παρίσι, όπως τον Φιτζέραλντ, τον Έζρα Πάουντ και τον Τζαίημς Τζόυς, ή καλλιτέχνες της γενιάς του όπως τον Πικάσο.

Το 1927 παίρνει διαζύγιο από την Ρίτσαρντσον και προχωρά στον δεύτερό του γάμο με την Πωλίν Φάιφερ, μαζί με την οποία μετακόμισαν στο Κη Γουέστ της Φλόριντα. Η τοποθεσία αυτή θα αποτελέσει τη σταθερή βάση του Χέμινγουεϊ για αρκετά χρόνια μέχρι που το 1937 αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ισπανία, ως ανταποκριτής του εμφυλίου που μαινόταν στη χώρα. Δραστηριοποιείται επίσης με ομάδες εθελοντών που βοηθούσαν τις δημοκρατικές δυνάμεις και αρθρογραφεί ακατάπαυστα υπέρ της διατήρησης της δημοκρατίας. Είναι εκείνη την περίοδο που θα πάρει το δεύτερο διαζύγιο το 1940, και θα προχωρήσει στον τρίτο του γάμο αμέσως με την Μάρθα Γκέλχορν, την οποία γνώρισε επίσης ως ανταποκρίτρια στην Ισπανία.
Αγοράζει αμέσως μετά το πρώτο του σπίτι, τη βίλα Finca Vigia, στην Αβάνα της Κούβας, η οποία θα αποτελέσει πλέον τη βάση του μέχρι και το τέλος της ζωής του. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά την ένταξη των Ηνωμένων Πολιτειών, ταξιδεύει στην Ευρώπη, το 1944, για να καλύψει τον πόλεμο δημοσιογραφικά. Από εκεί θα επιστρέψει τον Μάρτιο του 1946, έχοντας πάρει ένα ακόμη διαζύγιο και έχοντας παντρευτεί –για τελευταία φορά- τη δημοσιογράφο Μαίρη Γουέλς.

Τις περιόδους που δεν έγραφε, ο Χέμινγουεϊ απασχολούσε τον εαυτό του κυνηγώντας την περιπέτεια: σαφάρι στην Αφρική, ταυρομαχίες στην Ισπανία, ψάρεμα βυθού στη Φλόριντα. Σε ένα από τα ταξίδια που έκανε στην Αφρική αργότερα, ενεπλάκη σε δύο αεροπορικά ατυχήματα τα οποία του δημιούργησαν βαρείς τραυματισμούς, τέτοιους που δεν κατάφερε να παρευρεθεί καν στην απονομή του Νόμπελ λογοτεχνίας που κέρδισε στις 28 Οκτωβρίου 1954. Τα επόμενα χρόνια βυθίζεται στην κατάθλιψη και στην κατάχρηση αλκοόλ, ενώ διάφορα προβλήματα υγείας που είχε του στερούσαν τη δυνατότητα να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο. Παρόλα αυτά καταφέρνει να γράψει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Μία κινητή γιορτή», το οποίο όμως δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του. Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1960 αναγκάζεται να φύγει από την Κούβα και να μετακομίσει στο Αϊντάχο, στην πόλη Κέτσαμ, όπου θα νοσηλευτεί λόγω της κατάθλιψης και της παράνοιάς του. Εκεί υποβάλλεται σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ, που επιδεινώνουν κι άλλο την κατάστασή του, προκαλώντας του μάλιστα και απώλεια μνήμης. Τελικά, αυτοκτονεί στις 2 Ιουλίου του 1961 πυροβολώντας το κεφάλι του με κυνηγετικό όπλο, λίγες μέρες πριν να κλείσει τα 62 του χρόνια.

Τα πρώτα βήματα
Ο Χέμινγουεϊ ολοκλήρωσε το πρώτο του βιβλίο το 1923, το «Τρία διηγήματα και δέκα ποιήματα», το οποίο εξέδωσε στο Παρίσι ο Ρόμπερτ Μακάλμον. Μετά από συστάσεις του Πάουντ, διηγήματά του δημοσιεύτηκαν επίσης στο λογοτεχνικό περιοδικό Transatlantic Review. Από το 1925 έως το 1929 γράφει μια σειρά έργων που τον καθιέρωσαν σαν σημαντικό λογοτέχνη, όπως η συλλογή διηγημάτων «Στον καιρό μας», το «Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά», η συλλογή «Άνδρες χωρίς γυναίκες» και το θρυλικό «Αποχαιρετισμός στα όπλα». Το τελευταίο, που δημοσιεύτηκε το 1929, αποτέλεσε σημαντική εμπορική επιτυχία και ήταν το έργο που του χάρισε επίσης σημαντική αναγνώριση.
Η λατρεία του για τις ταυρομαχίες έρχεται και συνοψίζεται στο βιβλίο «Θάνατος στο απομεσήμερο», που εκδόθηκε το 1932 και πραγματεύεται τόσο τις εγκυκλοπαιδικές όσο και τις πιο βαθιές, μεταφυσικές διαστάσεις των ταυρομαχιών. Από την άλλη, η αγάπη του για την περιπέτεια και το σαφάρι εμφανίζεται μέσα από το μυθιστόρημα «Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής», βιβλίο που εκδόθηκε το 1935 και βασίστηκε στο τρίμηνο σαφάρι που είχε κάνει στην Αφρική το 1933. Τα βιώματα που απέκτησε στην Ισπανία, όταν βρέθηκε εκεί ανταποκριτής για τον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει, καθώς και η γνωριμία του με το ζευγάρι Ρόμπερτ και Μάριον Μέρριμαν, οι οποίοι έπεσαν πολεμώντας, θα αποτελέσουν την έμπνευσή του για το επόμενο μεγάλο έργο του, το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Το βιβλίο ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1940 στην Κούβα και όταν εκδόθηκε γνώρισε μεγάλη εμπορική και κριτική αποδοχή, ενώ σήμερα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα τόσο του Χέμινγουεϊ όσο και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ρουτίνα
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, ο Χέμινγουεϊ σηκωνόταν νωρίς, μεταξύ 5:30 και 6:00, ξυπνώντας από το πρώτο φως της ημέρας. Αυτό συνέβαινε ακόμα κι όταν το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει πίνοντας. […] Σε μια συνέντευξή του, το 1958 στο Paris Review, ο Χέμινγουεϊ εξηγούσε τη σημασία αυτών των πρωινών ωρών:
«Όταν δουλεύω ένα βιβλίο ή μια ιστορία, γράφω κάθε πρωί όσο πιο νωρίς μπορώ, μετά την ανατολή του ηλίου. Δεν υπάρχει κανείς να σε ενοχλήσει, και κάνει δροσιά ή κρύο, και ζεσταίνεσαι σταδιακά καθώς γράφεις. Διαβάζεις ό,τι έχεις γράψει και, καθώς σταματάς πάντα όταν ξέρεις τι θα γίνει μετά, συνεχίζεις από εκεί. Γράφεις μέχρι να φτάσεις σε ένα σημείο όπου ακόμα έχει ζουμί και ξέρεις τι θα γίνει μετά. Εκεί σταματάς προσπαθώντας να το βιώσεις μέχρι την επόμενη μέρα που θα το ξαναπιάσεις. Ας πούμε ότι ξεκινάς στις έξι το πρωί και συνεχίζεις μέχρι το μεσημέρι ή μπορεί και να έχεις τελειώσει πρωτύτερα. Όταν σταματάς, είσαι τόσο άδειος και ταυτόχρονα ποτέ άδειος, μα γεμάτος, όπως όταν έχεις κάνει έρωτα με κάποιον που αγαπάς. Τίποτα δεν μπορεί να σε πληγώσει, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί, τίποτα δεν σημαίνει κάτι, μέχρι την επόμενη μέρα που θα το ξανακάνεις. Αυτήν την αναμονή μέχρι την επόμενη μέρα είναι δύσκολο να φέρεις σε πέρας.»
Αντίθετα με τη φήμη, ο Χέμινγουεϊ δεν άρχιζε κάθε του συγγραφή ξύνοντας είκοσι μολύβια νούμερο δύο. «Δεν νομίζω ότι είχα ποτέ είκοσι μολύβια ταυτόχρονα», δήλωσε στο Paris Review – είχε όμως κι αυτός τη μερίδα του στις συγγραφικές ιδιοτροπίες. Έγραφε όρθιος, χρησιμοποιώντας ένα ράφι στο ύψος του στήθους του, που είχε πάνω μια γραφομηχανή, και, πάνω από αυτό, μια ξύλινη πλάκα ανάγνωσης. Τα πρώτα σχεδιάσματα συνθέτονταν με μολύβι, πάνω σε χαρτί γραφομηχανής φτιαγμένο από φλούδα κρεμμυδιού, τοποθετημένο λοξά πάνω στην πλάκα. Όταν η δουλειά πήγαινε καλά, ο Χέμινγουεϊ αφαιρούσε την πλάκα και έγραφε στην γραφομηχανή. Σημείωνε την καθημερινή του παραγωγή λέξεων σε ένα διάγραμμα – «για να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου», έλεγε. Όταν το γράψιμο δεν πήγαινε καλά, συχνά άφηνε κατά μέρος τη λογοτεχνία και απαντούσε σε επιστολές, οι οποίες του χάριζαν ένα ευχάριστο διάλειμμα από «τη φρικτή ευθύνη του γραψίματος» ή, όπως την αποκαλούσε ορισμένες φορές, «την ευθύνη του φρικτού γραψίματος».
–Από το βιβλίο Η τέχνη της ρουτίνας, του Mason Currey

Αναγνώριση και κληρονομιά
Μια ολόκληρη δεκαετία μετά το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», ο Χέμινγουεϊ εκδίδει το μυθιστόρημα «Πέρα από το ποτάμι και μέσα στα δέντρα», μια μεταπολεμική ρομαντική ιστορία στη Βενετία, που έλαβε όμως κακή υποδοχή από κριτικούς και κοινό. Την περίοδο εκείνη είχε αναπτυχθεί μια γενικότερη τάση αμφισβήτησης του συγγραφέα ότι μπορεί να εξακολουθήσει να γράφει σημαντικά βιβλία. Δύο χρόνια αργότερα, όμως, ο Έρνεστ κατέρριψε όλο αυτό το κλίμα με τη δημοσίευση της νουβέλας του «Ο Γέρος και η Θάλασσα», που δημοσιεύθηκε αρχικά στο περιοδικό Life και εκδόθηκε το 1952. Το έργο έγινε δεκτό με πολύ θερμά σχόλια και τελικά ήταν αυτό που οδήγησε στη βράβευση του Χέμινγουεϊ με Πούλιτζερ το 1953 και Νόμπελ το 1954.
Άφησε πίσω του ένα εντυπωσιακό σύνολο έργων και ένα μοναδικό στυλ που εξακολουθεί να επηρεάζει τους απανταχού συγγραφείς μέχρι και σήμερα. Όταν ρωτήθηκε από τον Τζωρτζ Πλίμπτον για τη λειτουργία της τέχνης του, ο Χέμινγουεϊ αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά ο μάστορας της ‘μιας κι αληθινής πρότασης’: «Από πράγματα που έχουν συμβεί και από πράγματα τα οποία υπάρχουν και από όλα τα πράγματα που γνωρίζεις και όλα εκείνα που δεν μπορείς να γνωρίζεις, φτιάχνεις κάτι μέσω της δημιουργίας σου που δεν είναι μια αναπαράσταση αλλά ένα εξ’ ολοκλήρου καινούργιο πράγμα, περισσότερο αληθινό από οτιδήποτε αληθινό και ζωντανό, και το κάνεις ζωντανό, και αν το κάνεις αρκετά καλά, του χαρίζεις αθανασία».

#4 φράσεις του Έρνεστ που επιλέγει η {στίξη}:
«Η ευτυχία στους έξυπνους ανθρώπους είναι το πιο σπάνιο πράγμα που γνωρίζω.»
«Η πρώτη απόπειρα σε οτιδήποτε είναι σκατά.»
«Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να γράψεις μια αληθινή πρόταση. Γράψε την πιο αληθινή πρόταση που γνωρίζεις.»
«Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις αν μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον είναι να τον εμπιστευτείς.»

#4 περιστατικά από τη ζωή του Χέμινγουεϊ που πιθανόν να μη γνώριζες
Κάποτε ο Σκ.Φιτζέραλντ του εξομολογήθηκε ότι η γυναίκα του, Ζέλντα, τον κορόιδευε για τον ανδρισμό του, δηλώνοντας πως δεν θα μπορούσε ποτέ να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Ο Χέμινγουεϊ προσφέρθηκε να ερευνήσει το ζήτημα, έτσι πήγε με τον ίδιο τον Φιτζέραλντ στην τουαλέτα ενός εστιατορίου, για να εξετάσει το αμφισβητούμενο όργανο. Τελικά, τον διαβεβαίωσε πως η φυσική του «ικανότητα» ήταν απολύτως φυσιολογικού μεγέθους και πρότεινε στον Φ. να τσεκάρει επίσης μερικά γυμνά αγάλματα στο Λούβρο για επιβεβαίωση.
Η πιο διάσημη, ίσως, σύντομη ιστορία του κόσμου που του αποδίδεται, φαίνεται πως τελικά δεν προήλθε από τον ίδιο. Ο θρύλος λέει πως ένα βράδυ, ενώ έπινε, ο Χέμινγουεϊ στοιχημάτισε με μερικούς φίλους ότι θα μπορούσε να γράψει μια ολόκληρη ιστορία σε έξι μόλις λέξεις. Όταν όλοι στοιχημάτισαν ένα ποσό, ο ίδιος πήρε μια χαρτοπετσέτα και έγραψε τις λέξεις «Προς πώληση: παιδικά παπούτσια, τελείως αφόρετα». Αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί, τότε σίγουρα κέρδισε το στοίχημα, όμως δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι αυτό συνέβη. Κάποιες εφημερίδες είχαν τυπώσει εκδοχές αυτής της μικρής ιστορίας στη δεκαετία του 1910, χωρίς να τις αποδίδουν στον Χέμινγουεϊ, και δεν υπάρχει κάποια σύνδεση της φράσης με εκείνον μέχρι το 1991, τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατό του.
Κάθε φορά που έπαιρνε διαζύγιο, άφηνε πίσω του μια αφιέρωση σε κάποιο βιβλίο. Έτσι, τα «Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά», «Θάνατος στο απομεσήμερο», «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» και «Πέρα από το ποτάμι και μέσα στα δέντρα», όλα τους αφιερώθηκαν κατά σειρά σε κάθε μια γυναίκα που είχε υπάρξει σύζυγός του.
Στο σπίτι του στην Φλόριντα υπάρχει ένα ουρητήριο που είχε μετατρέψει σε συντριβάνι. Το αντικείμενο προερχόταν από ένα τοπικό μπαρ, που ο συγγραφέας είχε κάνει στέκι, και όταν εκείνο ήταν σε φάση ανακαίνισης ο Χέμινγουεϊ ξήλωσε ένα ουρητήριο σαν αναμνηστικό, λέγοντας ότι είχε ήδη χύσει αρκετά λεφτά σε αυτό ώστε να μπορεί να το κάνει.

*Προτεινόμενο βιβλίο: Ο Γέρος και η Θάλασσα
*Προτεινόμενη ταινία: Έρωτας στα χρόνια του πολέμου

Πηγές: Biography | Wikipedia
-Φωτογραφίες από Pinterest–