Ανάποδα [ 13 ]


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Είχε επιστρέψει στις παλιές του συνήθειες και έμπαινε για άλλη μια φορά στο τελευταίο βραδινό λεωφορείο, όταν άρχισε ασυναίσθητα να σκέφτεται τους μήνες που είχαν περάσει. Στην αρχή, όταν πλέον είχε αποδεχτεί και παραδοθεί σε αυτό που είχε εμφανιστεί τόσο ξαφνικά, οι αλλαγές συνέβαιναν ταχύτατα. Οι τοίχοι του σπιτιού του και όλα τα έπιπλα και τα αντικείμενα είχαν, για παράδειγμα, αλλάξει πλευρά, σαν κάποιος να είχε τοποθετήσει κάπου έναν τεράστιο καθρέφτη, κι αυτός να ζούσε μέσα στην αντανάκλαση του σπιτιού του. Κι εκτός από αυτά, καταλάβαινε πως πλέον δεν ήταν ο εαυτός του. Ο εαυτός του που θα κλεινόταν στο καβούκι του, που θα τα έβρισκε με τους γονείς του και τους φίλους του, που δεν θα τολμούσε. Είχε γυρίσει ανάποδα κι ο ίδιος λοιπόν; Είχε χάσει την ταυτότητά του; Είχε προχωρήσει τόσο πολύ αυτή η αλλαγή που δεν μπορούσε πλέον να ξεκαθαρίσει τι βρίσκεται μέσα στον ίδιο;
Πάντως, όλο αυτό δεν τον τρομοκρατούσε πια, αντίθετα τον είχε κυριεύσει μια ακατανίκητη περιέργεια. Δεν τρόμαζε, καταρχάς, διότι το είδωλό του παρέμενε σταθερό στον καθρέφτη. Όσο κι αν άλλαζαν τα πράγματα γύρω του, όταν κοιτούσε έναν καθρέφτη έβλεπε την αντανάκλασή του να τον κοιτάζει κι εκείνη σταθερά. Διασκέδαζε μάλιστα ιδιαίτερα να παρατηρεί εκείνα τα κυρτά κάτοπτρα που υπάρχουν στον δρόμο για να βοηθούν τους οδηγούς. Ήταν μια πιστή αναπαράσταση του κόσμου του, όπου όλα γύρω ήταν κυρτά, ανάποδα αλλά αυτός που κοιτούσε τον καθρέπτη παρέμενε σταθερός στο κέντρο του. Του άρεσε που υπήρχε μια υπενθύμιση στον κόσμο, κάτι που μπορούσαν να δουν κι οι άλλοι, για το πώς έβλεπε ο ίδιος τα πράγματα, ταυτόχρονα όμως τον μπέρδευε. Ποια ήταν η αντανάκλαση; Ποιος ήταν το υποκείμενο και ποιος ο παρατηρούμενος; Όλη αυτή η περιέργειά του τον κατέτρωγε, τον έκανε να θέλει να μάθει περισσότερα.
Αυτό δημιουργούσε μια παράξενη αντίδραση στον νεαρό φίλο του. Στην αρχή ο Χ. δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο, μα κάθε φορά που προσπαθούσε να προχωρήσει παραπέρα, κάθε φορά που επιχειρούσε να ανακαλύψει ένα νόημα ο Φ. του απαντούσε: «Δεν νομίζω ότι είμαι έτοιμος να τελειώσει ο χειμώνας.» Έτσι έμοιαζε να κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του και σχεδόν να μη δίνει καν σημασία σε ό,τι του έλεγε ο Χ. Μάταια ο Χ. του έλεγε ξανά και ξανά πως θα έπρεπε να προχωρήσουν με αυτό και να διαγράψουν εκείνους που τους προκαλούσαν πληγές και ανήκαν πλέον στο παρελθόν τους. Όλα έμοιαζαν να πέφτουν στο κενό. Ο Φ. κλεινόταν μέρες και μέρες στο σπίτι του χωρίς να του μιλάει με μόνη παρέα τους ανθρώπους που γνώριζε από καιρό, που ήξεραν για το παράδοξο χαρακτηριστικό του. Άλλωστε εκείνοι γνώριζαν πως δεν μπορούσε να ζήσει σε αυτόν τον κόσμο, πως ήθελε ειδική φροντίδα γιατί ήταν καταραμένος.


Οι συναντήσεις τους, έτσι, αραίωναν και αραίωναν ώσπου τελικά σταμάτησαν. Ο Χ. σε πολλές περιπτώσεις δεν ήξερε πώς να νιώσει για αυτό. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν ενοχλημένος ή αν έπρεπε να νιώθει ενοχλημένος με αυτή τη συμπεριφορά. Δεν ήξερε αν παρέμεναν δύο στενοί φίλοι ή αν κι αυτό το σώμα είχε πλέον πεθάνει κι αυτός απλώς προσπαθούσε να μείνει μέσα σε ερείπια.
Έτσι ο Χ. είχε πλέον μείνει εντελώς μόνος  του. Για να μη χάσει το μυαλό του μέσα σε αυτόν τον ανάποδο κόσμο που ζούσε είχε αρχίσει να αναπτύσσει μερικές τεχνικές, για να κρατάει τα πατήματά του. Καθόταν, λοιπόν, και υπολόγιζε ορισμένα πράγματα: πόσα τραγούδια είχε ακούσει από τη λίστα του όσο διάβαζε το βιβλίο του; Εικοσιδύο αλλά προσπέρασε και περίπου 6 οπότε θα πρέπει να είχε ακούσει καθαρά 16 τραγούδια. Ή πόσες ταμπέλες είχε συναντήσει στο δρόμο του, σε πόσα λεπτά- ακριβώς- είχε κάνει τη διαδρομή του; Έβαζε τα πράγματα κάτω και τα σκεφτόταν, ώστε τουλάχιστον μερικά σημεία μέσα στην καθημερινότητά του να είναι αδιαμφισβήτητα. Είχε αναπτύξει μάλιστα και τη συνήθεια να μουρμουράει, να ψιθυρίζει στον εαυτό του όλους αυτούς τους υπολογισμούς, ώστε να είναι βέβαιος ότι όντως τα έχει καταγράψει, ότι μέσα του είχε επιβεβαιώσει ορισμένες στιγμές της καθημερινότητάς του. Δεν του έμενε και άλλη επιλογή όταν όλα γύρω  του ήταν τόσο λοξά.
Όμως, παρά τις προσπάθειές του, δεν έπαυε να νιώθει τη στιγμή εύθραυστη μέσα στα χέρια του. Πράγματι ορισμένες φορές αισθανόταν πως κρατούσε όντως τις στιγμές της ζωής του ανάμεσα στα χέρια του, αλλά ήταν ραγισμένες, εύθραυστες, έτσι με την παραμικρή κίνηση, το ελάχιστο παράπτωμα, θα μπορούσαν να διαλυθούν σε κομμάτια και να καταρρεύσουν στο δρόμο. Λες κι όλες του οι προσπάθειες επικεντρώνονταν στο να διατηρήσουν αυτή την ισορροπία, για να μη  καταρρεύσει μέσα του η στιγμή και μαζί της όλο αυτό το οικοδόμημα που προσπαθούσε να χτίσει τόσο καιρό, κάνοντας τα στραβά μάτια σε ότι του φώναζε το αντίθετο στο μυαλό του. Η αλήθεια είναι ότι θα αρκούσε ένα μικρό γεγονός, μια λέξη από κάποιον τυχαίο, μια κίνηση, ένα βλέμμα σε μια συνάντηση, ώστε να βυθιστεί ξανά σε σκέψεις και αμφιβολίες. Και όσο πεισματικά κι αν τα αγνοούσε, αυτά τα μικρά περιστατικά δεν έλειπαν.
Είχε αρχίσει να παρατηρεί τις παράξενες  συμπεριφορές που είχαν απέναντί του οι άνθρωποι γύρω του στο δρόμο. Τα πρωινά δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά. Μόλις ξυπνούσε, έτρωγε κάτι κι αμέσως έπαιρνε τους δρόμους. Σπάνια, όμως, μιλούσε με κάποιον και όταν αυτό του συνέβαινε, αυτός ο «κάποιος» συνήθως του απευθυνόταν με κάποια συμπάθεια, με κάποια σημεία οίκτου. Το πιο συχνό πάντως – και αν ρωτούσαμε τον ίδιο, το καλύτερο- ήταν όταν τον απέφευγαν εντελώς. Πολλοί κυριολεκτικά παραμέριζαν στο δρόμο για να περάσει κι αυτός τους έριχνε κλεφτές ματιές για να διαπιστώσει ότι είχαν όλοι την ίδια σχεδόν έκφραση: αυτή της αμηχανίας και του φόβου. Δεν ήταν λίγες οι φορές, μάλιστα, που άκουσε να λένε δίπλα του ψιθυριστά: «Μην ασχολείσαι, άστον, αυτός είναι τρελός».
Τις περισσότερες φορές αυτό δεν τον ενοχλούσε- χαμογελούσε κρυφά κιόλας σκεφτόμενος το μυαλό των ανθρώπων γύρω του. Την επόμενη στιγμή, όμως, θα τύχαινε να συναντήσει κάποια παρέα, μια συντροφιά που θα γελούσε και θα αγκαλιαζόταν και τότε τα δάκρυα έφταναν να πηδήξουν από τα μάτια του κι αυτός τα κρατούσε κλειστά για να μην κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Τα μεσημέρια έπεφτε στο κρεβάτι του κι έσφιγγε με δύναμη καθώς έκλαιγε το πάπλωμα στο πρόσωπό του. Το απόγευμα συνερχόταν.

Μέσα σε όλα αυτά είχε βρει ήδη μια πρόχειρη δουλειά για να συντηρείται, καθώς τα λεφτά των γονιών του δεν ήταν πλέον διαθέσιμα. Βασικά δεν ήταν πλέον διαθέσιμη καμία επικοινωνία μαζί τους, αφού εκείνοι είχαν αποφασίσει πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν για να σώσουν ό,τι ήταν δυνατό, ήταν να παριστάνουν ότι δεν έχουν παιδί. Για να ειπωθεί, βέβαια, ολόκληρη η αλήθεια, η μητέρα του, σε μια ενεργή προσπάθεια επιβεβαίωσης του στερεοτύπου του ρόλου της, τον βοηθούσε κρυφά στέλνοντάς του μερικά χρήματα σαν βοήθημα, αρνούμενη ωστόσο να επεκτείνει αυτόν το δίαυλο επικοινωνίας σε οτιδήποτε πιο ουσιώδες.
Η δουλειά που είχε βρει τον ικανοποιούσε αρκετά. Αρχικά ήταν απλή: το μόνο που είχε να κάνει ως καθήκον ήταν να εμφανίζεται στο κατάστημα της αλυσίδας καφέ που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του το βράδυ, όταν έκλεινε, και να καθαρίζει τον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο. Ήταν επίσης κάτι που απαιτούσε την ελάχιστη πιθανή συναναστροφή με ανθρώπους. Οι μόνοι που έβλεπε ήταν οι τελευταίοι υπάλληλοι της βραδινής βάρδιας, οι οποίοι προφανώς και δεν είχαν ιδιαίτερη όρεξη για ψιλή κουβέντα, άντε και κάποιος περαστικός που θα έβγαζε βόλτα το κατοικίδιό του. Έβαζε, έτσι, τα ακουστικά του, έκανε τη δουλειά του, κλείδωνε και έφευγε. Το σημαντικότερο από όλα ήταν ότι αυτή η δουλειά, αν μη τι άλλο, ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την επίτευξη των στόχων και των ονείρων του. Βέβαια.

Όλα αυτά είχαν πάψει, όμως, πλέον να έχουν σημασία. Δεν κυνηγούσε τίποτα, δεν επεδίωκε κανέναν στόχο, δεν θα εκπλήρωνε κανένα όνειρο. Όλα έχαναν, αργά και μεθοδικά, χωρίς μεγάλα λόγια, μεγάλα γεγονότα, μεγάλες ανατροπές, όλα έχαναν το νόημά τους. Το σπίτι του ήταν άδειο, το σπίτι του ήταν άδειο. Καθόταν πολλές φορές στην ησυχία και προσπαθούσε να καταλάβει τι σκατά χρησιμότητα είχαν όλα αυτά τα έπιπλα, ο τρόπος που τα είχε στήσει για να είναι όμορφα, όλες αυτές οι αφίσες και οι πίνακες στους τοίχους, αφού ο μόνος που τα έβλεπε ήταν πια αυτός και τα είχε προ πολλού βαρεθεί. Το μόνο τρίξιμο που άκουγε από το ξύλινο πάτωμά του ήταν από τα δικά του βήματα. Ο καναπές που ήταν τριθέσιος, το κρεβάτι που ήταν διπλό δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις θέσεις τους. Όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα να μοιράζεται κανείς τον κόσμο του, όταν οι μόνοι διάλογοι που γίνονται είναι αυτοί που βρίσκονται μέσα σε ένα κεφάλι, τότε το αύριο, το σήμερα, το πάντα είναι φρικτό. Όταν μιλάς συνέχεια σε έναν τοίχο, σε λίγο ο τοίχος σε νικάει.
Έπειτα, είχε πλέον σταματήσει να γράφει. Είχαν περάσει μήνες από τότε που είχε γράψει κάτι τελευταία φορά στο τετράδιό του. Δεν υπήρχε η ανάγκη να εκφραστεί όταν η εξομολόγηση ήταν ακατανόητη και απρόσιτη για οποιονδήποτε άλλον. Τουλάχιστον, η δουλειά αυτή του είχε αποκαλύψει κάτι που, ήταν βέβαιος γι’ αυτό, ανακάλυπταν ταυτόχρονα χιλιάδες άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο: ότι η δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά, απλώς αποσπά το μυαλό και τις σκέψεις για μερικές ώρες. Για τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα δεν έφταιγε αυτό το «μη παραγωγικός» που σκεφτόταν παλιότερα. Η συγκέντρωση σε μια εργασία εγκαθίσταται με ορμή και βία στο κέντρο του μυαλού και παραμερίζει τις υπόλοιπες σκέψεις, τις σπρώχνει στο πίσω μέρος του κεφαλιού και τις κλείνει σε σιδερένια κλουβιά, μέχρι που αυτές, ροκανίζοντας αργά αργά τα κάγκελα των φυλακών τους, απελευθερώνονται ξανά και διεκδικούν τη θέση τους φωναχτά. Αυτό που του προσέφερε εκείνη η δουλειά ήταν η κούραση, η άρνηση, ένα μαστίγιο για να μπορεί να τρομάζει τις σκέψεις του και τα αισθήματά του και να τα σπρώχνει ξανά πίσω στα κλουβιά τους.

Μην έχοντας, λοιπόν, και πολλά άλλα να κάνει, το μόνο που απολάμβανε συνέχεια ήταν να περπατά. Έβγαινε ακόμη και τα απογεύματα, πριν την ώρα που έπρεπε να εμφανιστεί στο κατάστημα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και ο κόσμος λες και βυθιζόταν ξαφνικά σε μια απραξία, σε μια νιρβάνα, όπου όλα είναι αργά και ήρεμα, όπως στον πάτο ενός βυθού. Αυτές τις ώρες λάτρευε να παρατηρεί τα μικρά διαμερίσματα στις πολυκατοικίες, που μόλις άναβαν τα πρώτα φώτα τους και ξεχώριζαν, πορτοκαλί και κίτρινα αυτά, μέσα στο μπλε που κατάπινε την πόλη. Εκείνες τις στιγμές, αν το παρατηρούμενο διαμέρισμα ήταν κοντά στον δρόμο ή τέλος πάντων προσιτό με ακρίβεια στα μάτια του, προσπαθούσε να διακρίνει κάποιο πρόσωπο μέσα του, να μαντέψει τις συνήθειές του, αν είχε παρέα ή αν ήταν μόνο, να πλάσει τη ζωή και τις σκέψεις του, να υποθέσει τι ακριβώς έκανε ή τι έλεγε ή τι σκεφτόταν εκείνες τις ώρες, ακόμα και να φαντασιωθεί την υπόλοιπη καθημερινότητά του ή ότι γνωριζόταν μαζί του και προσπαθούσε να εντάξει και τον εαυτό του σε αυτό το κάδρο που είχε μπροστά του: τι θα έλεγαν, τι σχέση  θα είχαν, πώς θα γελούσαν μαζί, πώς μπορεί να αγκαλιάζονταν ή να κάθονταν στον καναπέ ή να μιλούσαν για τις ζωές τους, σε ποιο σημείο του σπιτιού θα βρισκόταν ο ίδιος όταν εκείνη η κοπέλα κατέβαζε τις γρίλιες μέχρι τη μέση της πόρτας για να μην φαίνεται εντελώς το φωτισμένο πλέον σπίτι στο δρόμο;
Οι καλύτεροι περίπατοι, όμως, ήταν εκείνοι που αποφάσιζε να κάνει μετά την δουλειά. Δεν το επέλεγε πάντα, κάθε βράδυ, αλλά όταν το έκανε ένιωθε μια έξαψη, μια δόση ελευθερίας και ότι «κάτι γίνεται». Η πόλη το βράδυ ήταν ανεξήγητα έρημη και ήσυχη. Μετατρεπόταν, σαν χαρακτήρας παραμυθιού, σε μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη, ή ένα ήσυχο βραδινό μοτέλ. Μπορούσες αμέσως να καταλάβεις ποιοι έμεναν μόνοι, ποιοι βρίσκονταν έξω γιατί δεν μπορούσαν απλά να πάνε στο σπίτι, ποιοι βρίσκονταν εκεί για διασκέδαση και τουρισμό, ποιοι είχαν παρατηθεί και ποιοι επέστρεφαν με βήμα ταχύ στο μικρό δωμάτιό τους για να δουν εκείνον που τους περιμένει ή για να κάνουν έρωτα. Αν, λοιπόν, η πόλη ήταν αυτές τις ώρες σαν ένα μικρό μοτέλ στην άκρη του δρόμου, τότε αυτός ήταν σίγουρα εκείνος ο τύπος που κάθεται στο μπαρ της εισόδου και πίνει το ποτό του μόνος, λοξοκοιτάζοντας κάθε νεοφερμένο ή περαστικό και χωρίς να έχει το θάρρος να μιλήσει στον μπάρμαν, που κάθεται επιδεικτικά μπροστά του, τον κοιτάζει και καθαρίζει τον πάγκο και τα ποτήρια. Περπατούσε κυρίως στους μεγάλους δρόμους της πόλης γιατί ήταν εντυπωσιακή η διαφορά τους με την ημέρα. Τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα και το μόνο που ακουγόταν ήταν ένας υπόκωφος ήχος, σαν βοή, που μαρτυρούσε ότι η πόλη ήταν πράγματι ζωντανή και ανέπνεε. Τις ώρες αυτές απλώς η αναπνοή της ήταν ήρεμη, οι σκέψεις της λίγες και μάλλον κάπνιζε το τελευταίο της τσιγάρο πριν κοιμηθεί ή έκανε τις τελευταίες αναλαμπές της ημέρας της πριν κλείσει τα μάτια της. Ο Χ., όταν κουραζόταν, καθόταν στο πεζούλι κάποιας πολυκατοικίας ή κάποιου γραφείου που σε λίγες ώρες θα έσφυζε από ζωή και βήματα, και παρατηρούσε γύρω του τα πορτοκαλί φώτα που κρέμονταν πάνω από το δρόμο, κάποιον σκυφτό περαστικό ή την αντανάκλαση του φωτός των διερχόμενων αυτοκινήτων στο δρόμο. Τότε άναβε τσιγάρο και προσπαθούσε να θυμηθεί πότε ήταν οι τελευταίες φορές που έκανε αυτό και που είχε αυτές τις εικόνες, αλλά η κατάστασή του ήταν ολοκληρωτικά διαφορετική. Μια συγκεκριμένη προβολή ταινίας ήταν προγραμματισμένη στο  κεφάλι του για αυτές τις στιγμές, που έπαιζε όμως ξανά και ξανά την ίδια ταινία, με αναφορές και σκηνές από τα χρόνια που ήταν πολύ μικρός, από τα χρόνια που τα βήματά του συνοδεύονταν από άλλα δίπλα του, από στιγμές που  τα χέρια του δεν ήταν άδεια και κρύα. Τώρα, όταν προχωρούσε τόσο αργά μέσα στην πόλη, τα μόνα βήματα που ακούγονταν ήταν τα δικά του, μέσα στην όλη ησυχία και η μόνη πηγή θερμότητας ήταν το εκάστοτε τσιγάρο.

Κάποια φορά η νυχτερινή του εξόρμηση τον έφερε μπροστά σε ένα κάπως παράδοξο γεγονός. Περπατούσε σε έναν κεντρικό δρόμο της πόλης όταν, περνώντας από ένα κάθετο στενό, παρατήρησε έντονα φώτα και κάτι σαν επιδαπέδιες επιγραφές που φωτίζονταν με ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Όλο το υπόλοιπο στενό και οι πολυκατοικίες που υψώνονταν στα πλαϊνά του ήταν βυθισμένα εντελώς στο σκοτάδι. Πλησίασε και ανακάλυψε πως επρόκειτο για μια έκθεση, μια παρουσίαση ενός έργου κάποιου, άγνωστου σε αυτόν, ντόπιου καλλιτέχνη. Εξωτερικά δεν ήταν κάτι το εντυπωσιακό, υπήρχε μόνο ένας μεγάλος κυβικός χώρος, κάτι σαν μικρό κοντέινερ, όπου ο Χ. υπέθετε ότι στεγαζόταν το καλλιτέχνημα. Έξω από αυτό βρισκόταν μόνο ένας άνδρας, καθισμένος και τυλιγμένος στο μπουφάν του, που ήταν προφανώς υπεύθυνος για τα εισιτήρια και την επίβλεψη των επισκεπτών, καθώς και κάποιες λωρίδες που υποτίθεται πως θα οριοθετούσαν την ουρά των ανθρώπων που θα έρχονταν να το επισκεφτούν. Τώρα, όμως, ο χώρος ήταν έρημος. Κανείς επισκέπτης δεν βρισκόταν εκεί αν και, όπως κατάλαβε ο Χ., η έκθεση ήταν ανοικτή όλο το εικοσιτετράωρο. Ήταν κάτι μοναδικό να έχεις στην αποκλειστική διάθεσή σου ένα αξιοθέατο, ένα έργο τέχνης, χωρίς τις ουρές και τους ανθρώπους που βγάζουν φωτογραφίες συνέχεια, χωρίς τις φωνές και τα σπρωξίματα και την αναμονή. Ήταν λες και το έργο είχε φτιαχτεί αποκλειστικά για αυτόν, λες και ο καλλιτέχνης ήταν φίλος του και είχε δημιουργήσει κάτι για να το μοιραστεί μόνο με αυτόν, μέσα στην ησυχία και τη νύχτα, όπως ταιριάζει σε κάθε εξομολόγηση. Υπάρχει γενικά μια απίστευτη γοητεία στα μέρη εκείνα που κανονικά σφύζουν από ζωή και φασαρία, μέσα στη μέρα, όταν τα συναντήσει κανείς έρημα και σκοτεινά. Για παράδειγμα ένα σχολείο, ή ένα γήπεδο ή ένα λεωφορείο με σβηστά φώτα που κάνει το γύρο της πόλης αργά το βράδυ. Τότε αυτά τα μέρη φαίνονται σαν να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, γδύνονται και αρχίζουν να αφηγούνται ιστορίες και να προβάλλουν εικόνες πάνω τους, ακόμα και αναμνήσεις που δεν υπήρξαν ποτέ, σαν να είναι η μοναδική εκείνη στιγμή που μπορούν να πουν κάτι που δεν θα έλεγαν σε καμία άλλη περίπτωση και καμία άλλη ώρα. Είναι σαν να αποκαλύπτουν κάθε κρυφή πτυχή του σώματός τους που βρίσκεται πίσω από τη βιτρίνα και μόνο σε έναν μάρτυρα που ποτέ δεν θα μπορέσει να το μοιραστεί ακριβώς με κάποιον άλλον.
Ο Χ., λοιπόν, πλησίασε με κάποιο δισταγμό και ρώτησε τον άντρα που βρισκόταν απ’ έξω αν μπορούσε να επισκεφτεί το χώρο. Εκείνος του απάντησε πως όντως μπορούσε, του έκοψε ένα μηδενικό εισιτήριο- να τα καλά του να είσαι φοιτητής- και παραμέρισε βαριεστημένα μια βαριά κόκκινη κουρτίνα που κάλυπτε την είσοδο του έργου, πάνω από την οποία αναγραφόταν και το όνομά του: «Η ανθρώπινη κοινωνία». Ο νεαρός μπήκε μέσα και άρχισε να κοιτά λαίμαργα τον χώρο. Ήταν ιδιαίτερα μικρός, για την ακρίβεια ένας μόνο επισκέπτης μπορούσε να χωρέσει κάθε φορά. Υπήρχαν κάπου ψηλά στις γωνίες μικρά ατμοσφαιρικά φώτα, όμως δεν υπήρχε σχεδόν κανένα άλλο αντικείμενο μέσα γιατί ο σχεδιασμός του ήταν πολύ απλός. Όλο το εσωτερικό του κύβου ήταν επενδυμένο με καθρέφτες, στους τοίχους, στο πάτωμα, στο ταβάνι, έτσι ώστε μόλις ο επισκέπτης έμπαινε μέσα δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο παρά μόνο άπειρες εκδοχές του εαυτού του να κάνουν τις κινήσεις που έκανε και ο ίδιος. Όπου κι αν γύριζε έβλεπε τον εαυτό του να τον κοιτάζει και να αντιγράφει την παραμικρή κίνηση που τολμούσε να κάνει. Κοιτάζοντας το έργο αυτό, ο Χ. επιτέλους κατάλαβε.

Συνεχίζεται-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s