-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Ο χειμώνας δεν τελείωσε. Του ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι όλα αυτά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν κύκλο. Μόνο που σε αυτόν τον κύκλο οι εποχές δεν εναλλάσσονταν σταθερά, η άνοιξη και το καλοκαίρι ήταν άγνωστο πότε και αν θα φτάσουν, ο χειμώνας ήταν σταθερά εκεί μαζί του. Κάθε μεσημέρι που έπεφτε λίγο για να κοιμηθεί, το παρελθόν χτυπούσε σιγανά την πόρτα του δωματίου του με ύπουλα, μαλακά χτυπήματα. Κάθε βράδυ τα χτυπήματα αυτά γίνονταν βίαια, το παρελθόν βροντούσε και τράνταζε την πόρτα με μανία και επιμονή μέχρι να του ανοίξει, μέχρι να κουραστεί να κραδαίνει το μαστίγιο και να το αγνοεί. Ήταν αδιαμφισβήτητο ότι ο ήλιος που γεννήθηκε κάποτε, μέσα σε στόματα και δόντια φιλικά, μέσα σε νύχτες που ένα κεφάλι ακουμπούσε στον ώμο του και ένα βαθούλωμα υπήρχε στην δίπλα θέση στο κρεβάτι του, μέσα σε ένα σπίτι που δεν είχε τοίχους και δοκάρια, αλλά δέρμα και φωνές που αντηχούσαν συχνά το όνομά του, αυτός ο ήλιος δεν θα ξαναγεννιόταν. Ήταν ο μόνος που γεννήθηκε ποτέ. Τώρα, μια λάμπα ηλεκτρική φώτιζε το δωμάτιό του και έπαιζε ένα παιχνίδι, προβάλλοντας σκιές πάνω στον τοίχο του που κάποτε ήταν σάρκες, αντηχώντας έναν αντίλαλο μπερδεμένων φωνών που κάποτε ακούγονταν ολοκάθαρα στα αυτιά του.
Πότε είχε καταλήξει εδώ; Ποιο ήταν το χρονικό εκείνο σημείο, εκείνη η στιγμή με όλη την σημασία της λέξης, αυτή που σηματοδοτεί κι αυτή που στιγματίζει, που είχε καθορίσει την άφιξή του εδώ; Κάποιες φορές σκεφτόταν έντονα πως θα ήθελε να έχει μια χρονομηχανή, όχι για να πάει αιώνες πίσω, όχι για να γνωρίσει πρόσωπα σημαντικά και στιγμές μεγάλες της ιστορίας, αλλά μόνο για να επιστρέψει λίγα χρόνια πίσω, να μπει ήσυχα ένα βράδυ στο δωμάτιο του τότε εαυτού του και να του αποκαλύψει όλα όσα πρόκειται να έρθουν, όλα όσα ήταν εκείνος τώρα, να του αποκαλύψει την εκδοχή του εαυτού του που θα ακολουθούσε. Θα περνούσε με ευχαρίστηση κάθε κόπο μόνο και μόνο για να δει την έκφραση εκείνη που θα αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του, στα μάτια του, όταν θα του παρουσιαζόταν με κάθε λεπτομέρεια μπροστά του το μέλλον που ερχόταν.
Είχε όμως αποφασίσει ότι θα παρέμενε αμετανόητα στον κόσμο του. Είχε αποφασίσει ότι θα περπατά στο ταβάνι, ότι τα γράμματα θα είναι πάντα μπερδεμένα και ότι το λεωφορείο θα μπλέκει τους αριθμούς του κάθε μέρα. Δεν έπαψε πάντως κι ο ίδιος αναζητά τους καθρέφτες. Κάθε βράδυ αργά, όταν περπατά στην πόλη, ακόμη σταματά όποτε βρίσκει κάποιον, στέκεται μπροστά του και κοιτάζει μέσα του, προσπαθώντας να καταλάβει. Και εκεί παραμένει·
• • •
Τ Ε Λ Ο Σ