Σκηνές από το 2011


-στα λόγια ο Παντελής Αδαμίδης

(επιθεωρησιακά κείμενα.)

Επαρχία, χειμώνας. Κοντά στη Λάρισα.

Ένα πιάτο μ’ ένα μισοφαγωμένο σνίτσελ. Δίπλα, το τασάκι· τσιγάρα που τ’ άφησε στη μέση. Κάφτρες που πατήθηκαν και σκόρπισαν. Βρέχει απόψε. Στο σαλόνι ο πατέρας καλυμμένος μέχρι το πρόσωπο με μάλλινη κουβέρτα. Ακούγεται η τηλεόραση, ανακοινώνεται υπηρεσιακή κυβέρνηση τεχνοκρατών. Η μάνα πλένει το πιατομάνι. Ο Κομνηνός καπνίζει άλλο ένα στη κουζίνα. Καπνίζει νευρικά. Φαντάζεται το αίμα του∙ ένα πολυδαίδαλο δίκτυο να αυλακώνει όλο του το σώμα, αρτηρίες και φλέβες. Τον εξιτάρει. Οι παλμοί, πρωτόγονοι ρυθμοί αφρικανικών τυμπάνων! Ναι, αυτό είναι! Αίμα που σφυροκοπά αχτιδωτά τα αγγεία!  Getting that Beat, pal! It’s all about time.

*

Σκούντηξε τον Κομνηνό όπως είχε αφαιρεθεί κοιτώντας τις κούρσες στο δρόμο. Έβρεχε πολύ. Οι οδηγοί, μόλις ανοιγόταν χώρος, ανέβαζαν ταχύτητα. Κι απ’ τις δυο πλευρές του δρόμου, αντιπροσωπείες αγροτικών αυτοκινήτων. Λίγο πιο κάτω, μόλις που φαινόταν το φαρμακείο.  Νερό κυλούσε παντού. Νερό που γυάλιζε, μαύρο στη νύχτα· έλουζε το κράσπεδο, τη γλίτσα απ’ το πεζοδρόμιο. Ο Κομνηνός τον κοίταξε ενοχλημένος. Ήθελε ν’ αφαιρεθεί. Τι ζόρι τράβαγε; Ο Τζόννυ ήθελε να του μιλήσει. Επιστρατεύοντας ένα δήθεν σοβαρό ύφος, χαμήλωνε τη φωνή σαν να επρόκειτο να αποκαλύψει τη σκευωρία του αιώνος(!) Αδυνατούσε ο κακόμοιρος να καταλάβει ότι οι άθλιες ιστορίες του γίνονταν άπλα ανυπόφορες μ’ αυτόν το γελοίο τρόπο.  Τα χνώτα του μύριζαν τσιγάρο και κρεμμύδι. Θα ‘χε να πλύνει τα δόντια του κάνα δυο μέρες. Ο Κομνηνός ηδονιζόταν να σκέφτεται ότι τον σπάει στο ξύλο, ότι του πετάει έξω μ’ ένα καλό άσσο τα κατακίτρινα, βρώμικα δόντια του, ότι τον κάνει να το βουλώσει επιτέλους. Μάταια. Θα τον άκουγε σαν κάθε άλλη φορά.

— Είδα το μπρελόκ του καθώς πήγαινε στο αμάξι, ξέρεις, έξω από το γυμναστήριο. Πάντως, σίδερο ο πούστης, και δε παίρνει και φάρμακo· τουλάχιστον έτσι λέει.

— Λέγε, ρε μαλάκα, τι είχε το μπρελόκ;

— Κρατούσε μιαν αρμαθιά με διάφορα κλειδιά, αλλά το μπρελόκ είχε πάνω το «πουλί»…

— Ποιο πουλί;

— Το πουλί της Χούντας, βρε μαλάκα! Το φοίνικα με το στρατιώτη…

— Ε, δε φαινόταν; Αφού μια φορά που του ‘χες μιλήσει, δε σου ‘λεγε κάτι κουλά για  τους λαθρομετανάστες, το Σώρρα και τα λέιζερ των αρχαίων Ελλήνων. Τι άλλο θέλεις…

Κοιταχτήκαν, σώπασαν. Ένα απότομο σίρισμα ρόδας· τι έγινε; Τίποτα. Ο ήχος έσβησε στιγμιαία. Τώρα, έμειναν μόνο τα λούκια να γουγλουκίζουν∙ τα παρατηρούσες εύκολα. Κι έμειναν σιωπηλοί.

Γύρω, τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Οι σκοτεινές προσόψεις, η μια δίπλα στην άλλη, έκρυβαν τον σιτοβολώνα. Του μύριζε όμως το στάρι, τα λιπάσματα. Ήταν από τη βροχή; Δεν έχει σημασία. Θυμόταν όμως… Θυμόταν∙ τα καλοκαίρια που θερίζανε. Θυμόταν∙ η μυρωδιά των χόρτων, τα φρύγανα και τα πουρνάρια. Το κρώξιμο των πουλιών πάνω στα πεύκα… Πεντακάθαρος ο ουρανός μέσα στη ζέστη. Και κόρωνε, κόρωνε η δίψα… Τρεχαλητό, γέλια, παιχνίδια. Αντηχούσαν οι φωνές τους μέσα στον κάμπο….Έτρεχαν, αυτός κι αδελφός του, σαν τρελά. Πάνω-κάτω τον χωματόδρομο. Και πάνω κάτω, πάνω κάτω…Θυμόταν…Ο κατακόκκινος ήλιος να βυθίζεται, το μούχρωμα…Κι έτρεχε κι έτρεχε… ξυπόλητος και ιδρωμένος… Σαν βράδιαζε, ο πατέρας και η μάνα έρχονταν ήρεμοι, γελαστοί. Το σπίτι ήταν ανοιχτό. Έτρωγαν όλοι μαζί στη βεράντα. Η ώρα περνούσε∙ γιατί; Ήθελε κι άλλο, κι άλλο… Το βράδυ ένα αεράκι δρόσιζε το δωμάτιο∙ κάναν τον σταυρό τους κι αποκοιμιόνταν. Ήθελε όμως κι άλλο, κι άλλο∙ να ξύπναγε και να ‘ταν χθες∙ και να ‘ταν τότε∙ κι άλλη μια φορά, άλλη μια φορά…

Ο δρόμος ερήμωσε.

   

Ο κύριος Τάκης πρόβαλε στο κατώφλι της εισόδου. Μ’ ένα κούνημα του χεριού τούς κάλεσε μέσα. Το διάλειμμα είχε τελειώσει. Πέταξαν τα τσιγάρα τους μισοτελειωμένα στο υγρό πλακάκι και μπήκαν ράθυμα στο φροντιστήριο Αγγλικών.

*

Ο δρόμος τραβάει μακριά. Πάνω από το χωριό. Γκρίζος, άγουρος ουρανός. Φλεβαρίου Ένδεκα.

Στέκεται ο πατέρας στο νιπτήρα. Στις έξι το πρωί· χειμώνας, ψύχρα. Δεν ανάβουνε τις θερμάστρες το βράδυ. Τις τελευταίες δυο μέρες ήταν καλύτερα. Σήμερα, τους έχει κόψει.

Στις έξι το πρωί· μπροστά στο θολωμένο καθρέφτη. Το μυαλό έχει κολλήσει. Οι κινήσεις είναι βιαστικές. Να βάλει τη φόρμα, τα παπούτσια, το ντιόντοραντ· όσο ο πατέρας πλένεται. Μόλις βγει, τρέχει γρήγορα να πλύνει τα δόντια. Τσαφ – Τσαφ.

Ανεβαίνουν το δρόμο· δίπλα χωράφια. Ξυπνούν τα ζωντανά, κι αυτοί τρέχουν σαν τους κλέφτες. Αξημέρωτα. Ρίχνει ψιλόβροχο; Έλα, γιατί έχουμε αργήσει. Στο χωματένιο κράσπεδο, δίπλα από τον δρόμο, τους περιμένει ο Κουτσομύτη· μέσα στο αγροτικό.

Θα ζεστάνει κατά το μεσημέρι… Χλωμό. Κι ο παρουσιαστής στο ραδιόφωνο ευδιάθετος και τσαχπίνης. Όλα καλά. Ο Κουτσομύτης μες τα νεύρα, μη χαλάσουμε τη ρολς ροϊλς. Εδώ χάμου θα πάνε· στο σπίτι του γιατρού, που ‘χει μεγάλο κτήμα. Θέλει κλαδέματα, να το σουλουπώσουν.

Ξέρουν αυτοί.

*

Ακολουθεί το μονόπρακτο, «Ο Κομνηνός σε αστικό φόντο».
Καλλιτεχνική έκφραση πρωτογενής. Αυτοφυές ταλέντο.
Παρακαλώ! Παρακαλώ! Ησυχία! Είμαστε έτοιμοι; Πάμε!

Φώτα!

{Ένα ποτήρι νερό θολό. Ένα πυρωμένο φωτιστικό γραφείου. Νηστικός. Ο φραπές απ’ το απόγευμα αναδεύεται ακόμα στο στομάχι. Ώρες-ώρες, ανεβαίνει σχεδόν μέχρι το λαιμό ενοχλητικά, καίγοντάς τον.}

Ξένο Σώμα στο άστυ.

Κομνηνός:

Και τι με νοιάζει αν ο αιώνιος φοιτητής στο δεύτερο όροφο νιώθει καύλες! Δεν έχει πού να εκτονωθεί; Το σαξόφωνό του δεν αντέχω! Αν συνεχίσει, θα ανέβω να του το βάλω… Άντε!

{Μόνος στο δωμάτιο. Κοιτά τις κουρτίνες. Το γραφείο είναι δίπλα στο παράθυρο. Φώτα στις πυλωτές των απέναντι πολυκατοικιών.}

Κομνηνός:

Έχω να διαβάσω· αύριο δίνω σήματα. Είναι έντεκα το βράδυ, μέρα Πέμπτη. Ένας χειμώνας απόλυτης αποσύνθεσης. Αυτό είναι. Ο πατέρας δεν έχει δουλειά δυο μήνες. Όλοι σφίξανε τσέπες, παντελόνια· θα κάνουν μόνοι τα κηπουρικά. Ή κάτι πιο φτηνό. Εμείς, στην απέξω. Πού να περιμένεις τρύγο ή καμιάν ελιά. Πάει η μισή σεζόν. Με κατέβασε στης θείας μου. Σε τούτη τη βρώμικη πόλη. Αύριο θα ξανά-ανέβω όμως· για την εξέταση.

Οι νύχτες στο χωριό είναι όμορφες. Μέχρι το φθινόπωρο δουλεύαμε δυο μηχανάκια· τ’ αλλάζαμε εξαρτήματα, καμιά τσάρκα, άντε και καμιά κοντρίτσα. Τον έπρηξα τον γέρο μου· πάνω κάτω με το μηχανάκι. Άντε, μού λέει, πάρε τουλάχιστον το δίπλωμα να μη πηγαίνεις ξεκρέμαστος.

Ο γιος της κυρά-Παρακευής θα κατέβει στη πόλη. Κι αυτός. Έκλεισε το μίνι μάρκετ· θα πάει, λέει, ψυκτικός, που δούλευε παλιά. Θα λιγοστέψουμε. Θα πεθάνει και κάνας μπάρμπας…

Νιώθω την κρίση. Μπαίνει στο πετσί μου· δεν είναι υπερβολή. Το 2009 δεν καταλάβαινα τίποτα. Τώρα υστερία, θλίψη· και πώς θα την βγάλουμε και πώς θα τη βγάλουμε. Η θεία όλο βλέπει τις ολομέλειες. Έγινε το κανάλι της Βουλής χιτ. Φωνάζουν εκεί μέσα· ευθύνες-ευθύνες- μοιρασιά και  λαϊκές θυσίες. Αηδία.

Από παιδί όταν με βάζαν με το ζόρι να διαβάσω, σα να  σκουλήκιαζε ο κώλος μου. Ζωγράφιζα, έφτιαχνα σαΐτες, μαλακίες, ό, τι ήταν δυνατό. Δε το μετάνιωσα ποτέ.  Κι ας μου ‘λεγε από τότες ο πατέρας: φαίνεσαι εσύ, δεν είσαι για πολλά. Κι οι καθηγητές μας… άνθρωποι άλλης εποχής. Το μάθημα· μια διαρκής άσκηση ασυγχρονίας. Και ανήμπορη η ύλη να γεφυρώσει το κενό. Ο Κουτσομύτης έλεγε στον πατέρα μου, από ‘κει ξεκινούν όλα τα κακά. Η παρακμή. Τώρα, αυτός, φωτισμένος που είναι, θα ψηφίσει κι ανάλογα. Καλά κρασσά. 

Στα Αγγλικά ήθελα να πάω –και καλά- για καμιά δουλειά. Τίποτα τουριστικό το καλοκαίρι. Έτσι έπεισα τον μπάρμπα.

Τον τελευταίο καιρό τα βράδια ονειρεύομαι ότι δε μπορώ να δω· πάω ν’ ανοίξω τα μάτια και τα βλέφαρα τα πλακώνουν· ένα ανυπόφορο αγουροξύπνημα. Ξυπνάω απότομα και ησυχάζω που ‘ταν όνειρο.

Ησυχία. Η πόλη ντύθηκε το σκοτάδι. Ακροβατώ πια. Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Πιο γελοίοι είναι αυτοί που μας προστάζουν να συνηθίσουμε. Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Και τίποτα, είναι βέβαιο, δε θα δουλέψει για εμάς. Είναι βέβαιο…

Στην τελική.   

Τώρα όλοι κοιμούνται στα ζεστά κρεβατάκια τους· διαβάζουν τα περιοδικά στις σατέν πιτζάμες τους, έχουν ξαπλώσει πάνω στ’ ανοιγμένο πάπλωμα· στο κομό, χαρτί lux αρωματικό για τη βουλωμένη μύτη.

Ολιγόλεπτη αρχοντιά. Μικροαστική λιτανεία.

Στοπ.

-φωτογραφίες από τον Hollis Brown Thornton

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s