-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Μετά από μια εφηβεία αφιερωμένη στο να διαβάζει βιβλία και να γράφει μικρές ιστορίες, η αδερφή της τής έθεσε μια πρόκληση: να γράψει ένα κείμενο έκτασης μυθιστορήματος. Εκείνη αποδέχτηκε το στοίχημα και έγραψε το «Η μυστηριώδης υπόθεση Στάιλς», ένα μυθιστόρημα στο οποίο για πρώτη φορά εμφανίστηκε ο επιθεωρητής Πουαρό. Το ίδιο το χειρόγραφο απορρίφθηκε από έξι εκδότες προτού τυπωθεί τελικά το 1920, αλλά αποτέλεσε την αρχή μιας συγγραφικής καριέρας που έφτασε σε κάθε γωνιά του κόσμου και μέχρι σήμερα γοητεύει και ενθουσιάζει όλο και περισσότερο. Η συγγραφέας του, η Αγκάθα Κρίστι.

Βιογραφία
Γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1890, με το όνομα Αγκάθα Μαίρη Κλαρίσσα Μίλερ, στο Ντέβον της νοτιοδυτικής Αγγλίας, από εύπορη μεσοαστική οικογένεια. Κάτι ασυνήθιστο σχετικά με την ανατροφή της, ακόμη και για εκείνη την περίοδο, ήταν ότι σε μεγάλο βαθμό διδασκόταν κατ’ οίκον από τον ίδιο της τον πατέρα, που ήταν αμερικανικής καταγωγής. Η μητέρα της, που ήταν εξαιρετική αφηγήτρια, δεν ήθελε η μικρή Αγκάθα να μάθει να διαβάζει μέχρι να φτάσει στην ηλικία των 8, όμως εκείνη ωθούμενη από την βαρεμάρα της, μιας και ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας, έμαθε μόνη της να διαβάζει στην ηλικία των 5.
Συνήθιζε να καταβροχθίζει όλες τις παιδικές ιστορίες της εποχής, όπως επίσης ποίηση και αμερικάνικες ιστορίες αγωνίας, ενώ περνούσε τον υπόλοιπο χρόνο της επινοώντας φανταστικούς φίλους, παίζοντας με τα κατοικίδιά της και παρακολουθώντας μαθήματα χορού. Ενώ ήταν ακόμη πολύ μικρή ξεκίνησε επίσης να γράφει τα πρώτα της ποιήματα.
Σε ηλικία 11 ετών βίωσε ένα τεράστιο σοκ, όταν ο πατέρας της, του οποίου η υγεία ήταν σε κακή κατάσταση εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών που προέκυψαν, πέθανε μετά από σειρά καρδιακών προσβολών. Η μητέρα της αμέσως κατέρρευσε και η Αγκάθα έγινε η στενότερη συντροφιά και παρηγοριά της. Ακολούθησαν ακόμα μεγαλύτερες οικονομικές δυσκολίες, με σκέψεις και συζητήσεις να πωληθεί το πατρικό τους σπίτι, ωστόσο από την ηλικία των 15 και έπειτα η Αγκάθα άρχισε να λαμβάνει μια σειρά οικονομικών βοηθειών (συντάξεων) που της επέτρεψαν να παρακολουθεί μαθήματα πιάνου και φωνητικής, ενώ την ίδια περίοδο στέλνεται σε σχολείο στο Παρίσι.

Μέχρι την ηλικία των 18 διασκέδαζε γράφοντας σύντομες ιστορίες –κάποιες από τις οποίες μάλιστα δημοσιεύτηκαν πολλά χρόνια αργότερα σε αναθεωρημένη έκδοση- παρέα με τον οικογενειακό φίλο και συγγραφέα Ίντεν Φίλποτς, που της παρείχε σημαντικές συμβουλές.
Οι οικονομικές ανάγκες καθόρισαν τα βήματα και την πορεία της Αγκάθα και της μητέρας της, όταν το 1910 ταξίδεψαν στο Κάιρο για τρίμηνη εργασιακή σεζόν, και το 1912 γνωρίζεται με τον Άρτσι Κρίστι, έναν ικανότατο αεροπόρο από τις τάξεις της Βασιλικής Αεροπορίας. Τρομερά ερωτευμένοι και ενθουσιασμένοι, ήθελαν και οι δύο απελπισμένα να παντρευτούν, πράγμα που τελικά κατάφεραν, λόγω οικονομική ανέχειας, μόλις το 1914, έχοντας ήδη βιώσει στο πετσί τους τη φρίκη του πολέμου. Την περίοδο αυτή η Αγκάθα εργάζεται ως εθελόντρια σε ένα τμήμα του Ερυθρού Σταυρού, ο Άρτσι βρίσκεται στη Γαλλία για επιχειρήσεις, και μόνο το 1918 θα σμίξουν κανονικά και θα νιώσουν επιτέλους τη συζυγική ζωή.
Το 1919 καταφέρνουν να ορθοποδήσουν, να μαζέψουν μερικά χρήματα ώστε να μπορούν να νοικιάσουν και να επιπλώσουν ένα διαμέρισμα και την ίδια χρονιά η Αγκάθα γεννά το μοναδικό τους παιδί, την Ροζαλίντ. Το 1922, αφήνοντας πίσω την κόρη τους, ξεκινούν οι δύο τους μια μεγάλη περιοδεία σε ολόκληρη την τότε βρετανική αυτοκρατορία, προκειμένου να διαδώσουν την Αυτοκρατορική Έκθεση του 1924, και όταν επιστρέφουν, η Αγκάθα αντιμετωπίζει μια δύσκολη περίοδο, αφού η μητέρα της είχε φύγει από τη ζωή και η ίδια πάσχιζε να γράψει μυθιστορήματα για τον εκδότη της. Λίγο αργότερα η σχέση της με τον Άρτσι διαλύεται και χωρίζουν το 1928, με την Αγκάθα να αναλαμβάνει τη φροντίδα της Ροζαλίντ και να δέχεται ψυχιατρική θεραπεία.

Μια από τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες της ζωής της, να ταξιδέψει με το Orient Express, πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του ίδιου έτους, όταν ξεκίνησε αυθόρμητα ένα ταξίδι προς τη Βαγδάτη. Από εκεί βρέθηκε στον αρχαιολογικό χώρο της Ουρ, όπου έγινε φίλη με τους διαχειριστές της ανασκαφής και ένα χρόνο αργότερα, όταν θα βρεθεί ξανά εκεί, θα γνωρίσει τον 25χρονο αρχαιολόγο Μαξ Μάλογουαν, τον δεύτερο σύζυγό της.
Μετά τον γάμο τους, το Σεπτέμβριο του 1930, ο Μαξ επέστρεψε στο πεδίο των ανασκαφών για τελευταία φορά μόνος του και η Αγκάθα στο Λονδίνο και τη συγγραφή, προτού καθιερώσουν ένα ετήσιο πλάνο ταξιδιών και διαμονών σε διάφορα μέρη, πάντα υπό το πρίσμα των συγγραφικών και ανασκαφικών δραστηριοτήτων τους.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε τον Μαξ στο Κάιρο, σε υποστηρικτική για τις επιχειρήσεις θέση, ενώ η Αγκάθα παρέμεινε στην Αγγλία, γράφοντας και βοηθώντας εθελοντικά στις προσπάθειες του αγώνα. Με το τέλος του πολέμου, το 1945, ο Μαξ επέστρεψε στο πλευρό της και η Αγκάθα συνειδητοποίησε τις φορολογικές επιπτώσεις της πυρετώδους συγγραφής της. Σταδιακά έγινε λιγότερο παραγωγική και στα μέσα της 50ης δεκαετίας της ζωής της απολάμβανε ένα πιο αργό και ήρεμο τρόπο ζωής. Έπειτα από μια τεράστια και επιτυχημένη καριέρα, αλλά και μια εξίσου ευτυχισμένη ζωή, η Αγκάθα Κρίστι πεθαίνει ειρηνικά στις 12 Ιανουαρίου του 1976.

Τα πρώτα βήματα
Παρόλο που η Αγκάθα πάντα έλεγε ότι δεν είχε καμία φιλοδοξία να γίνει συγγραφέας, έκανε το συγγραφικό της ντεμπούτο στην ηλικία των 11, με τη δημοσίευση ενός ποιήματος σε μια τοπική λονδρέζικη εφημερίδα. Όταν αρρώστησε με γρίπη και έπεσε στο κρεβάτι, η μητέρα της τής πρότεινε να καταγράψει όλες εκείνες τις ιστορίες, που τόσο πολύ διασκέδαζε να λέει. Και κάπως έτσι ξεκίνησε ένα πάθος που διατηρήθηκε για μια ολόκληρη ζωή. Μέχρι τα τέλη της εφηβείας της είχε ήδη δει δημοσιευμένα μερικά ποιήματά της στην The Poetry Review και είχε συγγράψει ένα μικρό πλήθος σύντομων ιστοριών. Αλλά αυτό που αποτέλεσε το ουσιαστικό έναυσμα για τη λαμπρή της σταδιοδρομία, ήταν απλά μια πρόκληση που δέχτηκε από την αδερφή της για να γράψει μια ιστορία με ντεντέκτιβ.
Ήταν κατά τη διάρκεια του Α’ Π.Π που εκείνη η πρόκληση, αλλά και η επιθυμία της να διασπάσει τη μονοτονία της δουλειάς και της καθημερινότητάς της, την έκαναν να στραφεί πραγματικά στις αστυνομικές ιστορίες. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Η μυστηριώδης υπόθεση Στάιλς» χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να ολοκληρωθεί, αλλά ακόμα περισσότερο για να βρει πρόθυμο εκδότη. Για το βιβλίο αυτό, είχε σχεδιάσει πρώτα την πλοκή και έπειτα «ανακάλυψε» τους ήρωές της μέσα στο τραμ. Ολοκλήρωσε το χειρόγραφο κατά τη διάρκεια μιας ανάπαυλας δύο εβδομάδων σε ένα ξενοδοχείο, ενώ οι γνώσεις της πάνω στα φάρμακα και τα δηλητήρια χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα. Για την ακρίβεια, η περιγραφή της στο βιβλίο για τη χρήση του δηλητηρίου από τον δολοφόνο ήταν τόσο καλή, που, όταν επιτέλους το βιβλίο εκδόθηκε, έλαβε μια παράξενη, για συγγραφέα φαντασίας, τιμή: μια κριτική στο Pharmaceutical Journal. Την ίδια περίοδο, ο εκδότης που είχε αποδεχτεί την έκδοση του βιβλίου (και ο τέταρτος κατά σειρά που λάμβανε το χειρόγραφο) συνέταξε συμβόλαιο με την Αγκάθα για την παραγωγή ακόμη πέντε βιβλίων.

Αλλά από πού ήρθε η έμπνευση για τον ντεντέκτιβ Ηρακλή Πουαρό; Κατά τη διάρκεια του πολέμου, σε όλη την αγγλική επαρχία, υπήρχαν Βέλγοι πρόσφυγες και ο δικός της τόπος κατοικίας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Αν και δεν βασιζόταν σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, η Αγκάθα θεώρησε ότι ένας Βέλγος πρόσφυγας, ένας σημαντικός πρώην αστυνομικός ίσως, θα αποτελούσε έναν εξαιρετικό ντεντέκτιβ για το «Η μυστηριώδης υπόθεση Στάιλς». Κι ο Ηρακλής Πουαρό γεννήθηκε.
Μετά τον πόλεμο η Αγκάθα συνέχισε να γράφει, πειραματιζόμενη με διαφορετικούς τύπους ιστοριών αγωνίας και εγκλημάτων, δημιουργώντας πρώτα τους Τόμι και Τούπενς και αμέσως μετά την Μις Μαρπλ. Έγραφε και έγραφε απολαμβάνοντας τις καλές κριτικές για το «Μια σκιά στην ομίχλη» για παράδειγμα, ενώ την ίδια περίοδο, αγανακτισμένη από τους όρους του μέχρι τότε εκδότη της, προσέλαβε έναν ατζέντη προκειμένου να αναζητήσει νέους εκδότες. Την περίοδο που βίωνε την προσωπική της τραγωδία, η Αγκάθα δυσκολευόταν πολύ να γράψει και να ακολουθήσει τη συμφωνία με τον νέο της εκδότη, ωστόσο κατάφερε να ολοκληρώσει το «Μυστήριο του γαλάζιου τραίνου» και να γράψει ακόμη μια ιστορία, το «Giant’s Bread», όχι με κάποιον ντεντέκτιβ για ήρωα αυτή τη φορά, αλλά έναν συνθέτη αναγκασμένο να δουλεύει για οικονομικούς λόγους. Έχοντας ακόμη ανάγκη για εισόδημα, αλλά αδύναμη να παράγει νέο υλικό, μετά από πρόταση του γαμπρού της, αποφάσισε να συνδυάσει μερικές σύντομες ιστορίες του Πουαρό, δημιουργώντας έτσι το «Οι μεγάλοι τέσσερις».

Ρουτίνα
Στην αυτοβιογραφία της, η Κρίστι παραδέχτηκε ότι ακόμα και αφότου είχε γράψει δέκα βιβλία, δεν θεωρούσε πραγματικά τον εαυτό της «αυθεντικό συγγραφέα». Όταν συμπλήρωνε φόρμες που ζητούσαν επάγγελμα, δεν της πέρασε ποτέ από το μυαλό να γράψει τίποτα άλλο εκτός από «ύπανδρη γυναίκα». […] «Υποθέτω πως περνούσα τόσο καλά στην καθημερινή μου ζωή που το γράψιμο ήταν μια δραστηριότητα που εκτελούσα σε διαλείμματα και ξεσπάσματα. Δεν είχα ποτέ μια ορισμένη θέση που να είναι το δωμάτιό μου ή κάπου που να αποσύρομαι ειδικά για να γράψω».
Αυτό της προξένησε ατελείωτα προβλήματα με τους δημοσιογράφους, που ήθελαν φυσικά να φωτογραφίσουν τη συγγραφέα στο γραφείο της. Τέτοιο μέρος όμως δεν υπήρχε. «Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ένα γερό τραπέζι και μια γραφομηχανή», έγραφε. «Ένα τραπέζι με μαρμάρινη επιφάνεια στην κρεβατοκάμαρα, προορισμένο για να ακουμπάμε το λαβομάνο, ήταν μια χαρά μέρος για γράψιμο. Το τραπέζι της τραπεζαρίας, ανάμεσα στα γεύματα, ήταν εξίσου κατάλληλο».
–Από το βιβλίο Η τέχνη της ρουτίνας, του Mason Currey

Μερικά ακόμη πράγματα που είναι γνωστά για τη ρουτίνα που ακολουθούσε στο γράψιμο είναι, για παράδειγμα και όπως αποκάλυψε ο συγγραφέας Μπράιαν Άλντις το 2007, ότι πρώτα έγραφε ολόκληρη την υπόθεση ενός βιβλίου μέχρι το τέλος και μόνο τότε αποφάσιζε ποιον χαρακτήρα επρόκειτο να «ενοχοποιήσει», που ήταν προφανώς και εκείνος που θα εκλαμβανόταν ως ο λιγότερο ύποπτος στην πρώτη ανάγνωση.
Ακολουθούσε ένα πρόγραμμα συγγραφής δύο ή τριών βιβλίων το χρόνο και, συχνά, έγραφε ένα ή δύο κεφάλαια κατά τη διάρκεια των πρωινών προτού πάει το απόγευμα να βοηθήσει στο πεδίο των ανασκαφών. Τα καθημερινά γεγονότα και οι παραμικρές, απλές παρατηρήσεις μέσα στην ημέρα μπορούσαν να πυροδοτήσουν την ιδέα μιας νέας πλοκής. Το δεύτερο βιβλίο της, ας πούμε, προέκυψε από μια απλή συζήτηση που κρυφάκουσε σε ένα κατάστημα τσαγιού: «Δύο άνθρωποι μιλούσαν σε ένα διπλανό τραπέζι, αναφέροντας κάποια ονόματι Τζέιν Φις… Αυτό, σκέφτηκα, θα ήταν ένα καλό ξεκίνημα σε μια ιστορία – ένα όνομα που ακούστηκε σε ένα κατάστημα – ένα ασυνήθιστο όνομα, ώστε όποιος το άκουγε να το θυμόταν».

Αλλά πώς αυτές οι ιδέες μετατρέπονταν σε μυθιστορήματα; Η Αγκάθα κρατούσε ατελείωτες σημειώσεις σε δεκάδες σημειωματάρια, καταγράφοντας ιδέες και πιθανές πλοκές ή χαρακτήρες, όπως ακριβώς της έρχονταν στο μυαλό. «Συνήθως έχω περίπου μισή ντουζίνα σημειωματάρια στα χέρια μου και συνήθιζα να κρατάω σημειώσεις σε αυτά όταν οι ιδέες έρχονταν, ή για κάποιο δηλητήριο ή φάρμακο, ή κάποια μικρή έξυπνη απάτη που διάβασα στην εφημερίδα». Ωστόσο, δεν κατέληγαν όλα σε βιβλίο: «Τίποτα δεν καταλήγει με τον τρόπο που σκέφτεσαι όταν κρατάς σημειώσεις για το πρώτο κεφάλαιο, ή όταν περπατάς και μονολογείς και παρακολουθείς μια ιστορία να ξετυλίγεται».
Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου που αφιέρωνε σε ένα βιβλίο καταστρώνοντας πρώτα όλες τις λεπτομέρειες της πλοκής στα σημειωματάριά της προτού κάτσει πραγματικά να γράψει. «Ποτέ δεν την έβλεπες να γράφει, ποτέ δεν κλεινόταν στον εαυτό της, όπως κάνουν άλλοι συγγραφείς», έχει δηλώσει ο γαμπρός της. Κι όπως εξομολογείται ο εγγονός της, «δεν ήταν πολύ ‘μηχανική’, έγραφε με μια φυσικότητα και έγραφε πολύ γρήγορα. Νομίζω ένα βιβλίο συνήθως την απασχολούσε, στη δεκαετία του ’50, μόνο περίπου δυο μήνες για να το γράψει και μετά έναν μήνα ακόμη για την διόρθωση, πριν να το στείλει στους εκδότες της. Μόλις ολόκληρη η διαδικασία του γραψίματος τελείωνε, κάποιες φορές μας διάβαζε τις ιστορίες μετά το δείπνο, ένα ή δύο κεφάλαια κάθε φορά. Ήθελε να πάρει μια γεύση από το ποια θα ήταν η αντίδραση του γενικού κοινού. […] Μόνο η μητέρα μου ήξερε πάντα ποιος ήταν ο δολοφόνος, οι υπόλοιποι πέφταμε κάποιες φορές μέσα και κάποιες όχι. Ο παππούς μου σχεδόν πάντα αποκοιμιόταν καθ’ όλη την διάρκεια αυτή, αλλά οι υπόλοιποι ήμασταν συνήθως πολύ προσεκτικοί. Ήταν μια χαριτωμένη οικογενειακή στιγμή και ύστερα από κάνα δυο μήνες βλέπαμε αυτές τις ιστορίες στα βιβλιοπωλεία».

Αναγνώριση και κληρονομιά
Συνεχίζοντας να γράφει με αμείωτο ρυθμό τα επόμενα χρόνια, η Αγκάθα ανέπτυσσε σταδιακά τη φήμη της, ενώ το έργο της περιλαμβάνει περισσότερα από 70 αστυνομικά μυθιστορήματα και σύντομες ιστορίες. Ασχολήθηκε, μάλιστα, και με το είδος των ρομαντικών μυθιστορημάτων, υπό το ψευδώνυμο Μαίρη Γουέστμακοτ, αλλά το 1946 η κάλυψη της ξεσκεπάστηκε από έναν αμερικανό κριτικό, πράγμα που την απογοήτευσε γιατί απολάμβανε την ελευθερία να γράφει χωρίς την πίεση του να είναι η Αγκάθα Κρίστι.
Υπήρξε επίσης καταξιωμένη θεατρική συγγραφέας με έργα όπως το «The Hollow» (1951) ή το «Verdict» (1958), ενώ το θεατρικό της «Η ποντικοπαγίδα», που ανέβηκε πρώτη φορά το 1952, διατηρεί τον τίτλο του μεγαλύτερου σε διάρκεια συνεχών παραστάσεων έργου σε θέατρο του Λονδίνου – έως το 2012. Επιπλέον, μερικά από τα βιβλία της έχουν μεταφερθεί με μεγάλη επιτυχία και στη μεγάλη οθόνη, στην τηλεόραση, ή έχουν εμπνεύσει βιντεοπαιχνίδια και κόμικς.
Η επιτυχία της Αγκάθα Κρίστι στο είδος των ιστοριών εγκλήματος της έδωσε τίτλους όπως η «Βασίλισσα του εγκλήματος» και η «Βασίλισσα του μυστηρίου». Η Κρίστι μπορεί επίσης να θεωρηθεί βασίλισσα σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας αφού βρίσκεται ανάμεσα στους περισσότερο ευπώλητους συγγραφείς όλων των εποχών, με τον αριθμό των έργων της που έχουν πωληθεί να ξεπερνά τα 2 δισεκατομμύρια παγκοσμίως.

#4 περιστατικά από τη ζωή της Κρίστι που πιθανόν να μη γνώριζες
Μια φορά είχε εξαφανιστεί για 10 ημέρες: Μια νύχτα Δεκεμβρίου, όντας σε πλήρη συναισθηματική φόρτιση, άφησε την κόρη της στο σπίτι και την φροντίδα των βοηθών και έφυγε χωρίς να πει πού πηγαίνει. Το αυτοκίνητό της βρέθηκε την επόμενη μέρα παρατημένο μερικά μίλια μακριά και αμέσως ξεκίνησε έρευνα σε όλη τη χώρα. Ο Τύπος και το κοινό μοιράζονταν και απολάμβαναν διάφορες φήμες και εικασίες περί του τι μπορεί να της συνέβη, αλλά κανείς δεν γνώριζε πραγματικά. Τελικά, αποδείχτηκε ότι η Αγκάθα είχε κάπως ταξιδέψει στον σταθμό Κινγκς Κρος, από όπου πήρε το τραίνο και κατέληξε στο Harrogate Spa Hotel δίνοντας το όνομα Theresa Neale. Το προσωπικό του ξενοδοχείου την αναγνώρισε και ειδοποίησε την αστυνομία, αλά όταν ο σύζυγός της Άρτσι έφτασε για να την παραλάβει, εκείνη δεν τον αναγνώρισε. Έχοντας, προφανώς, κάποια μορφή αμνησίας η Κρίστι δεν είχε ιδέα ποια ήταν και όντας πάντα ένας κλειστός χαρακτήρας (χαρακτηριστικό που εντάθηκε και από τις ενοχλήσεις του Τύπου) δεν μίλησε ποτέ ξανά για αυτό το περιστατικό με την οικογένεια και τους φίλους της.
Λάτρευε το σέρφ: Παρόλο που η συνήθης εικόνα της είναι αυτή μια συγγραφέως μυστηρίου, η Κρίστι περνούσε πολλές φορές το χρόνο της δαμάζοντας τα κύματα. Μαζί με τον σύζυγό της, Άρτσι, γίνονταν όλο και καλύτεροι στο να καβαλάνε τις σανίδες, ενώ μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι μπορεί να υπήρξαν οι πρώτοι Βρετανοί σέρφερς που έμαθαν πώς να ιππεύουν τα κύματα όρθιοι στις σανίδες τους.
Είχε πάρει όρκο για την «αστυνομική συγγραφή»: Ιδρυμένη το 1928 από τον συγγραφέα Άντονι Μπέρκλεϊ η London Detection Club ήταν ένα σύνολο επιφανών συγγραφέων του εγκλήματος στην Αγγλία. Τα μέλη «ορκίζονταν» να μην κρατούν κρυφά από τους αναγνώστες σημαντικά στοιχεία και να μη χρησιμοποιήσουν ποτέ εντελώς φανταστικά δηλητήρια σαν στοιχείο της πλοκής.
Όταν ο Η. Πουαρό «πέθανε», οι The New York Times δημοσίευσαν νεκρολογία: Η Κρίστι, τελικά, κουράστηκε από τον σήμα-κατατεθέν-χαρακτήρα της και τον οδήγησε στον θάνατο το 1975, στο μυθιστόρημά της «Curtain». Οι αντιδράσεις ήταν τόσο έντονες που οι New York Times δημοσίευσαν μια ολοσέλιδη «νεκρολογία» για τον χαρακτήρα στις 6 Αυγούστου.

*Προτεινόμενο βιβλίο: Οι μεγάλοι τέσσερις
*Προτεινόμενη σειρά: And Then There Were None
*Προτεινόμενη μουσική: Reading music

Πηγές: Biography | Wikipedia
-Φωτογραφίες από Pinterest–