-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
«Ο μπαμπούλας την πήρε κι αυτή,», είπε αμέσως μετά. Πέρασε ανάλαφρα το χέρι από το μέτωπό του σαν να ξεσκόνιζε τις αναμνήσεις του. «Μετά από ένα μήνα. Αλλά πριν από αυτό συνέβη κάτι άλλο. Ένα βράδυ άκουσα κάποιο θόρυβο αποκεί μέσα. Κι ύστερα τη μικρή να τσιρίζει. Άνοιξα γρήγορα την πόρτα της –το φως του διαδρόμου ήταν αναμμένο– και… η μικρή ήταν μέσα στην κούνια της, καθιστή, και έκλαιγε και… κάτι κινήθηκε. Στο σκοτάδι, δίπλα στην ντουλάπα. Κάτι σύρθηκε.»
Τριγύριζα για πολύ καιρό στο μυαλό μου πως είχε πια φτάσει ο καιρός για να διαβάσω Στήβεν Κινγκ. Δεν υπήρχε πλέον δικαιολογία: είχα δει αρκετές ταινίες βγαλμένες από τα βιβλία του, αρκετές σειρές, είχα κάνει ολόκληρο αφιέρωμα για τη {στίξη}. Φαν του τρόμου εγώ από μικρός (τουλάχιστον όσον αφορά τις ταινίες), δεν δυσκολεύτηκα κι ιδιαίτερα να τον βάλω πάνω πάνω στη λίστα με τις επόμενες αγορές. Με τι ξεκινάμε, όμως; Από πού να πιάσεις έναν τιτάνα της λογοτεχνίας του τρόμου, που να είναι ταυτόχρονα κάτι αντιπροσωπευτικό και πολυποίκιλο δείγμα της δουλειάς του; Τσουπ η «Νυχτερινή βάρδια» από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Η «Νυχτερινή βάρδια» είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε ο Κινγκ, μετά από μια ήδη επιτυχημένη πορεία στα πρώτα λογοτεχνικά του έργα. Στις σελίδες του βιβλίου απλώνονται 20 διηγήματα με κάθε πιθανή ιστορία που μπορεί να φανταστεί κάποιος: στοιχειωμένα σπίτια και χωριά, εφιαλτικές μηχανές, δαιμονισμένα αντικείμενα, οργανώσεις που δεν αστειεύονται με τις υποσχέσεις τους. Όλα αυτά βρίσκονται εκεί για να λυγίσουν κάθε ίχνος θάρρους που μπορεί να βρίσκεται μέσα σου, κάθε ψήγμα ψυχραιμίας.
Ένας τύπος εξομολογείται στον ψυχίατρό του πώς τα παιδιά του βρήκαν τραγικό θάνατο από τον μπαμπούλα στην ντουλάπα, αλλά –τι έκπληξη!– μια ντουλάπα βρίσκεται επίσης στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή. Φορτηγά πολλών τόνων τραμπουκίζουν μια μικρή ομάδα ανθρώπων μέσα σε ένα dinner στην άκρη του δρόμου. Δεν υπάρχουν οδηγοί πίσω από τα τιμόνια· μόνο ο βρυχηθμός και τα φώτα των φορτηγών που παρακολουθούν την κάθε κίνηση των ανθρώπων. Μία αίρεση από μικρά παιδιά έχουν ανάγει το καλαμπόκι σε θεό τους, και ένας θεός θέλει πάντα θυσίες…
Τα εντυπωσιακά με τον Στήβεν Κινγκ είναι (πιστεύω) δύο: το πρώτο είναι ότι ο τρόμος του, με κάποιο τρόπο, δεν μένει στο επιφανειακό. Παρόλο που μια ιστορία μπορεί να έχει τα κλασικά στοιχεία τρόμου, ο συγγραφέας καταφέρνει και μπαίνει κάτω από τα φαινόμενα, βάζει σαν ένεση τον τρόμο στο πετσί σου, γιατί εστιάζει πολύ στην ψυχολογία του ήρωα. Δεν είναι όλα αυτά που συμβαίνουν μόνο τρομακτικά, είναι το πώς τα αντιμετωπίζει ο ήρωας, είναι το τι επιλέγει να δει, να κάνει, το τι καταλαβαίνει, είναι το δίλημμα που σου θέτει την ώρα που τον διαβάζεις για το τι θα έκανες εσύ σε μια παρόμοια κατάσταση. Το δεύτερο που συμβαίνει είναι ότι ο τύπος, κυριολεκτικά, μπορεί να μετατρέψει τα πάντα σε μια ιστορία τρόμου. Και εξηγώ: δεν τον νοιάζει αν αυτό που αντιμετωπίζει είναι ένα φάντασμα, ένας δαίμονας μέσα σε ένα πλυντήριο, μερικά παιχνίδια που έχουν ζωή ή ένας τύπος που, αντί να κουρεύει το γκαζόν, το τρώει. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι τι θα γινόταν αν όντως συνέβαιναν αυτά, τι τελικά θα προκαλούσαν.
Δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα με όλα τα διηγήματα ανεξαιρέτως, αλλά η αλήθεια είναι ότι στην πλειονότητά τους αντιμετώπιζες μια δυσκολία στο να τα αφήσεις από τα χέρια σου.

Η γλώσσα του Κινγκ (και κατ’ επέκταση η μετάφραση της Γωγώς Αρβανίτη) είναι το λιγότερο ατμοσφαιρική και αυτό που τη χαρακτηρίζει, νομίζω, περισσότερο είναι η έντονη εναλλαγή της. Ο συγγραφέας μπορεί πολύ εύκολα με τις λέξεις του να σε πείσει ότι είναι ένας χιλμπίλι από το Τέξας, που μασάει καπνό και κυκλοφορεί γυμνόστηθος, ή ένας χαρτογιακάς που τον νοιάζει η πορεία της εταιρείας του και η εικόνα του. Οι περιγραφές του είναι έντονες, ψυχρές, σκοτεινές και οι λέξεις του απλές, με τρόπο που μεταφέρει με ιδιαίτερη ευκολία τόσο ένα απλό καλοκαιρινό περιβάλλον όσο κι ένα ετοιμόρροπο και στοιχειωμένο σπίτι.
Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, ντάξει δεν μπορώ να πω ότι τρελάθηκα κιόλας. Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι μεν σκοτεινό και αποδίδει το κλίμα που θέλει, αλλά είναι λίγο άτοπο σε σχέση με το περιεχόμενο. Εντυπωσιάζει κυρίως η γραμματοσειρά στο όνομα του Κινγκ, ενώ το εσωτερικό του είναι, νομίζω, λίγο άγαρμπο. Τι εννοώ: τα «έγραψαν για τη Νυχτερινή Βάρδια / τον Στήβεν Κινγκ» στην αρχή θα μπορούσαν να λείπουν (εφόσον υπάρχουν ήδη κάποια στα αυτιά του βιβλίου) ή έστω να αλλάξουν θέση. Οι αποστάσεις από τις άκρες των σελίδων είναι μικρές, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι το κείμενο πνίγεται λίγο, προσπαθώντας να χωρέσει, ενώ από διήγημα σε διήγημα δεν παρεμβάλλεται μια κενή σελίδα για να αποκτήσει το «χώρο» της κάθε ιστορία. Η γραμματοσειρά και το μέγεθος του κειμένου είναι ξεκούραστα για τον αναγνώστη, ωστόσο παρατήρησα κάμποσα λάθη στην έκδοση, είτε συντακτικά, είτε μεταφραστικά, είτε συνοχής. Κατά τα άλλα, η εισαγωγή και ο πρόλογος της έκδοσης, μπορώ να πω με μεγάλη ευκολία, ότι είναι δύο από τα καλύτερα δείγματα στο είδος τους, με αναφορές στην ίδια τη διαδικασία της συγγραφής και μια ατμόσφαιρα (στον πρόλογο, από τον Κινγκ) που είναι το καλύτερο ορεκτικό για τα πιάτα που έρχονται.
Το bottom line: Παρόλο που η έκδοση έχει μερικά φάουλ, ένα πράγμα είναι σίγουρο· πάρτε κουβέρτα, φτιάξτε κάτι ζεστό, βάλτε μουσική (σας την έχω από κάτω, δεν χρειάζεται να ψάξετε) διότι η «Νυχτερινή βάρδια» θα σας κρατήσει την καλύτερη παρέα στις κρύες νύχτες του Οκτωβρίου. Ή έστω την πιο ανήσυχη.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Τρόμος σε δόσεις | «Νυχτερινή βάρδια», του Stephen King”