Ο παλαιός Θεός | μέρος β’


-στα λόγια ο Κωνσταντίνος Λιάχης

Πέρασαν 4 χρόνια με την μητέρα του να συνεχίζει να ζει σε αυτό το νοσοκομείο. Το πρόβλημα υγείας που ήδη είχε δεν επέτρεπε την επούλωση των καταγμάτων. Στην ουσία, όπως του το εξήγησε ο γιατρός που την παρακολουθούσε, αν ήταν μία φορά δύσκολο να σηκωθεί πριν το ατύχημα τώρα ήταν πέντε φορές δυσκολότερο, γιατί χρειαζόταν κινησιοθεραπείες για να επανέλθει, πράγμα αδύνατο για έναν άνθρωπο που έχει σκλήρυνση κατά πλάκας. Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια είχε τελειώσει όπως όπως το σχολείο και είχε μπλεχτεί ακόμη πιο βαθιά στην οργάνωση του Λεωνίδα. Πλέον ήταν ένας από τους πιο δυνατούς πωλητές του. Έτσι, μπορούσε να συντηρεί το σπίτι του και τις αποκλειστικές νοσοκόμες που χρειαζόταν η μητέρα του. Προσπαθούσε σκληρά, είχε αναγκαστεί να κάνει πράγματα για τον Λεωνίδα που ήταν σχεδόν φρικαλέα. Αλλά η ανάγκη τον οδήγησε εκεί, κι η απάθεια. Αυτό το απαίσιο συναίσθημα που κάθε τόσο τσίμπαγε την ψυχή του. Ένα βράδυ όμως ενώ γυρνούσε σπίτι από ένα πάρτυ, που οργάνωσε ένα πλουσιόπαιδο σε κοντινή πόλη, βάρεσε το κινητό του. Δεν αναγνώρισε τον αριθμό, όμως απάντησε.

«Καλησπέρα σας, από το νοσοκομείο καλούμε…», του είπαν και πάγωσε με το πόδι πατημένο στο γκάζι.

«Παρακαλώ πείτε μου. Τι έγινε; Έπαθε κάτι ή μητέρα μου;»

«Όχι ζει…» και με αυτή την φράση κατάφερε να ξεκολλήσει το γκάζι και να κάνει στην άκρη. «Η μητέρα σας πέρασε ένα βαρύ εγκεφαλικό πριν μία ώρα κι από εκείνη την στιγμή είναι στην μηχανική υποστήριξη. Καλύτερα να έρθετε από εδώ.»

Κατευθείαν κάτι χτύπησε τα σωθικά του. Κάτι γνώριμο που αυτή την φορά είχε διάρκεια και μεγαλύτερη ένταση. Έπιασε ξανά το κινητό και κάλεσε τον Μονόφθαλμο.

«Έλα φίλε. Σε ξύπνησα;», τον ρώτησε.

«Όχι ρε! Πας καλά; Εδώ μαζεύω στου Λεωνίδα λίγη φέτα και φεύγω. Βγήκαν μερικές παραγγελίες ακόμη.»

«Οκ. Άσε το αγροτικό εκεί. Θα έρθω να σε πάρω εγώ με το δικό μου, γιατί θέλω να σου δείξω κάτι στο δάσος. Έκανα μια μπάζα από τον πούστη τον Κυριάκο και την έχω αφήσει κοντά στην μεγάλη συκιά. Δεν είναι ασφαλές να το αφήσω εκεί. Μην του πεις τίποτα, όμως, είναι έκπληξη, μέχρι να το δει αύριο», του είπε για να τον πείσει. Ήξερε πως ο Μονόφθαλμος τρελαίνεται για τα φράγκα, ακόμη κι όταν δεν είναι δικά του.

«Οκ, αλλά θέλω μερίδιο αν περισσεύει. Έστω κάτι μικρό. Συμφωνείς;»

«Ναι, σε δέκα είμαι εκεί.»

Το αμάξι του μέχρι να φτάσει στον πλησιέστερο δρόμο που οδηγούσε στην μεγάλη συκιά δεν είχε δείξει κάτω από 100 χιλιόμετρα την ώρα. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχε βρεθεί στο σημείο.

«Κωστή!», του είπε μια αντρική φωνή στο παγωμένο δάσος και την ίδια στιγμή ένα χέρι τον ακούμπησε στον δεξί ώμο.

«Α, δεν σε πήρα χαμπάρι.»

«Είσαι καλά ρε;»

«Ναι, ναι απλά κουρασμένος. Έλα ακολούθησε με…», του είπε κι με εκείνον μπροστά ακολούθησε μια διαδρομή που είχε χρόνια να κάνει.

Σε κάποια σημεία της διαδρομής νόμιζε πως άκουγε γαυγίσματα, ενώ εκείνες τις λίγες στιγμές που νόμιζε πως χανόταν, κάτι σαν διαίσθηση τον οδηγούσε στον σωστό δρόμο. Σε λίγα λεπτά απλώθηκε μπροστά του το ήρεμο ασημένιο νερό και το γνώριμο συναίσθημα πλημμύρισε την ψυχή του. Τότε ήταν που έβαλε το χέρι του στην δεξιά τσέπη του μπουφάν.

«Μονόφθαλμε σου αρέσει εδώ;», ρώτησε γυρνώντας το κεφάλι του προς εκείνον.

«Φίλε, που το βρήκες αυτό το μέρος; Τόσα χρόνια εδώ και δεν έχω δει ποτέ αυτή την Λίμνη. Γαμάει, να το πούμε και στα παιδιά να αράζουμε πού και πού.»

«Δεν την βρήκα εγώ αυτή με βρήκε», του απάντησε με κενό βλέμμα, απλώνοντας το δεξί του χέρι στο στήθος του μονόφθαλμου.

Ο θάνατος ήταν ακαριαίος, του τρύπησε την καρδιά. Θα ορκιζόταν πως ένιωσε τους παλμούς της καρδιάς του να σταματούν όσο έμπηγε όλο και πιο μέσα το στιλέτο. Ο μονόφθαλμος ζύγιζε τουλάχιστον 40 κιλά παραπάνω από τον ίδιο, οπότε σχεδόν ταυτόχρονα με το μαχαίρωμα, πριν πέσει στο έδαφος, ο Κώστας έκανε ένα σάλτο όπου βρέθηκε ακριβώς από πίσω του κι έσπρωξε το σώμα του άντρα στην Λίμνη. Εκείνη άνοιξε το αδηφάγο στόμα της και το κατάπιε με ευχαρίστηση. Μόλις το νερό ηρέμησε, με τους κύκλους να εξαφανίζονται μαζί με το πτώμα, έκανε την ευχή του.

«Εύχομαι να γίνει καλά η μητέρα μου και να εξαφανιστεί η αρρώστια της!», είπε και για μία ακόμη φορά έφυγε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο του με κατεύθυνση το νοσοκομείο.

«Η μητέρα σας εμφάνισε τρομερά σημάδια βελτίωσης. Το εγκεφαλικό, ενώ αρχικά μας έκανε να πιστέψουμε πως ήταν πολύ ισχυρό, τελικά δεν επηρέασε τις λειτουργίες της ούτε στο ελάχιστο», είπε ο διανυκτερεύων γιατρός στον Κώστα.

Ο Κώστας δεν αντέδρασε στα ευχάριστα νέα. Το γνώριζε άλλωστε, η θυσία ήταν μεγάλη. Άνθρωπος για άνθρωπο. Μια νεαρή νοσοκόμα τον οδήγησε στο δωμάτιο της μητέρας του. Ήταν ξύπνια με το χρώμα της να προδίδει την ταλαιπωρία που είχε περάσει τα τελευταία χρόνια.

«Είμαι καλά παιδί μου, πάει πέρασε…», του είπε.

«Το ξέρω. Δεν θα ξαναπάθεις τίποτα και θα φύγουμε από εδώ!», της απάντησε.

«Τι έχεις Κωστή μου; Σε βλέπω δεν είσαι καλά. Μην αγχώνεσαι για εμένα, με φροντίζεις όσο μπορείς και οι γιατροί, όπως και τα κορίτσια, είναι καλοί μαζί μου.»

«Το ξέρω και δεν αγχώνομαι. Σου είπα θα φύγουμε. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα είσαι σπίτι.»

«Δεν θα σου φέρω αντίρρηση αν και ξέρουμε και οι δύο πως δεν θα συμβεί αυτό…», απάντησε.

«Θυμάσαι τότε στο σπίτι που ξαφνικά έγινες καλά;»

«Ναι. Πως μπορώ να το ξεχάσω!»

«Έτσι θα γίνει και τώρα μόνο που θα είναι μόνιμο. Φεύγω. Θα περιμένω τηλέφωνο από τους γιατρούς για να έρθω να σε γυρίσω σπίτι», της είπε και χωρίς να την φιλήσει ,όπως έκανε κάθε φορά, έκλεισε την πόρτα του δωματίου της και προχώρησε προς την έξοδο του νοσοκομείου.

Όντως η μητέρα του μέχρι το τέλος της εβδομάδας είχε γυρίσει στο σπίτι της. Αυτός, όμως, που δεν επέστρεψε μαζί της ήταν ο Κώστας. Τον ίδιο μήνα παράτησε εκείνη και τον Γλύκα και χωρίς να της πει τίποτα έφυγε και πήγε στον Λεωνίδα για μια ακόμη χάρη. Του ζήτησε να δουλέψει σε μια από τις επιχειρήσεις του, αλλά με την προϋπόθεση η δουλειά να μην είναι κοντά στην πόλη του. Για μια ακόμη φορά εκείνος αντέδρασε θετικά, αφού στο τέλος τέλος λεφτά θα του έβγαζε και μάλιστα πολλά. Ο Κώστας αποδείχθηκε πολύ καλύτερος από ό,τι φανταζόταν ο Λεωνίδας. Μέσα σε δέκα χρόνια του είχε βγάλει πάνω από 7 εκατομμύρια ευρώ. Βέβαια είχε αλλάξει ναρκωτικό, η κόκα είχε ακόμη μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους.

Όπως, όμως, όλες οι οικονομίες, έτσι και εκείνη του μεγάλου Λεωνίδα έμελλε να καταρρεύσει, όταν η δίωξη ναρκωτικών εντόπισε ένα παιδί 14 ετών να πουλά χόρτο σε έναν αστυνομικό που το έπαιζε πελάτης. Ο μικρός χέστηκε πάνω του και πρόδωσε το σημείο από όπου παραλάμβανε την αμοιβή του και το εμπόρευμα. Η αστυνομία με την σειρά της παρακολούθησε το σημείο και συνέλαβε έναν τύπο που έκανε παραδόσεις με το ποδήλατο του. Εκείνος ήταν πιο πιστός στην οργάνωση και δεν την πρόδωσε αμέσως. Μόλις, όμως, έκλεισε συμφωνία πως δεν θα εμπλακεί το όνομα του και δεν θα φυλακιστεί, αν προδώσει την οργάνωση στο σύνολο της, τότε το οικοδόμημα καταστράφηκε.

Ο Κώστας μαζί με άλλους 3 από τους υψηλά ιστάμενους της ομάδας γλύτωσαν από καθαρή τύχη. Όμως η αστυνομία δεν σταμάτησε να ψάχνει. Είχε φοβηθεί, όλοι του οι λογαριασμοί είχαν παγώσει και τα μετρητά, αν και αρκετά, δεν έφταναν για να κάνει την μεγάλη φυγή.

Τότε αποφάσισε να ζητήσει μια ακόμη ευχή. Ο Θεός ήξερε πόσο δεν ήθελε να ξαναπάει σε αυτή την γαμημένη Λίμνη. Εκείνο το σάπιο μέρος τον έκανε να παρατήσει την ίδια του την μάνα. Δεν ένιωθε τίποτα για εκείνη, πλέον, ούτε για τον σκύλο του. Καλά καλά δεν ένιωθε κανένα όμορφο συναίσθημα για κανέναν άνθρωπο. Θυμόταν πώς είναι να νοιάζεσαι, να αγαπάς, να πονάς για τον άλλον, αλλά ως εκεί. Μετά από κάθε ευχή κάτι μέσα του χανόταν. Όμως τώρα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου κι η απάθεια που τον οδήγησε να παρατήσει ό,τι αγαπά, τώρα θα τον βοηθούσε να σώσει την ζωή του.

Χρειάστηκε να περάσουν κάποιες μέρες για να εντοπίσει τα τρία ζωντανά ρεμάλια της οργάνωσης. Το σχέδιο που τους παρουσίασε ήταν αρκετά πειστικό, αφού όλοι δέχθηκαν να βρεθούν στην μεγάλη συκιά. Όλοι την ήξεραν, όλοι είχαν πάει στην μικρή έπαυλη που είχε ο Λεωνίδας, είχαν κάτσει ώρες μαζί του σε αυτές τις ξύλινες άβολες καρέκλες, όλα αυτά ήταν βασική προϋπόθεση για να εξελιχθούν στην ιεραρχία. 

«Όπως τα είπαμε, κοιμόμαστε στους υπνόσακους που σας έφερα και αύριο το πρωί πηγαίνουμε στον Μίλο να παραλάβουμε τις νέες ταυτότητες. Καπάκι φτάνουμε στα ΚΤΕΛ Κηφισού κι από εκεί Θεσσαλονίκη. Μέχρι το βράδυ θα έχουμε περάσει Βουλγαρία. Το ΚΤΕΛ είναι η πιο ασφαλής επιλογή με τους λιγότερους ελέγχους. Τις φωτογραφίες για τις νέες ταυτότητες τις φέρατε;», ρώτησε.

Είχαν κάνει όλοι τις αλλαγές που είχε ζητήσει ο Κώστας, άλλος κουρεύτηκε, άλλος έκοψε τα γενιά του και ένας που δεν είχε κάτι ιδιαίτερο έβαλε γυαλιά μυωπίας και κούρεψε γουλί το κεφάλι του. Ο Κώστας ήταν τυχερός, ποτέ δεν είχε πάρε δώσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ποτέ δεν είχε βγάλει φωτογραφίες με μέλη της οργάνωσης, οπότε ήταν σίγουρος πως κάνεις δεν είχε φωτογραφία του. Γνώριζαν μόνο το μικρό του όνομα και το παρατσούκλι του, «Ποδηλατάκιας».

«Έτοιμοι λοιπόν. Μην αγχώνεστε, όλα θα πάνε ρολόι κι όταν φτάσουμε Βουλγαρία τα χρήματα που έχουμε και οι τρεις, μαζί με τις διασυνδέσεις που έχουμε στα Βαλκάνια θα μας βοηθήσουν να φτιάξουμε την δική μας επιχείρηση διακίνησης. Ώρα να σφραγίσουμε την συμφωνία που κάναμε εδώ, χωρίς προδοσίες. Μαζί είμαστε δυνατοί, μόνοι μας φυλακισμένοι», είπε και έβγαλε από το σακίδιο του ένα μπουκάλι τσίπουρο και τέσσερα γυάλινα σφηνάκια. Αφού τα μοίρασε σέρβιρε τους πάντες και όλοι μαζί ύψωσαν τα ποτήρια τους στον συννεφιασμένο ουρανό κι ευχήθηκαν να πάνε όλα καλά αύριο. Με το βλέμμα στην μεγάλη συκιά που τόσα χρόνια λειτουργούσε σαν φάρος για εκείνους, ήπιαν με την μία το σκληρό αλκοόλ και με πρώτο τον Κώστα πέταξαν με δύναμη τα μικρά ποτήρια στον κορμό της, σπάζοντας τα σε δεκάδες κομμάτια.

Το κόλπο έπιασε, στα επόμενα πέντε λεπτά όλοι είχαν μπει στον δικό τους τριπ. Είχε ρίξει τόσο LSD μέσα στο τσίπουρο που το ταξίδι αυτό δεν θα είχε επιστροφή ακόμα κι αν αποφάσιζε να σταματήσει το σχέδιο του. Όσο ήταν ζαβλακωμένοι τούς είπε να τον ακολουθήσουν.

«Κάτι πολύ όμορφο θα δουν τα μάτια σας», τους έταξε.

Έφτασαν στην Λίμνη· ήδη ο Μάριος, ο ένας από τους τρεις ντίλερ, είχε πέσει πάνω από δέκα φορές, αλλά ξανασηκωνόταν, φωνάζοντας πως βλέπει δράκους στον ουρανό να πετάνε φωτιές.

Πρώτα πήγε στον Μάριο, με τους άλλους δύο να έχουν καθίσει στα νωπά βρύα λίγα εκατοστά μακριά από την Λίμνη.

«Σου αρέσει;»

«Είναι υπέροχοι. Είναι παντού τους βλέπεις;»

«Όχι» απάντησε και με το ίδιο στιλέτο που πριν δέκα χρόνια σκότωσε τον μονόφθαλμο, κάρφωσε τον Μάριο στο αυτί διαπερνώντας τον εγκέφαλο του, ενώ την ίδια στιγμή πέταξε τον σώμα του στα κρύα νερά.

«Εύχομαι να ζήσω μια υπέροχη ζωή χωρίς φυλακές και πόνο», είπε. Είχε σκεφτεί πάνω από χίλιες φορές την ευχή που θα ζητούσε. Και θα έκανε την μεγαλύτερη δυνατή θυσία ώστε να μην χρειαστεί ποτέ ξανά να βρεθεί στην καταραμένη Λίμνη που του είχε καταστρέψει την ψυχή.

Συνέχισε με τον Στάμο, έναν αδύνατο άντρα κοντά στα πενήντα. Εκείνος είχε λιποθυμήσει, μάλλον η δόση για το βάρος του ήταν πολύ μεγάλη. Απλώς έσυρε το σώμα του στην Λίμνη και το πέταξε μέσα σαν τσουβάλι.

«Εύχομαι να ζήσω μια υπέροχη ζωή χωρίς φυλακές και πόνο», είπε ξανά.

«Τι κάνεις; Γιατί βουτήξαμε όλοι στην Λίμνη;», τον ρώτησε ο τελευταίος.

«Είναι ωραία τα νερά, θες να βουτήξεις κι εσύ;», τον ρώτησε ο Κώστας.

«Ναι φυσικά!», είπε και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του μέχρι που έμεινε γυμνός.

Τότε χωρίς να τον προλάβει ο Κώστας έτρεξε ο άτιμος προς την Λίμνη και με ένα σάλτο βούτηξε μέσα. Ο Κώστας νευρίασε, ούρλιαζε από θυμό γιατί ο ηλίθιος βούτηξε χωρίς να είναι πληγωμένος. Σε καμία περίπτωση δεν θα έμπαινε μέσα στην Λίμνη για να τον σκοτώσει. Όμως ο βλάκας δεν βγήκε ποτέ και τότε είπε τις τελευταίες του λέξεις στα νερά των ευχών.

«Εύχομαι να ζήσω μια ζωή χωρίς φυλακές και πόνο» και για τελευταία φορά στην ζωή του έφυγε από την Λίμνη με την ψυχή του κατακερματισμένη.

Ήταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την γυναίκα του, τους γονείς της και την μικρή του κόρη. Μόλις πριν δύο μήνες είχε γίνει ενός. Πλέον τα είχε αφήσει όλα πίσω, είχε παντρευτεί κι αποκτήσει ένα παιδί, όχι επειδή ήθελε, αλλά επειδή έπρεπε. Μόνο έτσι θα άφηνε πίσω την παράνομη ζωή και τις φρικαλεότητες. Εκείνος, δυστυχώς, δεν αγάπησε ποτέ την οικογένεια του, πάντα προσποιούταν, αν κι ήθελε πραγματικά να τους αγαπήσει. Σε αυτό το πλούσιο τραπέζι με εκείνον πλέον να είναι 35 ετών, με γυναίκα και παιδί, κάτι που δεν πίστευε ότι θα καταφέρει, ένιωσε μια γνώριμη παγωμάρα, μια υγρασία να χαϊδεύει τα κόκαλα του. Μέσα σε αυτή την περίεργη κατάσταση θα ορκιζόταν πως άκουσε γυναικείες κραυγές ίσως και ένα γαύγισμα. Τότε κοιτάζοντας την γυναίκα του ένιωσε έναν οξύ πόνο στην καρδιά και έκλεισε τα μάτια του.

Σκοτάδι, αλλά όχι· έφταναν από ψηλά ασημένιες ακτίνες, αποδυναμωμένες, που έσπαγαν πάντως την μαυρίλα. Τα μάτια του μετά από λίγο συνήθισαν τον σχεδόν ανύπαρκτο φωτισμό. Έβλεπε κάπως καλύτερα, αλλά και πάλι ήθελε πολλή προσπάθεια. Κοίταξε ψηλά και είδε πως πάνω από το κεφάλι του, όχι ψηλότερα από ένα μέτρο, υπήρχε νερό, λες και στεκόταν κάτω από κάποιο ενυδρείο. Είδε την αντανάκλαση του, δεν τρόμαξε, δεν είχε τον χρόνο. Ήταν μόλις 16 χρόνων. Τότε άκουσε ένα μουγκρητό και κοίταξε ευθεία μπροστά. Ήταν θολά, αλλά ένα πλάσμα σαν ανθρώπινο τον πλησίαζε. Μπόρεσε να τον δει, μόνο, όταν τον πλησίασε. Ήταν μόνο κόκαλα και δέρμα. Τα μάτια του ήταν σπρωγμένα προς τα μέσα, ενώ τα άκρα του φαίνονταν πολύ μακριά και λεπτά. Δεν φορούσε ρούχα, στεκόταν γυμνός μπροστά του.

«Που είμαι;», ρώτησε.

«Στο πάτο της Λίμνης παιδί μου», του είπε και τότε κατάλαβε… Δεν ήταν φύκια αυτά που είχε δει τότε, ήταν χέρια σαν κι αυτά του άντρα. Φρίκαρε, δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε αν απλά έπρεπε να τρέξει μακριά.

«Ο πρώτος όλων των δυνατών, το αρχαίο σκοτάδι, πραγματοποίησε κάθε σου ευχή. Πόσες ευχές ζήτησες;»

«Τέσσερις, μόνο τέσσερις!»,  του απάντησε με δάκρυα στα μάτια.

«Σαράντα χρόνια ζωής σου στέρησε, όπως και την ψυχή σου. Τώρα θα ζήσεις εδώ μαζί μας, είμαστε πολλοί, χιλιάδες και πεινάμε παιδί μου. Όταν δεν πέφτουν ευχές στην Λίμνη πεινάμε. Κι έχουν να πέσουν εδώ και πολύ καιρό», του απάντησε αρπάζοντας του το χέρι.

Προσπάθησε να τρέξει μακριά, να τραβήξει το χέρι του, αλλά μάταια, ήταν τρομερά δυνατός. Άνοιξε το στόμα του τρεις φορές παραπάνω από το κανονικό και έκοψε ένα κομμάτι από αυτό. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Νόμιζε πως θα λιποθυμήσει, αλλά την ίδια στιγμή ένιωσε κάτι πίσω του. Ήταν μια γυναίκα εξίσου αδύνατη και γυμνή. Κάρφωσε τα δόντια της στον ώμο του, τόσο βαθιά που ένιωσε το κόκκαλο του να γδέρνεται, το σώμα του έκαιγε και μύριζε κάτουρο. Ο πανικός ήταν μικρή λέξη για αυτό που ένιωθε.

«Μην φοβάσαι νέε μου. Δεν μπορείς να πεθάνεις στο καθαρτήριο του αρχαίου Τίποτα. Κάθε τόσο θα αναπλάθεσαι μέχρι που θα μείνεις μόνο κόκαλα και σάρκα. Και τότε θα παρακαλάς και εσύ να φέρει ευχές στα ασημένια νερά του…»

Τ Ε Λ Ο Σ

-φωτογραφίες από Pinterest

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s