-στα λόγια ο Κωνσταντίνος Λιάχης
Λίγο γάλα ακόμα αν γίνεται», είπε ο Άρης ενώ κοίταζε τον άδειο λευκό πάτο της κούπας του.
Η μητέρα του στεκόταν μπροστά από το αναμμένο μάτι της κουζίνας και ανακάτευε την σούπα που θα έτρωγαν το μεσημέρι. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει, ακόμη και την δεύτερη φορά που ζήτησε παραπάνω γάλα. Μόλις ετοίμασε το μεσημεριανό, γύρισε σε εκείνον. Φορούσε μια λευκή ρόμπα και σαμπό παντόφλες. Το μάτι του έπεσε κατευθείαν στα αυτιά της, κάποτε της άρεσαν τα σκουλαρίκια, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν φορούσε καθόλου και αυτό στεναχωρούσε τον Άρη. Μέρες τώρα είχε παραμελήσει τον εαυτό της για έναν ανεξήγητο λόγο και εκτός από αυτό του μιλούσε πολύ λιγότερο από όσο παλιά. Στα χέρια της κρατούσε μία κούπα με γάλα και ένα μπισκότο.
«Πάρε αυτά Άρη», είπε η μητέρα του και ο Άρης χαμογέλασε σαν μικρό παιδί παρόλο που ήταν σχεδόν είκοσι χρονών.
Εκείνη δεν του χαμογέλασε, αλλά επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Άρης για να την ευχαριστήσει δεν ξαναμίλησε, γιατί ένιωθε πως την ενοχλούσε αυτό. Ήπιε λίγο γάλα ακόμη και ύστερα έφαγε το μπισκότο του. Του έφερε πίκρα στην τελευταία μπουκιά, τόση που αναγκάστηκε να πιει λίγο ακόμη από το γάλα του. Σηκώθηκε για να ακουμπήσει στο νεροχύτη τις δύο άδειες κούπες. Ο νεροχύτης ήταν γεμάτος από δαύτες, μάλλον τις είχε κατεβάσει όλες η μητέρα του από τα ντουλάπια για να τις πλύνει. Ήταν παστρικιά με την καθαριότητα, οπότε δεν του έκανε ιδιαίτερη αίσθηση.
«Ραλφ; Που είσαι αγόρι μου;», ρώτησε με δυνατή φωνή ο Άρης φεύγοντας από την κουζίνα.
Το σκυλί δεν έλεγε να έρθει σε εκείνον με τίποτα.
«Που είναι ο Ραλφ μαμά;»
Για μία ακόμη φορά δεν του απάντησε. Εκείνος δεν ασχολήθηκε περαιτέρω μαζί της παρόλο που ήταν αρκετά θυμωμένος. Εντάξει να μην ήθελε να του μιλήσει, αλλά όχι και όταν προσπαθούσε να βρει το σκυλί. Ξεκίνησε για το σαλόνι, ούτε εκεί βρήκε το μικρό γαλλικό μπουλντόγκ. Κοίταξε μέχρι και πίσω από τον μεγάλο καναπέ, επειδή είχε αρκετό κενό από την τοίχο. Δεν ήταν πουθενά το άτιμο. Ήταν έτοιμος να τσακωθεί με την μητέρα του, αλλά τότε σκέφτηκε την αδερφή του που ήταν στο δωμάτιο της στο πάνω όροφο της μονοκατοικίας· ίσως το σκυλί να ήταν μαζί της. Ανέβηκε δύο δύο τα σκαλοπάτια μέχρι να φτάσει στον διάδρομο. Του φάνηκε πιο μεγάλος, είχε να αισθανθεί έτσι τον διάδρομο από τότε που ήταν μικρός και όλα του φάνταζαν τεράστια σε αυτό το σπίτι. Χτύπησε την πόρτα στα αριστερά του.
«Παρακαλώ;» είπε η φωνή της Αρετής.
«Να μπω;» ρώτησε ο Άρης.
«Ποιος είσαι και τι μου φέρνεις;» ρώτησε η κοπέλα.
«Φέρνω μία ερώτηση», απάντησε εκείνος ανοίγοντας την πόρτα.
Είχε γίνει πολύ παράξενη η μικρή του αδερφή. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο την είδε που καθόταν στο γραφείο της και προσπαθούσε να κάνει πλεξούδες τα μαλλιά της. Μόλις ο Άρης πλησίασε, εκείνη γύρισε την καρέκλα προς το μέρος του, ενώ συνέχιζε να κρατάει δύο μεγάλες τούφες από τα ξανθά της μαλλιά.
«Μήπως σου βρίσκεται ένα λαστιχάκι; Δεν έχω, δεν μου δίνουν», είπε η Αρετή θλιμμένα.
Ο Άρης έγειρε λίγο το κεφάλι του και έμεινε να κοιτάζει πίσω από τα πόδια της, κάτω από το κρεβάτι. Κάποια δευτερόλεπτα αργότερα και ενώ είχε σκύψει σχεδόν ολόκληρος θυμήθηκε την ερώτηση της.
«Όχι, δεν έχω λαστιχάκι να σου δώσω. Αν όμως με βοηθήσεις να βρω τον Ραλφ θα πω στην μαμά και θα σου φέρει ένα», απάντησε και εκείνη άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της και να ουρλιάζει σαν υστερική.
«Ηρέμησε! Μην κάνεις έτσι!», φώναξε αλλά δεν του έδινε σημασία. Έκλαιγε και τραβούσε τα μαλλιά της.
«Θέλω ένα λαστιχάκι! Θέλω ένα λαστιχάκι!», έλεγε ουρλιάζοντας.
Χτυπιόταν τόσο πολύ που ούτε ένα λεπτό δεν πέρασε και έπεσε από την καρέκλα στο πάτωμα. Ο Άρης έκανε να την πλησιάσει και τότε άκουσε βήματα από πίσω του. Ήταν η μητέρα του που τον παραμέρισε κάπως απότομα και πλησίασε την αδερφή του. Τώρα την είχε πλάτη και δεν μπορούσε να την δει καθαρά, κάτι είπε, κάτι έκανε και κατάφερε να την ηρεμήσει.
«Έλα, ας την αφήσουμε να ηρεμήσει», είπε η μητέρα του με κάπως απαλή φωνή και κρατώντας τον από τον ώμο βγήκαν από το δωμάτιο.
«Πήγαινε και εσύ στο δωμάτιο σου και θα σε φωνάξω όταν είναι έτοιμο το φαγητό», συνέχισε να του λέει.
«Και ο Ραλφ; Πού είναι το σκυλί μαμά;» ρώτησε εκείνος.
«Α, ο σκύλος; Είναι με τον πατέρα σου, τον έβγαλε βόλτα πριν δύο ώρες αλλά δεν έχουν γυρίσει ακόμη. Πήγαινε εσύ λίγο να ξεκουραστείς και μέχρι να ετοιμαστεί το μεσημεριανό θα έχουν γυρίσει.»
Ο Άρης, ένιωθε αρκετά νυσταγμένος, δεν το είχε καταλάβει μέχρι εκείνη την στιγμή, ίσως επειδή είχε την έγνοια του σκύλου. Περπάτησε στον διάδρομο μέχρι την τελευταία πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο του. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί το δωμάτιο του και εκείνο της αδερφής του έπρεπε να είναι ολόιδια. Δεν ήταν έτσι παλιά, αλλά όλα είχαν αλλάξει πλέον. Με την ελπίδα ότι θα δει το σκυλάκι του το μεσημέρι έπεσε στο κρεβάτι. Δεν άργησαν να κλείσουν τα μάτια του από την κούραση, αφού εδώ και λίγο καιρό ένιωθε κουρασμένος σχεδόν όλη την μέρα.

Έκανε βαθύ ύπνο, αυτό ήταν σίγουρο, αφού όταν άνοιξε τα μάτια του ένιωσε πολύ βαριά τα βλέφαρα του. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Αμέσως αναρωτήθηκε πόσες ώρες είχε κοιμηθεί και γιατί δεν τον ξύπνησε η μητέρα του για το μεσημεριανό. Το μικρό παράθυρο στο μπαλκόνι του ήταν κλειστό, ενώ ήταν αρκετά σίγουρος πως όταν έπεσε να ξαπλώσει ήταν ορθάνοικτο. Σηκώθηκε και πλησίασε για να το ανοίξει. Όντως είχε απλωθεί παντού το σκοτάδι. Κοίταξε όσο πιο ψηλά μπορούσε, δεν υπήρχαν σύννεφα, δεν φαινόταν το φεγγάρι ούτε καν αστέρια παρόλο που δεν υπήρχαν σύννεφα. Πυκνό μαύρο σκοτάδι.
«Μα τι στο καλό;», μονολόγησε και βγήκε από το δωμάτιο.
Με γρήγορο ρυθμό περπάτησε μέχρι το δωμάτιο της αδερφής του. Πήγε να ορμήσει στην πόρτα, αλλά σκέφτηκε το περασμένο της ώρας και την άνοιξε σιγά σιγά. Πέρασε πρώτα το κεφάλι του, είδε την Αρετή να κοιμάται μπρούμυτα κάτω από τα λευκά σκεπάσματα. Μόνο τα ξανθά της μαλλιά φαινόντουσαν και μία τεράστια κόκκινη στάμπα ακριβώς στο κέντρο του σεντονιού.
Μία κόκκινη τεράστια στάμπα; Κόλλησε το μυαλό του για λίγο και έμεινε μόνο με το κεφάλι μέσα στο δωμάτιο. Μόλις κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά κατάφερε να ξεκολλήσει και το υπόλοιπο σώμα του. Όσο την πλησίαζε τόσο μύριζε κάτι μεταλλικό στην ατμόσφαιρα και έβλεπε πως το σεντόνι σε εκείνο το σημείο εκτός από βαθύ κόκκινο ήταν σκισμένο και υγρό. Αμέσως έσκυψε πάνω της και χάιδεψε το κεφάλι της.
Ήταν πολύ παγωμένο· ακόμη και εκείνη την στιγμή που όλα κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Αυτό έγινε μόνο όταν τράβηξε το σεντόνι από πάνω της.
«Παναγία μου!», φώναξε και ένιωσε την ανάσα του να κόβεται.
Αμέσως έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και έκανε εμετό όλο το γάλα που είχε πιει νωρίτερα. Σήκωσε το κεφάλι του βάζοντας το καλό του χέρι στο στόμα. Η μέση της αδερφής του είχε κοπεί σχεδόν στα δύο και ακόμη ανέβλυζε πηχτό αίμα. Σε ορισμένα σημεία, εκεί που το κόψιμο ήταν πιο βαθύ έβλεπε αρκετά καθαρά κάποιο διαλυμένο κομμάτι της σπονδυλικής στήλης.
«Μαμά! Μπαμπά! Γρήγορα βοήθεια!», φώναξε αρκετές φορές αλλά κανείς δεν ήρθε στο δωμάτιο να βοηθήσει.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα και αφού κατάφερε κάπως να συνέλθει, αλλά να αντιληφθεί πλήρως τι είχε συμβεί, ακούμπησε το χέρι του στο λαιμό της. Έτσι δεν γινόταν στις ταινίες; Αναρωτήθηκε και περίμενε να αισθανθεί κάτι. Άδικα όμως, αφού ήταν παγωμένη και δεν υπήρχε κανένας χτύπος.
Η αμέσως επόμενη κίνηση του ήταν να την σκεπάσει και να βγει από το δωμάτιο με κατεύθυνση την κουζίνα. Εκεί ήταν το σταθερό τηλέφωνο για να μπορέσει να καλέσει την αστυνομία. Φτάνοντας κάτω είδε στην τραπεζαρία καθισμένη την μητέρα του και δεξιά της καθόταν ο πατέρα του. Μπροστά τους ακουμπισμένα στο τραπέζι ήταν δύο πιάτα με λιγοστά μακαρόνια, ένα ποτήρι με νερό για εκείνη και ένα ντενεκεδάκι μπύρας για εκείνον. Στεκόντουσαν ακίνητοι και οι δύο, αλλά αυτό που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον Άρη ήταν πως τον κοιτούσαν με τρόμο.
«Πρέπει να καλέσετε την αστυνομία! Η Αρετή είναι νεκρή! Κάποιος την σκότωσε, πρέπει να φύγουμε από το σπίτι», είπε πλησιάζοντας το τραπέζι και τότε παρατήρησε τον πατέρα του να σφίγγει το πιρούνι στο χέρι του πολύ δυνατά και να μετατρέπεται ο φόβος του σε καθαρή οργή.
«Κοίτα!», φώναξε ο πατέρας του και αφού έσκυψε από την καρέκλα, έπιασε με το αριστερό του χέρι ένα μαύρο κουφάρι και το πέταξε στην μέση της τραπεζαρίας.
Ο Άρης δεν έβλεπε καθαρά γιατί το φως της λάμπας ήταν λιγοστό, πλησίασε και τότε είδε πως ήταν ο Ραλφ, το σκυλί της οικογένειας και ο αγαπημένος του φίλος.
«Ο ίδιος που σκότωσε την Αρετή, το έκανε και αυτό! Πρέπει να φύγουμε και να καλέσουμε την αστυνομία. Μπορεί να είναι ακόμη στο σπίτι. Γιατί δεν με ακούτε;», είπε με δυνατή φωνή και τότε η μητέρα του που φορούσε τα σκουλαρίκια της αυτή την φορά, άρχισε να κλαίει γοερά.
«Μην πλησιάζεις», είπε με αυστηρή φωνή ο πατέρα του.
«Μα δεν περπατάω», απάντησε ο Άρης.
«Σταμάτα να έρχεσαι προς το μέρος μας σού λέω!», συνέχισε εκείνος.
«Μα δεν…», πήγε να πει και τότε ένιωσε κάτι πίσω στον σβέρκο του, μια ανεπαίσθητη δροσιά, ίσως μια κίνηση.
Ενστικτωδώς έκλεισε τα μάτια του για μία στιγμή κι όταν τα άνοιξε ξανά είδε μια φιγούρα πίσω από τους γονείς του, να κρατάει ψηλά το μεταλλικό μακρύ άγκιστρο για το τζάκι, εκείνο που χρησιμοποιούσαν για να κουνάνε τα ξύλα όταν ήταν έτοιμα να σβήσουν. Αυτή η φιγούρα που τα χαρακτηριστικά της ήταν αδύνατο να τα ξεχωρίσει, λόγω της απόστασης και του λιγοστού φωτός, έφερε πολλές φορές το άγκιστρο στα κεφάλια των γονιών του. Είδε τα άκρα του πατέρα του να σπαρταράνε και το κεφάλι του να βουλιάζει στο πιάτο με τα μακαρόνια ενώ η μητέρα του έσκουζε από τον πόνο. Χρειάστηκαν πολλά χτυπήματα για να σταματήσει να πονάει, για να φύγει από την ζωή.
«Τι έκανες! Τι έκανες!», έλεγε ουρλιάζοντας ο Άρης ενώ η φιγούρα έμεινε να τον κοιτάζει αμίλητη και ακίνητη.
Ο θυμός του Άρη πλέον δεν είχε όριο, ένιωθε τα χέρια του να τρέμουν και τις γροθιές του σφιγμένες τόσο που είχαν γίνει λευκές από την διακοπή της ροής του αίματος. Βγάζοντας μια κραυγή έτρεξε προς το μέρος του άντρα αδιαφορώντας για το θανάσιμο αντικείμενο που κρατούσε στα χέρια του. Λίγο πριν τον φτάσει, η σκοτεινή φιγούρα χωρίς να περπατήσει κατάφερε και τον έφτασε πρώτη. Το πρόσωπό της φάνηκε για δέκατα του δευτερολέπτου. Το μόνο που πρόλαβε να δει ο Άρης ήταν ένα τεράστιο στόμα που ξεκινούσε από το πηγούνι και τελείωνε στα φρύδια. Ένιωσε να τον καταπίνει και πλέον να γίνεται μέρος της πυκνής νύκτας που είχε δει νωρίτερα από το παράθυρο του δωματίου του.

«Άρη, ξύπνα σε θέλει ο γιατρός», είπε η μητέρα του, ενώ τον χάιδευε έντονα στον ώμο.
Ο Άρης άνοιξε τα μάτια του και της χαμογέλασε. Αμέσως φόρεσε τις παντόφλες του και μαζί κατέβηκαν στο σαλόνι. Είδε στην τραπεζαρία την Αρετή να τρώει το φαγητό της. Ο ήλιος έμπαινε από κάθε παράθυρο του δωματίου. Αρκετά ευδιάθετος είδε την μητέρα του να ανοίγει την πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο του πατέρα του.
«Σε περιμένει ο γιατρός, άντε μην αργείς», είπε πιο απότομα εκείνη, με τον Άρη να υπακούει και να μπαίνει στο γραφείο.
Εκεί τον περίμενε ο πατέρας του με μια λευκή ρόμπα που δεν θα του έκανε αν προσπαθούσε να την κουμπώσει. Καθόταν στο γραφείο του και μόλις είδε τον Άρη τού έκανε νόημα να καθίσει στην καρέκλα απέναντι του.
«Πως νιώθεις σήμερα Άρη;», ρώτησε ο πατέρας του.
«Καλά πατέρα, καλύτερα από χθες. Νομίζω πως στο εξής θα είμαι καλύτερα», απάντησε ο Άρης με εύθυμο τόνο.
«Άρη, τα έχουμε ξαναπεί, δεν είμαι ο πατέρας σου, αλλά ο υπεύθυνος ψυχίατρος της κλινικής. Βρίσκεσαι εδώ γιατί έχεις σκοτώσει την οικογένεια σου, πατέρα, μητέρα, αδερφή όπως και το κατοικίδιό σας. Απλά από το σοκ αρνείσαι να το θυμηθείς», απάντησε εκείνος.
«Ω πατέρα, μα το θυμάμαι. Τώρα πια ξέρω και γιατί σε σκότωσα και γιατί θα σε σκοτώσω ξανά. Τώρα πια ξέρω πως η αγαθότητα μου έχει χαθεί, την πήρες την τελευταία φορά που με βίασες μπροστά στην Αρετή. Την πήρες όταν έβαλες τον σκύλο, που με τόση λαχτάρα είχα εκπαιδεύσει, να με δαγκώσει, επειδή τόλμησα να βγω μία φορά από το σπίτι. Την πήρε και η μητέρα μου όμως, όταν τα βράδια που κοιμόμουν ερχόταν και με έπνιγε με τα σεντόνια έως ότου λιποθυμούσα και βυθιζόμουν στο πυκνό σκοτάδι. Αλλά πάει πέρασε, όλοι κοιμούνται τώρα, και θα κοιμηθείς και εσύ ξανά πατέρα. Όλοι είστε εν δυνάμει ικανοί να γίνετε πατέρας και μητέρα μου», είπε ο νέος Άρης που είχε καταβροχθίσει την συνείδηση του αγαθού εαυτό του λίγο νωρίτερα.
Πριν προλάβει καν να φωνάξει ο γιατρός, ο Άρης είχε πηδήξει πάνω στο γραφείο και είχε καρφώσει το μεταλλικό στυλό του γιατρού μέσα στο δεξί του μάτι. Σταμάτησε να το πιέζει μόνο την στιγμή που ένιωσε κόκκαλο από την άλλη πλευρά.
Χαμογελαστός και με ελάχιστο αίμα στα χέρια του κάθισε ξανά στην καρέκλα και έμεινε να περιμένει την μητέρα του, τον επόμενο πατέρα του και ό,τι άλλο κακό θα του έφερνε η μοίρα. Αλλά τώρα ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει το οτιδήποτε, τώρα δεν φοβόταν, τώρα δεν ήλπιζε για καλύτερες μέρες, τώρα δεν είχε ψυχή και συναισθήματα, είχε μόνο την δύναμη να αντιμετωπίσει το κακό.
-φωτογραφία από Pinterest–