-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Υποτίθεται ότι είναι από τα μεγαλύτερα δάση των Βαλκανίων», είπε ο Έκτορας τη στιγμή που στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου έμπαινε το Heart of Glass από Blondie.
«Όλα μεγάλα τα έχετε εδώ κάτω ε;», είπε η Ολίβια κοιτάζοντας το κινητό της για να κατευθυνθούν κάπως στο δρόμο.
«Έτσι έτσι. Πού να το δεις τον χειμώνα. Απόκοσμο τοπίο. Είναι λες και βγήκε από ταινία του Tim Burton. Είχαμε περάσει μια φορά με τον πατέρα μου πριν πολλά χρόνια και δεν ήθελα να φύγω.»
«Την άνοιξη παίζει να γαμάει περισσότερο», είπε η Ολίβια.
«Παίζει, ναι.»
Η επιφάνεια του δρόμου θα πρέπει να είχε αγγίξει τους 700 βαθμούς Κελσίου, κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο. Το αμάξι ήταν φούρνος κανονικός. Το ένα παράθυρο, του συνοδηγού δεν λειτουργούσε, κλιματισμό δεν είχαν και είχαν ανοίξει τέντα όλα τα υπόλοιπα παράθυρα συν την ηλιοροφή, ώστε κάθε φορά που ανέπτυσσαν ταχύτητα κάπως κατάφερναν και δεν ήθελαν να γδάρουν το δέρμα τους.
Διέσχιζαν έναν επαρχιακό δρόμο προς το δάσος της Φολόης, βαθιά στην ενδοχώρα της Ηλείας. Πριν από μερικά λεπτά είχαν εγκαταλείψει ένα χωριό, το οποίο ήταν πεπεισμένοι πως το είχαν ξαναπεράσει, το Μηλιά νούμερο 225 πρέπει να ήταν, έτσι που έμοιαζαν όλα μεταξύ τους. Στο δρόμο δεν είχαν συναντήσει ψυχή, πέρα από μια παρέα μηχανόβιων καγκουραίων, που είχαν βρει τόπο να κάνουν τα ακροβατικά τους και τούς είχαν προσπεράσει.
«Τελειώνουν και οι διακοπές, γαμώτο», είπε η Ολίβια, ξύνοντας με το νύχι το στέρνο της. «Καλά ήταν μέχρι τώρα, ποιος ξαναγυρνάει Αθήνα; Πήρα λίγο χρώμα ε; Δεν μπορείς να πεις.»
«Πήρες πήρες, μωρό μου, έχεις γίνει λατίνα», απάντησε ο Έκτορας. «Τι να κάνουμε, τουλάχιστον κάναμε μπανάκια και το ευχαριστηθήκαμε. Και τώρα θα δεις, αυτό θα είναι το highlight του καλοκαιριού. Είναι, σου λέω, εξαιρετικό τοπίο.»
«Ναι, καλά που το κανονίσαμε. Δεν θα άντεχα άλλο ματαιωμένο σχέδιο.» Ο Έκτορας γέλασε και έγειρε πίσω το κεφάλι του, νιώθοντας όλη τη χαλάρωση του καλοκαιριού να απελευθερώνεται στο σώμα του.
Διέσχισαν μερικά απέραντα λιβάδια, μικρούς λόφους και σε λίγη ώρα άρχισαν να συναντούν δεξιά και αριστερά τους ψηλές βελανιδιές, σημάδι πως πλησίαζαν στο δάσος. Η σκιά των δέντρων μείωνε κάπως την υπερβολική ζέστη του δρόμου, προσπέρασαν ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο κι αμέσως μετά ένα που λειτουργούσε κανονικά, και μετά από μερικά λεπτά είχαν πια βρεθεί βαθιά μέσα στο δρόμο που έκοβε το δάσος στα δύο. Κοίταξαν τον χάρτη στο κινητό και προσπάθησαν να βρουν το σημείο που θα άφηναν το αυτοκίνητο και θα μπορούσαν να συνεχίσουν το δρόμο τους με τα πόδια, κανονικά μέσα στα δέντρα.
Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω αντίκρισαν από μακριά κάτι που φαινόταν σαν χωματένιο άνοιγμα στο πλάι του δρόμου, που οδηγούσε μέσα στο δάσος και πιθανότατα εκεί που ήθελαν να φτάσουν. Έστριψαν δεξιά και προχώρησαν αργά για μερικά μέτρα, μέχρι που είδαν σε κάποια απόσταση ένα σχετικά μεγάλο πέτρινο καλύβι. Πλησίασαν, σταμάτησαν το αυτοκίνητο και κοίταξαν για λίγα δευτερόλεπτα μέσα από το παρμπρίζ. Ήταν ένα κρεοπωλείο. Δίπλα του ακριβώς, η συνέχεια του κτιρίου, ήταν μια ταβέρνα που προφανώς ανήκε στον ίδιο άνθρωπο που είχε και το κρεοπωλείο. Καλή μπίζνα. «Κρεοπωλείο; Εδώ; Τι φάση;», είπε σιγανά η Ολίβια κοιτάζοντας ακόμα το κτίριο. Γύρω τους δεν ακουγόταν σχεδόν τίποτα άλλο, πέρα από τιτιβίσματα των πουλιών και αυτό το περίεργο βουητό που έχει ένα δάσος από τα έντομα και τη ζωή που κρύβει μέσα του.
«Έχει κάνει καλή δουλειά εδώ ο τύπος», απάντησε ο Έκτορας. «Θα βγάζει ένα σκασμό λεφτά.»
Πάντως στον χώρο δεν υπήρχε κανένα άλλο αυτοκίνητο παρκαρισμένο, πέρα από ένα γκρι Τογιότα που βρισκόταν μπροστά ακριβώς από την είσοδο του κτιρίου, και μάλλον ανήκε στον ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Πάρκαραν, έσβησαν τη μηχανή και κατέβηκαν, κάνοντας κινήσεις για να ξεπιαστούν από την πολύωρη διαδρομή. Ο Έκτορας πήγε στο πίσω κάθισμα και πήρε την τσάντα πλάτης του, στην οποία είχαν μέσα μερικά απαραίτητα: σνακ, πολύ νερό με πάγο, κουβέρτα για πικνικ και τσιγάρα.
«Σαν να έχει λίγα μυγάκια εδώ ε;», έκανε η Ολίβια, χτυπώντας το μπράτσο της με την παλάμη της και αποτυχαίνοντας, προφανώς, να σκοτώσει το έντομο που την ενόχλησε.
«Ε δάσος είναι βρε παιδί μου, τι θα έχει;», είπε γελώντας ο Έκτορας για να μη φανεί ο τόνος του επιθετικός.
«Μπορεί να φταίει το κρεοπωλείο», είπε η Ολίβια κοιτάζοντας προς το κτίριο. «Πωπώ, φαντάσου τη βρώμα. Δεν θέλω ΚΑΝ να ξέρω τι τρώνε όσοι έρχονται εδώ.»
Έκλεισαν τις πόρτες, φόρτωσαν τα πράγματα στις πλάτες τους και ξεκίνησαν για το μοναδικό διαθέσιμο μονοπάτι που υπήρχε γύρω από το πέτρινο καλύβι. Παρόλο που τα παράθυρά του ήταν ανοιχτά, και από μέσα του ακουγόταν μια χαλαρή κάντρι μουσική, στο χώρο δεν φαινόταν να υπάρχει κανείς. Ήταν λες και είχε παραμείνει έρημο εδώ και πολύ καιρό.

Το χώμα κάτω από τα πόδια τους ήταν αφάνταστα σκληρό και ξερό. Το καλό ήταν ότι το μονοπάτι ήταν καθαρό, δεν χρειάστηκε ούτε να ανοίξουν δρόμο ούτε να αλλάξουν πορεία, και σιγά σιγά έμπαιναν όλο και πιο βαθιά στο δάσος. Οι δρύες από πάνω τους ήταν τόσο ψηλοί και πυκνοί, που το φως του ήλιου αγκομαχούσε για να περάσει μέσα από τα φυλλώματα. Δεν ήταν όμως ένα σκηνικό αποπνικτικό· ίσα ίσα, ήταν απόλαυση να βλέπεις το τοπίο, ήταν σαν να μεταφερόσουν σε μια εποχή εκατομμύρια χρόνια πίσω. Είχαν επιλέξει σωστά να έρθουν, ήταν πράγματι ένα θαύμα των Βαλκανίων.
«Έχουν αρχίσει να με ενοχλούν λίγο αυτά τα μυγάκια ε», είπε η Ολίβια ακολουθώντας τον Έκτορα στο μονοπάτι. «Σαν να έγιναν περισσότερα ή μου φαίνεται;»
«Όχι, όντως πρέπει να έγιναν, αλλά εντάξει, έλα πιο πέρα λογικά δεν θα έχει. Είναι το κρεοπωλείο.»
«Ναι αλλά δεν μπορώ να δω μπροστά μου!»
Ο Έκτορας γύρισε και, όντως, παρατήρησε ότι τα μυγάκια ήταν τόσα πολλά, που το πρόσωπο της Ολίβια οριακά φαινόταν, σε απόσταση ενός μέτρου.
«Τι σκατά; Από πού έρχονται όλα;»
«Δεν… ξέρω… αλλά δεν νομίζω να… την παλέψω για πολύ», είπε κοφτά εκείνη τινάζοντας κάθε τόσο το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό της, μπας και μπορέσει να δει λίγο μπροστά της. Τώρα τα μυγάκια είχαν αρχίσει να ενοχλούν και τον ίδιο. Χτύπαγες μερικά για να φύγουν μπροστά από τα μάτια σου και την ίδια στιγμή κάποιο προσπαθούσε να χωθεί στο αυτί σου ή να τρυπώσει μέσα από το μανίκι σου.
«Έλα δεν γίνεται πάμε πίσω!», φώναξε η Ολίβια.
«Όχι, έλα, το χουμε! Μη γυρίσουμε, σε λίγο θα έχουν φύγει!», της απάντησε.
«Μα δεν μπορώ να… Άου! Με τσίμπησε ένα! Εγώ δεν κάθομαι άλλο εδώ!», έκανε η Ολίβια, και τινάζοντας ξανά με νεύρα τα χέρια της γύρισε και προχώρησε προς τα πίσω.
Προτού ο Έκτορας προλάβει να κουνηθεί, ένα σμήνος από μυγάκια εμφανίστηκε από το πουθενά και τύλιξε την Ολίβια σαν σύννεφο. Προσπαθούσαν να επιτεθούν στο σώμα της, έκαναν βουτιά πάνω στο δέρμα της λες κι ήθελαν να μπουν μέσα, σαν καμικάζι που μοναδικός τους στόχος ήταν να εξοντώσουν τον εχθρό. Ο Έκτορας παρατήρησε πως από το τσίμπημα στο μπράτσο της Ολίβιας έτρεχε λίγο αίμα. Ίσως ήταν αυτό που είχε προσελκύσει το σμήνος, αλλά τι σόι μυγάκια τρέφονται με καθαρό, φρέσκο αίμα; Η κοπέλα ξεκίνησε να τρέχει ελαφρώς, φανερά πανικόβλητη από αυτό που συνέβαινε. Μυγάκια έτρεχαν πίσω της και την τύλιγαν όσο αυτή προσπαθούσε να σπάσει το σύννεφο, ορμούσαν στο σώμα της και την τσιμπούσαν, έκαναν μια περιστροφή και επιτίθονταν ξανά. Οι μικρές πληγές στα χέρια και τα πόδια της είχαν τώρα πολλαπλασιαστεί, είχαν ξεκινήσει να τρέχουν και οι δύο, ώσπου σε κάποια απόσταση τα μυγάκια επιτέλους αραίωσαν και εκείνοι πλησίασαν το κρεοπωλείο επιβραδύνοντας το βήμα τους.
«ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ;;», φώναξε η Ολίβια κοιτάζοντας αηδιασμένη τα μικρά τσιμπήματα στο σώμα της, που τελικά δεν ήταν και τόσα πολλά. «Πρώτη φορά συναντάω κάτι τέτοιο!»
«Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλήθεια! Τι είναι αυτό το μέρος;», απάντησε με ένα τρέμουλο στη φωνή του ο Έκτορας.
«Πάμε να φύγουμε τώρα!», είπε εκείνη και έφτασε στο αμάξι πρώτη, ενώ μικρά μυγάκια πετούσαν ακόμη αραιά στο χώρο, ενοχλημένα από την παρουσία τους και γυροφέρνοντας τα σώματά τους. Χτυπούσαν τα χέρια τους στον αέρα την ώρα που ξεκλείδωναν τις πόρτες και έμπαιναν μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ στην είσοδο της καλύβας εμφανίστηκε ένας αδύνατος τύπος, με τα χέρια άτονα δίπλα στο σώμα του και τους κοιτούσε. Στεκόταν ο μισός μέσα από την πόρτα και η σκιά έκρυβε τελείως το πρόσωπό του. Ο Έκτορας έβαλε μπροστά και έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει, αλλά η τσιρίδα της Ολίβιας που του είπε να ξεκινήσει τον ταρακούνησε. Έκαναν μια αναστροφή μπροστά από τις σκάλες του κρεοπωλείου για να μπορέσουν να φύγουν, όταν άκουσαν και οι δύο ξεκάθαρα τον τύπο να τους φωνάζει «να μας ξανάρθετε!», πράγμα που σχολίασαν μόνο αφού απομακρύνθηκαν αρκετά από το σημείο.

«Τι στο καλό ήταν αυτός; Κριπάς ο τύπος. Λες και παίζαμε σε θρίλερ ένιωσα», μίλησε πρώτη η Ολίβια, όταν η ανάσα της από το τρέξιμο είχε πια ηρεμήσει και είχαν οδηγήσει κάνα δυο χιλιόμετρα. «Πάλι καλά που δεν είπαμε σε κανέναν τι θα κάνουμε σήμερα. Αν έρχονταν, όλοι θα μας έβριζαν.»
Ο Έκτορας έβαλε τα γέλια, διώχνοντας όλη τη συσσωρευμένη ένταση από τους ώμους του.
«Πάντως και να θέλαμε τώρα να τους πούμε, δεν θα γινόταν. Δες τα κινητά μας. Δεν έχουν ούτε μισή γραμμή σήμα. Ουφ. Τέλος πάντων, να σου πω. Απ’ ό,τι βλέπω έχει διάφορα μικρά δρομάκια που οδηγούν μέσα στο δάσος και το αυτοκίνητο νομίζω δεν θα έχει θέμα. Τι λες; Πάμε να το δούμε έτσι;»
«Αν δεν βγούμε από το αυτοκίνητο κι αν δεν ανοίξουμε παράθυρα, δεν έχω κανένα θέμα», απάντησε η Ολίβια.
«Πάμε, μιας που ήρθαμε, κι όσο αντέξουμε.»
Έστριψαν ξανά δεξιά μέσα στο δάσος και μπήκαν σε έναν στενό χωματόδρομο που χωρούσε μόλις ένα αυτοκίνητο. Έκλεισαν όλα τα παράθυρα και άφησαν ανοιχτή μονάχα την ηλιοροφή για να δροσίζονται κάπως. Τα μυγάκια, τώρα που βρίσκονταν ξανά ανάμεσα στα δέντρα, είχαν επιστρέψει.
Το τοπίο ήταν πάντως μαγευτικό. Ο ήλιος τρύπωνε μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων και σε κάθε κενό διάστημα ανάμεσά τους έφτιαχνε μικρά ξέφωτα, όλα τους ιδανικά για ένα πικνίκ, όπως εκείνο που είχαν ετοιμάσει κι εκείνοι. Η Ολίβια είχε βγει η μισή από την ηλιοροφή, πατώντας πάνω στα καθίσματα, και τραβούσε βίντεο από το σκηνικό, για να έχουν να δείξουν μετά στην παρέα. Με την ταχύτητα που πήγαιναν, τα μυγάκια δεν προλάβαιναν να κυκλώσουν το αυτοκίνητο και η Ολίβια δεν είχε πρόβλημα.
Είχαν περάσει γύρω στη μισή ώρα που έμπαιναν όλο και πιο βαθιά στο δάσος όταν η Ολίβια κατέβηκε ξανά στο κάθισμά της αναστατωμένη.
«Σταμάτα λίγο», του είπε.
«Τι έγινε;»
«Είναι μια τύπισσα μπροστά στο δρόμο που κάτι κάνει. Μετά τη μικρή στροφή εδώ.»
Όση ώρα οδηγούσαν στα μικρά μονοπάτια έβλεπαν συνεχώς γύρω τους μικρά καταλύματα και περιφράξεις, πιθανότατα από αγρότες που είχαν οικειοποιηθεί το χώρο για μικροκαλλιέργειες. Κανέναν άνθρωπο όμως. Ο Έκτορας έστριψε ελάχιστα στη στροφή και είδε τη γυναίκα που έλεγε η Ολίβια. Ήταν σκυφτή στη μέση του δρόμου, με την πλάτη στραμμένη στο αυτοκίνητο, και κάτι προσπαθούσε να κάνει με τα χέρια της. Ο ήλιος από πάνω ακόμη έκαιγε. Τα χέρια της γυναίκας έτρεμαν λίγο. Το χώμα μπροστά στα πόδια της είχε γεμίσει με αίμα.
«Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Έκτορας.
«Να γυρίσουμε», είπε η Ολίβια με λίγο πιο έντονη φωνή αλλά πάντα ψιθυριστά. Δεν είχαν πάρει τα μάτια τους από πάνω της.
Ο Έκτορας έβαλε όπισθεν κι εκείνη τη στιγμή η γυναίκα μετακινήθηκε λίγο και μπόρεσαν να δουν τι έκανε έτσι σκυμμένη στο χώμα. Στα γόνατά της μπροστά ήταν πεταμένη μια ματωμένη μάζα, αδύνατο να εξακριβώσεις τι είδους ζωντανό ήταν πιο πριν ή σε τι βαθμό ήταν ζώο ή άνθρωπος. Η γυναίκα σήκωνε ψηλά ένα τσεκούρι που κρατούσε στο χέρι της και το κατέβαζε με αφύσικη δύναμη πάνω στη μάζα, κόβοντας κομμάτια. Στη συνέχεια τα έπαιρνε και τα τοποθετούσε ευλαβικά μέσα σε ένα μικρό καλάθι που είχε δίπλα της. Δεν έδειξε κανένα σημάδι πως τους είχε αντιληφθεί. Σήκωνε το χέρι της και το κατέβαζε με δύναμη. Ξανά. Και ξανά. Αίμα πεταγόταν πάνω στην ποδιά της. Το κατέβαζε και το ξανακατέβαζε.
«Κοίταξε εκεί», είπε η Ολίβια και τέντωσε το δάχτυλό της προς τη γυναίκα. Ο Έκτορας ακολούθησε το χέρι της και παρατήρησε κάτι, που τόση ώρα μέσα σε αυτή τη φρίκη δεν είχε δει: μικρά μυγάκια βρίσκονταν παντού κολλημένα πάνω στο σώμα της γυναίκας, στα χέρια, στο πρόσωπο, στα πόδια. Δεν φαίνονταν να ενοχλούνται από την κίνηση, δεν τρόμαζαν και δεν πετούσαν μακριά. Ακόμα χειρότερα· εκείνη η γυναίκα δεν φαινόταν να ενοχλείται από τα μυγάκια. Γύρω από το καθένα υπήρχαν μεγάλα κόκκινα σημάδια, ξεκάθαρο στοιχείο πως εκείνη τη στιγμή τρέφονταν. «Πάμε να φύγουμε τώρα!», είπε η Ολίβια, αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή της, το κλειστό τζάμι δίπλα της έσπασε με δύναμη. Ο Έκτορας που είχε, λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου πιο πριν, αντιληφθεί τον άντρα που βρισκόταν στο πλάι του αυτοκινήτου, άλλαξε αμέσως ταχύτητα, έβαλε πρώτη και ξεκίνησε σπινιάροντας, τη στιγμή που η πόρτα του συνοδηγού άνοιγε με ορμή.
Προχώρησε καρφί προς τη σκυφτή γυναίκα ανεβάζοντας στο κόκκινο τις στροφές του αυτοκινήτου, που μούγκριζε πανικόβλητο, και το τελευταίο πράγμα που είδε προτού την χτυπήσει δυνατά με τον προφυλακτήρα, ήταν το κεφάλι της γυναίκας που γύρισε γαλήνια προς το μέρος τους. Ο γδούπος του σώματος που πιέζεται κάτω από τις ρόδες τον αηδίασε φρικιαστικά, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να σταματήσει και δεν μπορούσε να σκεφτεί. Κοίταξε τον κεντρικό καθρέφτη για να δει τι γινόταν πίσω του αλλά το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν η σκόνη που είχε σηκώσει το αυτοκίνητο από την ταχύτητα.

Πέντε λεπτά διαδρομής μετά, το αυτοκίνητο σταμάτησε. Έτσι απλά, έσβησε, σταμάτησε να λειτουργεί. Είχε από καιρό θέμα με την μπαταρία αλλά δεν πίστευαν ότι θα συνέβαινε κάτι τόσο δραματικό που θα τους δημιουργούσε πρόβλημα, μέχρι να επιστρέψουν στην Αθήνα. Είχαν κοκαλώσει και οι δύο στις θέσεις τους και κοίταζαν το ταμπλό του αυτοκινήτου. Ο Έκτορας κοπάνησε το τιμόνι και «γαμώ το σπίτι σου!», έβγαλε μια κραυγή που έκανε τη λαμαρίνα του εσωτερικού να αντηχήσει μεταλλικά.
«Τι κάνουμε;», είπε η Ολίβια προσπαθώντας να διατηρήσει όση ψυχραιμία της έμενε.
«Πάμε, πάμε, μην το σκέφτεσαι καν.»
Βγήκαν κοιτάζοντας ολόγυρά τους με επιφύλαξη. Πήραν τα πράγματά τους από το πίσω κάθισμα και το πορτμπαγκάζ, την στιγμή που ένα μακρινό βουητό γινόταν όλο και πιο έντονο στον αέρα. Τα μυγάκια πλησίαζαν.
Φορτώθηκαν τα πάντα στις πλάτες τους και έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, προσπαθώντας ταυτόχρονα να προσανατολιστούν για να βρουν το μονοπάτι που θα τους οδηγούσε στον περιφερειακό. Έτρεξαν και έτρεξαν, τόσο πολύ τούς ήταν πλέον αδύνατο να διακρίνουν κάποιο, οποιοδήποτε μονοπάτι. Τα δέντρα απλώνονταν γύρω τους άπειρα και το χειρότερο ήταν πως οι σκιές τους είχαν πλέον μεγαλώσει σε βαθμό ανησυχητικό. θα πρέπει να είχαν περάσει ώρες. Ο ήλιος τούς εγκατέλειπε, το ίδιο και οι δυνάμεις τους. Είχαν στερέψει όλο τους το νερό από τα μπουκάλια και τα λιγοστά σνακ που είχαν φέρει, τα είχαν πετάξει σε μια φάση της καταδίωξης, μήπως δελεάσουν τα μυγάκια και σταματήσουν να ακούνε αυτό το βουητό πίσω από την πλάτη τους. Μάταια. Το βουητό παρέμενε στα ίδια ντεσιμπέλ όλες αυτές τις ώρες. Είχαν καταραστεί κι οι δυο τους σε ακραίο βαθμό τις εταιρείες κινητής που δεν είχαν μια γαμημένη κεραία εκεί κοντά, αλλά πλέον είχαν εξαντληθεί και επικεντρώνονταν στο να συνεχίσουν να περπατούν, προσέχοντας να μην τους ανακαλύψουν ούτε μυγάκια ούτε άνθρωποι.
Τώρα ήταν νύχτα. Οι δυο τους περπατούσαν πολύ πιο κουρασμένοι, αμίλητοι και ήσυχοι. Κάθισαν στις ρίζες μιας τεράστιας βελανιδιάς για να πάρουν μιαν ανάσα. Έγειραν τις πλάτες τους πάνω στον κορμό και τα κεφάλια τους ο ένας πάνω στον άλλον. Το φεγγάρι έριχνε δειλό φως από το βάθος του ορίζοντα και όλα ήταν πίσσα σκοτάδι.
«Τι μυρίζει έτσι;», ψιθύρισε η Ολίβια.
«Δεν έχω ιδέα», αποκρίθηκε κουρασμένα ο Έκτορας.
«Δες» του είπε και έκανε μια κίνηση με το κεφάλι της, δείχνοντας ένα άλλο κορμό δέντρου δίπλα τους.
Εκεί υπήρχε ένας σωρός, μια άμορφη μάζα κολλημένη πάνω στον κορμό, τοποθετημένη σε παρόμοια στάση που κάθονταν κι αυτοί εκείνη τη στιγμή. Σηκώθηκαν διστακτικά και πλησίασαν· το βουητό που τόσες ώρες άκουγαν παντού μέσα στο δάσος έμοιαζε να επαναλαμβάνεται τώρα μπροστά τους σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Ο Έκτορας άναψε φακό στο κινητό του και έβαλε τα δάχτυλά του μπροστά, έτσι ώστε να ελέγχει τη ροή του φωτός και να μην προδοθούν. Πλησίασαν κι άλλο.
«Τι στον πούτσο είναι αυτό ρε;» έκανε με φρίκη ο Έκτορας.
«Ω ρε…»
Μπροστά τους τα μυγάκια είχαν στήσει φαγοπότι. Πρώτα είδαν τα μικροσκοπικά τους σώματα να πλακώνουν το ένα το άλλο, να μπερδεύονται, να ψάχνουν σημείο κενό για να δαγκώσουν. Μετά είδαν πώς προσπαθούσαν να τρυπώσουν μέσα στις τρύπες από τα σκισμένα ρούχα, που με κάποιο τρόπο είχαν διατηρηθεί. Στο τέλος είδαν τα λαίμαργα πλάσματα να ανεβαίνουν και να χώνονται μαζικά σε οποιαδήποτε τρύπα μπορούσαν να βρουν: στόμα, μύτη, αυτιά, μάτια ή τέλος πάντων ό,τι είχε απομείνει από όλα αυτά. Πάνω στον κορμό του δέντρου βρισκόταν παρατημένος, καθιστός ανακούρκουδα ένας πρώην άνθρωπος. Τώρα το μόνο που μπορούσε να θεωρηθεί ήταν, στην καλύτερη, τροφή. Σοκαρισμένοι οπισθοχώρησαν προσεκτικά για να μην προσελκύσουν τα μυγάκια πάνω τους κι έριξαν μια ματιά τριγύρω για να δουν προς τα πού θα ξεφύγουν.
«Κοίτα, κοίτα…!», είπε η Ολίβια βάζοντας το χέρι μπροστά στο στόμα της. Κάθε δέντρο γύρω τους είχε μετατραπεί σε ένα μεγάλο τραπέζι για τα δαιμονικά μυγάκια. Κάθε δέντρο είχε στις ρίζες του και γύρω από τον κορμό του μια τέτοια άμορφη μάζα, ένα πρώην σώμα που τώρα είχε μετατραπεί σε βλέννα, σάπια κομμάτια σάρκας και άπειρα, άπειρα μυγάκια. Η Ολίβια τράβηξε απότομα το χέρι του Έκτορα και άρχισε σχεδόν να τρέχει ξανά, χωρίς καν να ξέρει πού κατευθύνεται. Το μόνο που ήθελε, ήταν να φύγουν από κει εκείνη τη στιγμή, το στήθος της δεν είχε άλλο χώρο για κάτι άλλο πέρα από πανικό. Έτρεχε τραβώντας το χέρι του και με το άλλο σκούπιζε τα μάτια της, που είχαν τώρα ανοίξει σαν βρύσες και έδιωχναν κάθε ίχνος λογικής και ψυχραιμίας από μέσα της.

Ένα λεπτό μετά ο Έκτορας έβαλε δύναμη στο χέρι του και τη σταμάτησε.
«Τι κάν…;», πρόλαβε να του πει γυρίζοντας προς το πρόσωπό του, τη στιγμή που εκείνος τής έκανε νόημα να ησυχάσει. Της έδειξε με το δάχτυλό του εκεί που κοίταζε κι εκείνος. Επιτέλους, είχαν φτάσει ξανά στο πέτρινο καλύβι, στο απομονωμένο κρεοπωλείο. Από το παράθυρο της πίσω όψης ερχόταν ένα κίτρινο φως και μέσα από το δωμάτιο ακουγόταν χαμηλά μια ήρεμη μουσική.
Πλησίασαν αργά. Τα κλαδιά έσπαζαν κάτω από τα πόδια τους σε κάθε βήμα, κάνοντας θόρυβο. Ανέβηκαν τα ξύλινα σκαλοπάτια και στάθηκαν στην άκρη του παραθύρου για να παρατηρήσουν μέσα. Στο δωμάτιο υπήρχε φαινομενικά μόνο ένας άντρας· καθόταν σε ένα μικρό γραφείο γεμάτο με χαρτιά και χυμένα μελάνια, με το κεφάλι σκυφτό προς τα γόνατά του. Ήταν γεμάτος παντού με μυγάκια. Τα μαλλιά του κινούνταν με μια παράξενη ροή, ροή που έδινε η μαζική κίνηση των μικρών εντόμων που είχαν καλύψει το κεφάλι του. Το πρόσωπό του ήταν καθαρό, όμως τα χέρια του, τα ρούχα του, το στήθος του ήταν καλυμμένα σε όλη τους την έκταση από εκείνα.
Προτού προλάβει η Ολίβια να αντιδράσει, ο Έκτορας έφυγε από δίπλα της και μπήκε με φόρα από την πίσω πόρτα του κτιρίου μέσα στο γραφείο. Η Ολίβια έμενε να παρατηρεί όσα μπορούσε από το βρώμικο τζάμι του παραθύρου. Ο άντρας δεν αντιλήφθηκε αμέσως τον Έκτορα που στεκόταν μπροστά του αηδιασμένος.
«Αδερφέ…;», ψέλλισε με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπό του ακόμη χαμηλά. Σήκωσε αργά το κεφάλι του και τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν θολά. «Πεινάμε», του είπε σιγανά.
Ο Έκτορας σήκωσε ένα σίδερο που είχε μόλις βρει στο πλάι της πόρτας και τον κοπάνησε στο κεφάλι με όλη του τη δύναμη. Η Ολίβια τον είδε να σηκώνει και να κατεβάζει το σίδερο ξανά και ξανά, πάνω στο κεφάλι του τύπου, που τώρα δεν ήταν κεφάλι, αλλά ένας πολτός από αίμα, σάρκα και πεθαμένα μυγάκια.
Και έτσι είχαν γλιτώσει. Ένας σιγανός λυγμός βγήκε από τα στόματα και των δύο, της Ολίβιας από έξω και του Έκτορα μέσα, μια μεγάλη ανακούφιση που χαλάρωσε τα νεύρα τους, το βάρος στους ώμους τους. Για ένα δευτερόλεπτο.
Το αμέσως επόμενο, η Ολίβια τσίριξε από τη σκηνή που είδε μέσα στο δωμάτιο. Μόλις η φρέσκια τροφή τους καταστράφηκε κι εκείνα αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, τα μυγάκια άρχισαν να κινούνται γρήγορα, βίαια για να αναζητήσουν την επόμενη. Ο Έκτορας έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες με τα χέρια του να τα διώξει, αλλά τα έντομα ήταν άπειρα και σχεδόν τον είχαν καλύψει. Η Ολίβια δεν έβλεπε τώρα κανένα ίχνος από το δέρμα του, είχε μπροστά της μόνο έναν όρθιο κινούμενο σωρό από μυγάκια, που τιναζόταν προσπαθώντας να ζήσει. Εκείνα είχαν, όμως, ήδη τρυπώσει μέσα στα ρουθούνια του, μέσα στο στόμα του, κατέβαιναν στον λαιμό του και όλο δάγκωναν κι έκοβαν μικροσκοπικά κομμάτια, ώσπου ο άνθρωπος που λίγα δευτερόλεπτα πριν στεκόταν όρθιος και νικητής στο δωμάτιο τώρα είχε πέσει στο πάτωμα άτσαλα κι έκανε μόνο μερικούς τελευταίους σπασμούς.
Η Ολίβια έμεινε για λίγο εκεί απεγνωσμένη, κοιτάζοντας μέσα στο δωμάτιο ανίκανη να πιστέψει τι είχε μόλις συμβεί. Δεν είχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει και το καλύβι βρισκόταν πολύ κοντά στο δρόμο. Θα ήταν πολύ εύκολο να βρει τώρα το δρόμο της και να βγει στον επαρχιακό, να ζητήσει βοήθεια, να πει όσα είδε και να τελειώσει πια αυτήν την ιστορία. Έτρεξε κλαίγοντας και από την ξύλινη σκάλα πήδηξε κατευθείαν στο χώμα, στο πλάι του κτιρίου. Έτρεξε όπως δεν είχε ξανατρέξει ποτέ και σε λίγα μέτρα μπόρεσε να διακρίνει, μέσα από τα δέντρα, τα διερχόμενα φώτα των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τον δρόμο. Κάποιος θα σταματούσε να την βοηθήσει, θα καλούσαν την αστυνομία και θα έκλεινε μια για πάντα αυτό το κολαστήριο. Κανείς δεν θα αναγκαζόταν πια να περάσει ό,τι είχε περάσει η ίδια κι ο αγαπημένος της Έκτορας, το δάσος θα εξαγνιζόταν μια για πάντα. Όλα είχαν τελειώσει.
Το τράβηγμα στα μαλλιά της ήταν τόσο δυνατό που άκουσε μερικές τούφες να ξεκολλάνε από το κρανίο της, προτού βρεθεί με την πλάτη στο χώμα και της κοπεί η ανάσα. Ο άντρας από πάνω της ρουθούνισε δυνατά. Τα μυγάκια στον λαιμό του στέκονταν ακίνητα, ατάραχα. Η έλλειψη οξυγόνου έκανε τα βλέφαρά της βαριά και το σώμα της άτονο. Ένιωσε τα δάχτυλα του άντρα να μπλέκονται ανάμεσα στα μαλλιά της, να τα γραπώνουν με δύναμη και να τραβούν όλο της το σώμα προς τα πίσω. Το δέρμα της σκιζόταν κάτω στις πέτρες και το χώμα, όσο ο άντρας την έσερνε ξανά πίσω στο καλύβι, πίσω στο σημείο που το βουητό μεγάλωνε. Τα μυγάκια πεινούσαν.
-φωτογραφίες από Pinterest /
cover artwork από Arseny Zagordnov–