-στα λόγια η Ισμήνη Κατσάβαρου
Ομόνοια, Τετάρτη, βράδυ, γύρω στις 20:30, βλέπεις ακατάπαυστα πόδια να τρέχουν προς τον σταθμό, χέρια παγωμένα να ψάχνουν τσέπες για ξεπάγωμα, βλέμματα ανύπαρκτα, ασύλληπτα γρήγορες κινήσεις σώματος χωρίς καν νοητική υπόσταση, αχρείαστη εστίαση σε λεπτομέρειες που αδειάζουν και την τελευταία δόση καφεΐνης στο έδαφος, μικροσκοπικά αυτοκίνητα με ενοχλητικά φώτα να χτυπούν σα σφυρί το μέτωπο, κασκόλ να πέφτουν από τα στήθη, ασύνδετες λέξεις να μπαίνουν ακούσια στα αυτιά, μύτες να κρυώνουν μέσα σε τσάντες που ποτέ δεν έχουν χαρτομάντιλα, χείλη; άστα χείλη μονίμως να κρύβονται, λεπτά να μηδενίζονται με το άκουσμα του συρμού και αχιβάδες να τρέχουν προς μια εκτυφλωτική συνένωση. Όλοι ποθούν την λήξη της ημέρας σε μια κατσαρόλα με κολλημένα μακαρόνια, ασφυξία, αφανισμό και πέταγμα σε κρύα πιάτα με πλήθη αρπακτικών στομάτων να ζητάνε καταβρόχθιση. Θέλω να πω, ότι η μουσική στο spotify, το μάθημα γλωσσολογίας, ο καφές στην Ζωοδόχου και η συνύπαρξη με μια καλή φίλη για άραγμα, δε στάθηκαν ικανά για μια διαφορετική ιστορία, για να μιλήσω και να μη κομπιάσω, για να πω κάτι πιο ενδιαφέρον/για να μη δραπετεύσει η σκέψη σε ένα κουτί, μετανιώσει την αγάπη, αλυσοδεθεί τέσσερις φορές, επιβεβαιώσει τους μανιασμένους κόμπους, κλείσει τα παράθυρα και μείνει εκεί μέχρι να με αναγκάσει να τη βρω. Σε ένα κρυφτό που κανένας δεν προλαβαίνει να γυρίσει πίσω/πίσω σε κάτι που θα ονομαζόταν εθελοτυφλούσα νίκη/από τότε το κρυφτό γίνεται το χειρότερο παιδικό παιχνίδι, δε ψάχνεις να το βρεις ποτέ/το κουτί μεγαλώνει/μετονομάζεται/αλλάζει μορφές και υποστάσεις, εξελίσσεται σε μια μεγάλη κόρη ματιού γεμάτη στόμφο, επίδραση και φυσική επιλογή. Ευθύ περπάτημα, πέλμα που δειλά αγκαλιάζει το τετράγωνο, γοφοί που χτυπάνε στο ρυθμό ενός τραγουδιού, ακούραστες γάμπες, αδικαιολόγητες συσπάσεις, βιτρίνες που αρπάζουν το λαιμό να γυρίσει δεξιά, αφίσες έτοιμες να λιποθυμήσουν σε ένα χορό που μόλις ξεκίνησε, παραστάσεις που δίνουν πυροτεχνήματα ευτυχίας σε συγκεκριμένες μέρες/ώρες, γέλια που έχουν κερδίσει για μερικά λεπτά την ανυπαρξία/αν αύριο η πόλη μαυρίσει /ποιος θα ισχυριστεί πως ήταν άσπρη;/ που πηγαίνεις αλήθεια όταν νοσταλγείς ένα μέρος που δεν υπάρχει πια/ κάπου το διάβασα τελευταία και δεν είχα έτοιμη απάντηση. Ο τοίχοι δε μιλάνε, τα στενά δε κρύβουν ελπίδες στα μανίκια, τα μπαλκόνια έχουν μικρύνει επικίνδυνα και η καρδιά επίσης αλλά αυτό είναι άλλο θέμα,/χαμένοι παράδεισοι βουτηγμένοι στην θλίψη του καιρού/παλιές ιστορίες χωρίς νόημα /φόβοι που έχουν κρυφτεί στα ντουλάπια/κάπου η σκέψη έρχεται δεύτερη της κίνησης/κάπου το «θέλω» οργιάζει το μέσα/κάπου οι λεωφόροι γεμίζουν με δέντρα/κάπου είμαι πολύ αδύναμη για να ξυπνήσω/κάπου ο Joy μιλάει λιγότερο για μελαγχολία και εγώ περισσότερο για ζωή. Θέλω να πω, πως το κινητό τις βραδινές ώρες γίνεται οριακά ενοχλητικό, το πετάω πάντα στην απέναντι πολυθρόνα/βουτάω στο καυτό νερό/το σαπούνι κοκκινίζει τα μάτια/τα γρήγορα αντανακλαστικά αρχίζουν να παραλύουν/τα πόδια ενώνονται με το υπόλοιπο σώμα και το συναίσθημα πέφτει με μανία πάνω στο πρόσωπο γλείφοντας το ακούραστα σα σκύλος.
Τότε αυτός αρχίζει να φωνάζει: Watching forever, forever
Watching love grow, forever
Letting me know, forever.
-φωτογραφία από Pinterest–