–στα λόγια η Κατερίνα Κουνάβη
Κοιμήσου ήσυχα μες στην θάλασσα τ’ ονείρου,
διώξε του κόσμου όλου τις συμφορές
κι άσε τα πρόσωπα
–τα πρόσωπα εκείνα
που τα κορμιά τους στέκονται ένοχα–
να καταβυθιστούν
στη μοιραία μοναξιά τους.
Άνοιξε το παράθυρο
της λευτεριάς,
πουλιά κι αηδόνια
να βγαίνουνε μέσα απ’ το πουκάμισο το άσπιλο και άσπρο που φοράς
κι η ελπίδα πνευμόνια να χτυπά –έτσι εντελώς αδήριτα–
συνάμα και καρωτίδα.
Άνθρωπε εσύ,
που κοκκινίζεις ντροπαλά στα ασήμαντα
και τα σημαντικά τα αγνοείς,
στο ἔρεβος τα ρίχνεις,
ενώ το μέσα σου
είναι γεμάτο από καλογραμμένα ποιήματα
και χρώματα μπλεγμένα,
εσύ μένεις εκεί αλώβητος
στου πόνου το αγκάθι,
βουλιάζεις
σέρνεσαι και ασφυκτιάς
σαν παλιό καράβι,
βγάζεις φτερά σαν περιστέρι
την ειρήνη να θαυμάσεις
μα έρχονται αυτοί
και μονομιάς
στη βολεψιά σε βάζουν,
στοχοποιούν τη σκέψη, το μυαλό
ξέρουν καλά τα πιόνια να δαμάζουν.
Και εσύ ρε άνθρωπε
καθόλου δε ξυπνάς,
ανήκεστος θα μείνεις,
σε κάνουν ό,τι θέλουν
–υπακοή και προσοχή–
μάσκα δεν έχεις, δεν φοράς;
–πώς ήρθανε Θεέ μου έτσι οι καιροί…–
σε δρόμους υγρούς και σκοτεινούς αν περπατάς
μονάχα φανερώνεται η αλήθεια
κι όταν κάποιος είναι μόνος του ποτέ μη τον φοβάσαι
αν ενωθούν είναι το θέμα μας
–παιδιά!– εμπρός
μολότοφ ανάψτε στην ψυχή
και τα τομάρια τους γεμάτα
από ξεπουλημένα παρακάλια
και τα ασπράδια των ματιών τους
ένα προς ένα ματωμένα.
Με συγχωρείς, αν έφυγα απ’ την κουβέντα
ήτανε σκόπιμα/ ηθελημένα.
Εχέφρων λίγο να σε κάνω
δε μπορώ;
Το σκεπτικό λιγάκι να ενδώσει
και να πει
«κάποια στραβή συμβαίνει εδώ»
κι ο άνθρωπός τον άνθρωπο θα σώσει.
-φωτογραφία από Pinterest–