-στα λόγια και τη φωτογραφία
η Νεφέλη Μεταλλίδου
Ξυπνάς· οι σκέψεις τρέχουνε σαν τρένα.
Κάτι ψάχνεις να βρεις μα δεν είναι εκεί.
Κοιτάζεις μέσα στον καθρέφτη να βρεις τα σπασμένα κομμάτια.
Έσπασες απ’ την ορμή όταν έτρεχες γρήγορα στον τοίχο, μα τα κομμάτια απ’ το γυαλί αντανακλούν το φως σε κάθε κατεύθυνση.
Του αλλάζουν χρώμα, σου αλλάζουν χρώμα.
Ψάχνεις να βρεις σήμερα ποιον εαυτό σου θα φορέσεις.
Χάνεσαι και ξαναβρίσκεσαι και ό,τι πας να φτιάξεις μουτζουρώνεται για πάντα.
Απ’ το σκοτάδι ξεκινάει μια φωτιά που καίει όλο τον κόσμο και ο μέσα κόσμος καταρρέει.
Με την φλόγα φωτίζεις τα όνειρά σου.
Είναι όλα ρευστά και συ μαζί τους.
Λιώνεις, χύνεσαι και σε νέο καλούπι ξαναφτιάχνεσαι.
Τρέχεις για να φτάσεις και ξεχνάς γύρω σου να κοιτάξεις.
Όσο το κυνηγάς, τόσο ελίσσεται, συσπειρώνεται, τεντώνεται, λυγίζει, αλλάζει, σε αλλάζει για πάντα.
Όταν επιτέλους φτάσεις, έχεις βρεθεί σε άλλο πλανήτη.
Ο χρόνος δεν πάει άλλο μπροστά και πίσω, αλλά πάνω, κάτω, μέσα, έξω, γύρω απ’ τον εαυτό του, ανάμεσα σε ό,τι έφερες μαζί σου.
Κοιτάς την μπογιά που στεγνώνει και γίνεσαι το γαλάζιο της θάλασσας, το απλώνεις, σε μαζεύει και σε ρίχνει στον γκρεμό.
Ο ουρανός διπλώνει και γλιστράει, το ύφασμά του σκίζεται και η σκόνη κάθεται πάνω στις βιολέτες της παιδικής σου ηλικίας.
Ό,τι έψαχνες δεν ήταν ποτέ αυτό που έψαχνες. Ό,τι έψαχνες σε βρήκε αυτό.