Σκέψεις Αυγούστου

-στα λόγια ο Υποτονικός

Νυχτοπεταλούδες


Να γυρνάμε τους δρόμους
μαζί
και λίγο πιωμένοι.

Να τρέχουμε
να γελάμε
και να μας κάνουν φώτα οι μπάτσοι.

«Πολύ φασαρία κάνετε», να μας πουν
μα μεγαλύτερη φασαρία
κάνεις εσύ μεσ’ στο κεφάλι μου.

«Μπλέξαμε» μου λες όταν ξεκουμπίστηκαν
τα αποβράσματα
κι εγώ χαμογέλασα.

«Δεν φτάσαμε εκεί», σου λέω.
«Θα με αφήσεις όμως
να μπλέξω εμένα

στα μπούτια σου.»

Και γέλασες, γέλασα.
Με κοίταξες, σε κοίταξα.
Και κάπως έτσι, μπλέξαμε.

Σύμπαν (;)


Εμείς δεν υπήρξαμε
σ’ άλλη ζωή.

Πουθενά αλλού
σε κανένα χρονολόγιο
δεν θα μπορούσε να υπάρξει τόση ομορφιά σε άνθρωπο.

Θα κατέρρεε η πραγματικότητα
και ύστερα
όλοι εμείς θα μαζεύαμε κομμάτια.

Κομμάτια, του κόσμου.
Του ατελή αυτού κόσμου,
σύμπαντος
που είναι ένα τίποτα…

Ένα τίποτα μπροστά στην ύπαρξή σου.

Οχτώ ζωές


Πίσω από θολωμένα τζάμια
στάλες βροχής επάνω τους
καθρεφτίζουν τα μάτια μου.

Σε λευκές κούπες
γεμάτες με καφέ, μέτριο
σαν τα μούτρα μου.

Εκεί με άφησα πρωινά
και με κράτησα, εικόνα
να με θυμάμαι, να ηρεμώ.

Μιας και, είκοσι χρόνια
πέρασαν από πάνω μου οχτώ ζωές
είκοσι τρία καλοκαίρια τώρα.

Και σε κανένα δεν σε είχα εκεί.
Και ίσως να σ’ έχω σε κάποιο επόμενο.
Θα είσαι εκεί;

Θα είμαι εκεί;

Νυχτοπερπατήματα


Να δεις
που κάθε πρωί, όλα μου τα χρόνια
εσύ με κρατούσες.

Και μιλάω τόσο για ‘σένα
γιατί ήσουν η μόνη όμορφη ανάμνηση
το μόνο λουλούδι στην έρημο.

Σ’ αυτήν την έρημο
γεμάτη λάσπη, μαύρη άμμο από την Αραβία
και ατέλειωτη, λαβύρινθος.

Σαμάνος, βήματα βαριά
νύχτες, χωρίς φεγγάρι.
Έψαχνα το αστέρι του βορρά,

ηλιαχτίδα απ’ την ανατολή
«Είμαστε ήλιοι που φωτίζουμε το σύμπαν»,
έλεγες.

Μα εγώ πάντοτε έδυα
και δεν γυρνούσα πίσω
και χαμένος, στην έρημο

ήσουν το λουλούδι που έβρισκα στο τέρμα
κι ερχόμουν κατά ‘κει.
Το φεγγάρι μου στη νύχτα

στα νυχτοπερπατήματά μου.

Το πανδοχείο


Κι όλοι οι χειμώνες πέρασαν
κι αυτό το πανδοχείο
μας περιμένει ακόμα.

Στη μέση του πουθενά, σ’ ένα ξέφωτο
μ’ ένα τζάκι πέτρινο
και μια βελέντζα, σαν αυτή στο πατρικό μου.

Με δυο σκαμπό σκαλιστά
να κάτσουμε
να πιάσω τα κρύα χέρια σου με τα δικά μου.

Να σε κοιτάξω μέσ’ στα μάτια
σαν τη πρώτη φορά,
σαν να άνοιξα πρώτη φορά τα μάτια μου.

Και έχει και δυο κούπες
να πιούμε ένα ζεστό
να κατέβει η πίκρα.

Να σ’ αγκαλιάσω μετά
και να σου πω
πως η πίκρα σου είναι και δική μου.

Και στο τέλος, πριν ανεβούμε στο δωμάτιο
να σου δώσω τη καρδιά στα χέρια.
«Σου ανήκει, κάν’ την ό,τι θες.»

Και παρότι το τζάκι έσβησε
και είχες κρύα τα χέρια σου
αυτή έκαιγε σαν να ήτανε φωτιά από μόνη της.

Φωτιά που δεν τη σβήνει τίποτα.
Φωτιά
που καίει για εσένα.

–φωτογραφία από Pinterest

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s