Μονόλογος για Φωταγωγό


-στα λόγια η Γεωργία Δρακάκη

Μια γυναίκα, γύρω στα 30, βρίσκεται ώρα απροσδιόριστη στο μπάνιο του σπιτιού της. Ελαφρά ντυμένη ή τελείως γυμνή από πάνω. Τα μαλλιά λυτά, τα δένει και τα λύνει στην διάρκεια. Κοιτιέται στον καθρέφτη. Πλένει τα δόντια της. Βάζει κρέμες. Μακιγιάρεται. Ξεβάφεται. Πάλι μακιγιάζ. Ελέγχει τις μασχάλες της. Τις άκρες των μαλλιών της. Καθαρίζει λίγο το νιπτήρα.
Και μιλά σε τόνους εναλλασσόμενους, με φωνή σταθερή, ενίοτε θεατρική, πάντοτε δική της.

Η φωνή της αντιλαλίζει μέσα από τον φωταγωγό και φτάνει σε αρκετά μεγάλο κομμάτι της πολυκατοικίας.


Ντρέπομαι που δεν ντρέπομαι. Που φωνάζω τις νύχτες στο στρώμα, στον καναπέ. Αυτός με γαμάει σε όλο το σπίτι. Είμαι ευτυχισμένη. Γαμιέμαι σε όλο το σπίτι. Το δικό μου σπίτι, αυτό που καίω τα πόδια και τα μάτια μου μέρες και νύχτες για να το πληρώνω, για να το πλένω, να του ανάβω κεριά, να του’ χω γλάστρες και φωτιστικά στις γωνίες.

Φωνάζω χαράματα, βογγάω, και με ακούτε. Στο ασανσέρ με κοιτάτε λίγο κάπως. Σας αποφεύγω γιατί σας βαριέμαι. Συγχωρέστε με. Δεν είστε βλαβεροί, δεν με δυσκολεύετε σε τίποτα.

Αναρωτιέμαι αν θα είχα την ίδια καύλα κάνοντας έρωτα σε ένα αγροτόσπιτο στην ερημιά. Τι ομορφαίνει περισσότερο την πόλη από τον μεγαλόφωνο έρωτα και τι ομορφαίνει περισσότερο τους μεγαλόφωνους έρωτες από αυτήν, αυτήν εδώ την πόλη, αιώνιο κάδρο των παθών με αρχαίες κολώνες και φεγγάρια χλωμά, δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα, τι.

Ποτέ σε αυτή την πολυκατοικία δεν σας έχω ακούσει να κάνετε έρωτα, ποτέ δεν σας είδα να είστε ευτυχισμένοι, χαμογελάω στο κροτάλισμα των μαχαιροπίρουνών σας το μεσημέρι, όσο πλένω τα πρωινά μου φρούτα, σας παίρνω αυτί καμιά φορά να γελάτε, είστε τόσο υπέροχα φυσιολογικοί, οικογένειες τριών και τεσσάρων ανθρώπων που ζείτε σε ένα διαμέρισμα ίσο με το δικό μου, που εγώ το νιώθω πολύ μικρό.

Γιατί είμαι αχάριστη, αυτό είμαι και πολύ μεγάλη για να χωρώ σε πενηντατόσα τετραγωνικά, χρειάζεται άπειρη αγάπη για να χωρέσεις έστω με ένα άλλο σώμα μέσα σε πενηντατόσα τετραγωνικά, αλλά έχοντας ζήσει και σε εκατόν τόσα με σώμα που δεν κατάφερα να αγαπήσω όσο ήθελα, είναι πάλι μαρτύριο.

Δεν μπορείτε με κανένα τρόπο να μου πείτε να πηδιέμαι πιο διακριτικά. Τα παιδιά σας ουρλιάζουν, τ΄ακούω 6 η ώρα το απόγευμα που θέλω να κοιμηθώ δυο ώρες για να βγάλω τη νύχτα, θα ουρλιάζω κι εγώ με τον πούτσο του μέσα μου τα ξημερώματα, στην πιο ευτυχισμένη κοιλάδα της ενήλικης ζωής μου εδώ και χρόνια.

Και μην μου πείτε, γείτονες, έχω μείνει μήνες βουβή εδώ μέσα, τρίζει το ξύλο κάτω από το ανήσυχο πόδι μου, ποτίζω φυτά, χτενίζω γατί, βράζω μακαρόνια και γουργουρίζω καφέ, δουλεύω ανήλιαγη και μεθυσμένη από λύπη, μισό χειμώνα, μισή άνοιξη κι ένα ολόκληρο καλοκαίρι.

Τότε, λίγες συνουσίες σχεδόν στα ψέματα, πάλι κραυγές, άλλες κραυγές, όχι τόσο διαπεραστικά ευτυχισμένες, πιο πολύ σα να προέρχονταν από κάποια οθόνη, από κάποια παράλληλη πραγματικότητα, άκακη, αμάλωτη.
Κι ύστερα, καθόλου συνουσίες, ησυχία, ησυχία γειτονιάς με ψυχές βρασμένες στο ζουμί τους το σιωπηλό, που ούτε να κοχλάσει δεν τολμά μπροστά στα τέρατα της εποχής.

Πού χρόνο για έρωτες, καλοί μου άνθρωποι, εδώ ξεσπούν ακόμα οι πόλεμοι και μαίνονται χολέρες και τριγμοί εθνικοί, κάθε προσωπική ευτυχία ή δυστυχία λιγοστεύει και πυκνώνει στον συγκεκριμένο της πυρήνα.

Είναι λόγια αυτά για μπροστά από τον καθρέφτη;

Θέλω να βάλω το κραγιόν και να μου το φάει, θέλω να βάλω μάσκαρα και να την πάρει στα δάχτυλά του, ανακατεμένη με τα κλάματα, θέλω να διαλυθεί το σώμα μου μες στα χέρια του, να δω την ψυχή μου στα δόντια του να τρέμει, θέλω να γλιτώσω από το σύμπαν που γεννά προβλήματα, θέλω να μπω μες στο περίβλημα αυτής της μικρής, πανάκριβης χαράς μου και θέλω να με συγχωρείτε τις νύχτες που το περίβλημα σπάει και σας αφορά.
Λίγα στον κόσμο πιο ιερά από την διατάραξη της κοινής ησυχίας
Με μια γιορτή, μ’ ένα γαμήσι θορυβώδες, μ’ ένα λαϊκό τραγούδι έτσι από το πουθενά, με μια φωνή τρελού στην άκρη, στο μπαλκόνι, μια γάτα να σφαδάζει στην άκρη της μάντρας, να επιτελέσει την φύση της, το σκουπιδιάρικο να περνά ατάραχο μες στην ιαχή του να ξεβρωμίζει τα αίσχη μας και τις φλούδες μας από τους κάδους.
Μην θέλετε ησυχία όλη την ώρα
–αν θέλετε, λυπάμαι για την αγιάτρευτη φασαρία του μέσα σας, για τις ήρεμες φτέρνες σας που φέρονται με λάθος τρόπο στα σεντόνια και δεν τα χαλούν

Πώς μπόρεσα τόσες εποχές χωρίς γραφή, πώς μπόρεσα χωρίς έρωτα, χωρίς καθρέφτη και φωταγωγό, πώς κατάφερα να εξοριστώ από εμένα την ίδια, πείτε μου, γείτονες, καθώς βλέπετε ριάλιτι και τρώτε σουβλάκια
Φάτε, γείτονες, δείτε, γείτονες, και ακούστε

Έπεσε έρωτας και θα ανεχτείτε

Νύχτες που γίνονται πρωινά, ησυχία νωρίς το μεσημέρι, απόγευμα τραγούδια διαπασών και λιγωμένα κλάματα, έπειτα η μηχανή του, τα πόδια του στις σκάλες σας, τα πόδια του στα δάπεδά μου, τα χέρια του επάνω μου, τα χέρια του μέσα μου, τα χέρια του

Ανάψτε μου κερί στην δίπλα εκκλησία, συγχωρέστε με, πιστεύω κι εγώ στον Θεό σας, αλλά γίνομαι θεός λίγο πιο συχνά από όσο επιτρέπουν οι ανθρώπινοι νόμοι

Τι καλοκαίρι κι αυτό, τι πόλη, ποιες ιστορίες αλλοπαρμένες πάλι θα μας ξεβράσουν σε αφηγήσεις μοναχικές στα καφενεία

Αφήστε με να ζω, να καυλώνω, να πεθαίνω ενώπιόν σας εμένα που αφήνω τα καζανάκια σας, τα σκυλάκια σας, τα σακουλάκια σας, τα κοινοχρηστάκια σας να με αφορούν
Κανείς θα έλεγε πως δουλεύω νύχτα, πως είμαι λαθραία και περιθωριακή
Ξεχάστε τα κλισέ, μωρέ
Έχω μισθό καλό που τον αξίζω, δεν κάνω πιάτσα ορκίζομαι, έχω πτυχία και μάνα σε πολυεθνική, έχω μνήμες που κοστίζουν ακριβά, με σέβονται στα μπαρ και τις τράπεζες και τα θέατρα
Όχι πολύ
Λίγο, τόσο όσο να νιώθω ασφαλής στον λίγο αυτόν χρόνο που μου μοιράστηκε στην γη σας
Και είμαι τριάντα
Και είμαι ακόμα μία ερεθισμένη γυναίκα με ρώγες σκληρές
Με ψυχή ακμαία, με όνειρα και αντιποιητικές λέξεις
Χύνω ατέλειωτα και σας ομολογώ
Αυτή είναι η αληθινή μου προίκα, αυτό το ξόδεμα το άγιο που σας ξυπνά
Και γαμώτο

Είμαι στ’ αλήθεια μια Παναγία από τις δεκάδες της Πατησίων
Είμαι ο σφυγμός του Μάνου Χατζιδάκι
Και η λευτεριά του αποτσίγαρου που γλιτώνει από τα δάχτυλα

Είμαι ολόκληρη ο έρωτάς μου φέτος το καλοκαίρι
Και τώρα θα σκάσω
Για να τελειώσω το έργο μου
Είμαι το έργο μου
Να με ολοκληρώσω για να του παρουσιαστώ σε λίγες ώρες

Όταν βαθύνει ο Αύγουστος θα λείψω κάποιες μέρες
Να κανονίσετε κι εσείς τις άδειές σας

Οι φωνές μου θα σας λείψουν
Κι αν δεν τις ακούσετε ξανά μες στο χειμώνα ίσως πονέσετε
Που θα μου έχει φύγει μ’ εκείνο το ιπτάμενο ποδήλατο το μαύρο

Θα είμαι μόνη και νηστική
Θα μου φέρετε στην πόρτα ραβανί και συγκατάβαση
Θ΄ αυνανίζομαι διακριτικά
Θ’ ακούω πάλι τραγούδια ερωτικά
Πιο σιγανά, πιο προσωπικά
Θα θυμάμαι τον φωταγωγό που ξεστολίστηκε

Ή ίσως πάλι θα μετακομίσω ολότελα
Να σας αδειάσω την γωνία
Να μείνει άστεγος αυτός ο κρότος
Ραμμένος για πάντα στο κοινό μας παρελθόν

Είμαστε γείτονες κι έχω χαρά
Κι οι χαρές βαστάνε λίγο

Συγχωρέστε με που απόψε θα πιστέψω και πάλι για λίγο στην αθανασία

Κι αν δεν με συγχωρέσετε εγώ πάλι θα πιστεύω
Θα γαμιέμαι σαν πεταλούδα, θα φτερουγίζω πάνω του, δίπλα του, όπου με θέλει

Είναι εκείνος που τόσα χρόνια περίμενα
Να δω τι θα λέτε όταν θα κλαίω πικρά
Και τα ταβάνια σας νερά θα κατεβάζουν ως τις κουβέρτες και τα ριχτάρια

Είμαι όμορφη, είμαι δική του, είμαι το τώρα
Φεύγω, πάω να πιω ποτό και πάω να τον φιλήσω

Δεν θ’ αργήσουμε
Τα σώματά μας διψάνε τόσο
Εγώ σας έλαχα, εγώ, η αξεδίψαστη μέδουσα της Κυψέλης
Καταλάβετε, καταλάβετέ με


Η γυναίκα χαμογελά στον καθρέφτη. Σβήνει το φως του μπάνιου και αποχωρεί.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s