-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Λοιπόν, κοπελιά, είναι η τυχερή σου νύχτα. Απόψε λέω τις καλύτερές μου ιστορίες, όπως φαίνεται. Θα σου πω μια ολοκληρωτικά πραγματική ιστορία, που είμαι σίγουρος πως θα έχεις ζήσει κι εσύ. Γι’ αυτό κόβω το κεφάλι μου δηλαδή».
Η κοπέλα άφησε ένα χαμογελάκι στα χείλη της και βολεύτηκε στο δίπλα σκαμπό. Ακούμπησε τους αγκώνες στον πάγκο και το κεφάλι στα χέρια της. Ο τύπος ήπιε μια γουλιά και ξεκίνησε.
«Πριν από μερικά χρόνια, ήταν νύχτα και έβρεχε καταρρακτωδώς. Πολύ κλισέ για ξεκίνημα ιστορίας έτσι; Κι όμως έτσι συνέβη, στο βεβαιώνω. Το ζεύγος Κ. ήταν στο αυτοκίνητό του και διέσχιζε μια επαρχιακή οδό από εκείνες τις μεγάλες, τις γραφικές, με τα δέντρα στο πλάι του δρόμου. Βροχή, κακό απ’ έξω. Ό,τι πρέπει για μια νύχτα απόλυτου τρόμου.
Το ζεύγος Κ. ταξίδευε, λοιπόν, με μεγάλη ταχύτητα προς την εξοχική κατοικία μιας φίλης τους, της δεσποινίδος Ι. Ο κύριος Κ. είχε άδεια και μπορούσε πλέον να είναι χαλαρός, η κυρία Κ. ήταν έτσι κι αλλιώς χαλαρή, αλλά το ότι εκείνη την περίοδο δεν δούλευε λειτουργούσε σαν αναλγητικό. Σκοτώνουν άραγε κάποιον στο δρόμο; Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αυτό ανήκει στην περιοχή που επιβλέπεται αποκλειστικά από την κυρία και τον κύριο Κ., είναι το δικό τους μυστικό. Η αλήθεια είναι ότι είχε πολλή βροχή εκείνο το βράδυ. Κι η αλήθεια είναι ότι ο κύριος Κ. δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Ήθελε οπωσδήποτε να φτάσει και είχε πατήσει το γκάζι στο τέρμα.
Το ότι η κυρία Κ. κάποια στιγμή ούρλιαξε είναι γεγονός. Αυτό φάνηκε αργότερα από τη βραχνάδα που είχε κολλήσει στο λαιμό της για χρόνια. Αλλά το αν ούρλιαξε εκείνο το βράδυ από τρόμο ή αν ούρλιαξε χίλια βράδια πιο πριν από το οτιδήποτε, αυτό δεν το γνωρίζει κανείς. Το ζεύγος Κ. έφτασε, τέλος πάντων, έξω από το σπίτι της Ι. Ήταν μια επαρχιακή έπαυλη, όπως ακριβώς θα την περίμενε κανείς. Ψηλές γοτθικές κεραμοσκεπές, παράθυρα με περίτεχνα σχήματα, το μόνο που έλειπε ήταν καμπάνες, νυχτερίδες και μοναχοί. Πάρκαραν ακριβώς έξω από την καγκελόπορτα και περίμεναν τον θυρωρό να τους ανοίξει. Οδήγησαν στην αυλή και σταμάτησαν ξανά έξω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του σπιτιού και ο κύριος Κ. βγήκε κι άνοιξε την ομπρέλα του. Η βροχή σχεδόν τον έλουσε προτού προλάβει να καλυφθεί. Παρέλαβε τη γυναίκα του από την πόρτα του συνοδηγού και ανέβηκαν τα σκαλιά. Χτύπησαν το κουδούνι που ακούστηκε με έναν μεγαλειώδη, πλούσιο ήχο: ΝΤΙΝ ΝΤΟΝ. Η δεσποινίς Ι. τούς άνοιξε την πόρτα και εκείνοι μπήκαν μέσα στον ζεστό χώρο, τη στιγμή που η πόρτα πίσω τους έκλεινε κι ο αέρας χτυπούσε τους τοίχους απ’ έξω ουρλιάζοντας.

Οι υπόλοιποι καλεσμένοι ήταν ήδη εκεί, δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Οι φλόγες έριχναν φως στο χώρο, που είχε ένα θεόψηλο ταβάνι, και καθρεφτίζονταν πάνω στο μάρμαρο του πατώματος που είχε μεγάλα λευκά και μαύρα τετράγωνα. Αρκετά με την περιγραφή, το ‘πιασες το νόημα. Στο σαλόνι βρίσκονταν ήδη η δεσποινίδα Ε., το φιλικό ζευγάρι από τον κύριο και την κυρία Μ., ο καλοντυμένος και αλαζόνας Ν. και ο νεαρός χαζούλης Φ.
‘Καλώς τους, καλώς τους’, είπε ο Ν. ‘Τι γίνεται παιδιά, μας θυμηθήκατε;’
‘Βρέχει της πουτάνας έξω, πλάκα κάνεις; Και που καταφέραμε να έρθουμε πολύ είναι’, αμύνθηκε ο κύριος Κ.
‘Μην ψαρώνεις, πλάκα κάνω. Καθίστε. Πώς περνάτε τις γιορτές;’
‘Ω, ξέρεις τώρα’, ξεκίνησε η κυρία Κ. ‘Λίγο ετοιμασίες, λίγη κούραση, λίγη χαλάρωση. Μια ισορροπία’.
Οι μισοί στο δωμάτιο χασμουρήθηκαν. Στην άκρη του σαλονιού, μπροστά από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα έπεφταν σαν κουρτίνα σειρές από κόκκινα, μπλε και πράσινα λαμπιόνια. Η δεσποινίς Ι. δεν είχε στολίσει κάτι άλλο για τα Χριστούγεννα, δεν υπήρχε δέντρο, γιρλάντες, μπιμπελό και δώρα. Απ’ έξω, με όποιον τρόπο μπορούσε, τρύπωνε ένα φως στο δωμάτιο στο χρώμα του σμαραγδιού, έτσι που όλος ο χώρος ήταν σχεδόν πράσινος και μόνο το τζάκι και τα λαμπιόνια έσπαγαν κάπως τον χρωματισμό.
‘Τι να σας βάλω να πιείτε;’, η Ι.
‘Λίγο ουίσκι’, ο κύριος Κ., ‘κι ένα ποτήρι τζιν, Ι.’, η κυρία Κ. ‘Ευχαριστούμε. Λοιπόν, εσείς πώς περνάτε;’
‘Η κυρία Μ. ξεκίνησε ψυχοθεραπεία’, είπε ο κύριος Μ. με ένα αχνό χαμόγελο. Η κυρία Μ. καθόταν δίπλα του με την πλάτη ίσια και τα μάτια της καρφωμένα στο κενό. ‘Είμαστε πολύ ευτυχισμένοι γι’ αυτό’.
‘Χιχιχι’, έκανε ο Φ.
‘Και πώς πηγαίνει αυτό;’, ρώτησε η δεσποινίς Ε.
‘Πολύ καλά’, απάντησε ο κύριος Μ. και άπλωσε το χέρι του πάνω στο μπούτι της κυρίας Μ. χωρίς να την κοιτάξει. ‘Η κυρία Μ. είναι σε πολύ καλύτερη θέση πια. Και, ξέρετε, βέβαια ξέρετε, οι ήχοι που ακούγονταν κάθε βράδυ μέσα στο μαξιλάρι της έχουν πλέον σταματήσει’.
‘Οι ήχοι;’, ρώτησε ο κύριος Κ.
‘Α, μα νόμιζα πως το γνωρίζατε κι εσείς: η κυρία Μ. για πολύ καιρό, όταν ξάπλωνε τη νύχτα, μετά από λίγο πεταγόταν στον ύπνο της με φωνές. Άλλες φορές δεν αντιδρούσε καν, απλώς καθόταν εκεί όλο το βράδυ και το πρωί σηκωνόταν με μάτια πρησμένα και υγρά. Όπως μου έλεγε, μέσα στο μαξιλάρι της πολλές φορές άκουγε ήχους, γδούπους, γαυγίσματα ή μουσική. Πράγμα παράλογο, καταλαβαίνετε. Ε τώρα ο γιατρός εξακρίβωσε πως αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά φαντάσματα του παρελθόντος’.
‘Ουου πολύ ενδιαφέρον’, είπε ο Ν. την ώρα που η Ι. άφηνε τα ποτήρια μπροστά από το ζεύγος Κ. ‘Τώρα που είπες αυτό, ποιος ψήνεται να κάνουμε αυτή τη νύχτα λίγο πιο ενδιαφέρουσα; Τώρα που ήρθαν και τα παιδιά δηλαδή’.
‘Χιχιχι’, έκανε ο Φ. και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του.
‘Δηλαδή;’, ρώτησε η Ι.
‘Τζάκι έχουμε. Έξω βρέχει καρέκλες και ο αέρας φυσάει σαν τυφώνας. Τα παντζούρια κοπανάνε μεταξύ τους κι εμείς είμαστε εδώ, μέσα, δίπλα στη φωτιά. Όλοι ξέρουν πως είναι η κατάλληλη στιγμή για να πούμε
ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ!
Γέλασαν όλοι με την έκρηξη του Ν.
‘Ναι αμέ, είμαστε μέσα’, είπε η κυρία Κ. και ανακάθισε πιο αναπαυτικά στη θέση της.
‘Πολύ ωραία, θα ξεκινήσω εγώ’, είπε ο Ν. ‘Σάς έχω μια ιστορία λουκούμι’.
‘Όλα ξεκίνησαν όταν ο Χ. βγήκε από το διαμέρισμά του με το κλειδί στο ένα χέρι και το λουρί στο άλλο. Ο σκύλος είχε πια γεράσει και δεν τραβούσε, άρα δεν ήταν επικίνδυνο να πέσει στις σκάλες και δεν τον κρατούσε γερά. Είχε το λουρί ρυμούλκησης στο χαλαρό. Τράβηξε την πόρτα, κλείδωσε κι άρχισε να κατεβαίνει με το σκυλί στο πλάι του. Είχε ανάψει μόνο το φως έξω από την πόρτα του, που βρισκόταν στον πρώτο όροφο και κάπως φώτιζε τις σκάλες μέχρι την είσοδο κάτω, οπότε δεν χρειαζόταν να ανάψει το μεγάλο φως του κλιμακοστασίου. Έχουν σημασία οι λεπτομέρειες.
Στη στροφή της σκάλας το είδε για πρώτη φορά. Ο διάδρομος από το τελευταίο σκαλί μέχρι την είσοδο ήταν αρκετά σκοτεινός και κατεβαίνοντας, στο πλάι που οδηγούσε στο αποκάτω διαμέρισμά στεκόταν η σκιά. Απλώς στεκόταν και ήταν μια μαύρη, κατάμαυρη κηλίδα με ευθυτενές σώμα και με τα χέρια να κρέμονται χαλαρά στο πλάι. Για λίγο κοκάλωσε. Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα να συνηθίσει το μάτι του στο σκοτάδι και όταν αυτό έγινε, η σκιά είχε εξαφανιστεί. Καλό και το κρασί για το βράδυ αλλά νά που σου φέρνει μπελάδες καμιά φορά.
«Πώς ήταν η βόλτα σας;», τον ρώτησε η Θ. όταν επέστρεψαν. Κάθε φορά το ρωτούσε αυτό, παρόλο που, ειλικρινά, στη βόλτα με το σκύλο γύρω από το τετράγωνο δεν μπορούν να συμβούν και πολλά.
«Μια χαρά. Χαλαρή», είπε και κάθισε στον καναπέ. Έμεναν σχεδόν ένα χρόνο μαζί. Είχαν χωρίσει τις δουλειές του σπιτιού, είχαν βρει τα κουμπιά τους, η Θ. πιο πολύ εκείνα του Χ. Η καθημερινότητά τους κυλούσε μεταξύ δουλειάς, σπιτιού και φίλων, με κρασί και χαρτιά ανάμεσα στους δύο τους μέχρι αργά, ό,τι περιμένει κανείς από τη ζωή ενός νεαρού ζευγαριού. Σωστά; Αυτοί είναι οι στόχοι. Ηρεμία, ομαλότητα, νοικοκυροσύνη. Ένα ζευγάρι με ένα σκυλί, ένα γατί λίγο πριν κάνουν το επόμενο βήμα. Σωστά.
Πρώτα τρελάθηκαν τα σκυλιά. Άργησε να το παρατηρήσει, αλλά όταν το έκανε, τα έβαλε όλα κάτω και το παζλ τού έβγαινε. Όταν το πρωί πήγαινε στη δουλειά κι όταν το βράδυ γυρνούσε, ένα συγκεκριμένο βρωμόσκυλο τον έβλεπε που περνούσε από το δρόμο και του φώναζε με μανία. Μιλάμε ο τύπος ασταμάτητος. Τον λόκαρε και δεν σταματούσε να του γαυγίζει μέχρι που έφευγε από το οπτικό του πεδίο. Αργότερα κάποια σκυλιά στο δρόμο τον απέφευγαν κι έπειτα όταν πήγαινε κοντά σε κάποιο εκείνο γρύλιζε μέχρι ο Χ. να απομακρυνθεί. Ρε μπα σε καλό μας. Τι συνέβαινε; «Θα μυρίζουν τον δικό μου», σκεφτόταν και δικαιολογούταν ο Χ., αλλά μέρα με τη μέρα το σκηνικό χειροτέρεψε. Κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι όλα τα σκυλιά της γειτονιάς ξεκινούσαν να αλυχτούν, γαύγιζαν ασταμάτητα και ξεσήκωναν τον κόσμο με έναν εκκωφαντικό, συμπαγή θόρυβο, που όταν τον άκουγες δεν μπορούσες να ακούσεις τίποτε άλλο.
Έπειτα, ένα βράδυ καθώς γυρνούσε με ακουστικά στα αυτιά του για μην ακούει τον χαμό γύρω του, ένα σκυλί βρισκόταν ακριβώς έξω από την πόρτα του. Πλησίασε διστακτικά για να μπορέσει να το μετακινήσει ήρεμα και να περάσει στο σπίτι.
«Έι, φιλαράκο», είπε μαλακά, αλλά όταν ο σκύλος, που μέχρι τότε κοιμόταν κουλουριασμένος πάνω στο χαλάκι της εισόδου, άκουσε τη φωνή του, έδειξε αμέσως τα δόντια του κι έβγαλε ένα γρύλισμα που αν μπορούσε να μεταφραστεί θα ήταν ξεκάθαρη απειλή. Ο Χ. έκανε ένα βήμα πίσω κι απ’ τη γωνία του κτιρίου εμφανίστηκαν ακόμη δύο σκυλιά γρυλίζοντας και χαμηλώνοντας τη ράχη τους προς το μέρος του. Οι τρίχες στην πλάτη τους είχαν γίνει σαν καρφιά. Το σκυλί της εισόδου είχε επίσης σηκωθεί με πολύ αργές κινήσεις για να μην τραβήξει την προσοχή και τώρα τον κοίταζε με κόρες διεσταλμένες, στο βαθμό που στα μάτια του υπήρχε ένα απόλυτο μαύρο. Δεν είχε άλλη επιλογή· φώναξε δυνατά και έσπρωξε με όλη του τη δύναμη το σκυλί που του εμπόδιζε την είσοδο, κερδίζοντας ελάχιστο χρόνο για να χώσει το κλειδί μέσα στην κλειδαριά. Τα άλλα δύο αμέσως ξεκίνησαν να τρέχουν κατά πάνω του, όμως πρόλαβε και μπήκε κλείνοντας γρήγορα την πόρτα πίσω του. Περίμενε να ακούσει απ’ έξω γδούπους και γρατζουνιές στην πόρτα, όμως μόλις η πόρτα έκλεισε, όλος ο θόρυβος που είχε τόση ώρα στο κεφάλι του σταμάτησε. Απ’ έξω επικρατούσε πλήρης ησυχία.
Το βράδυ δεν έβγαλε το σκύλο του βόλτα κι εκείνος δεν παραπονέθηκε. Ο Χ. ξάπλωσε και στη μέση της νύχτας τον έπιασε φρικτό κατούρημα. Σηκώθηκε και πήγε σκοντάφτοντας στην τουαλέτα. Την ώρα που κατουρούσε ακουμπώντας το ένα του χέρι στο πλακάκι πίσω από την λεκάνη, άκουσε ένα παρατεταμένο σύρσιμο στο χαλί του διαδρόμου. Το μόνο φως που υπήρχε στο σπίτι ήταν εκείνο του μπάνιου κι όσο ερχόταν από την εξωτερική λάμπα του δρόμου. Τράβηξε καζανάκι και βγήκε στο διάδρομο κοιτάζοντας διστακτικά. Τίποτα το παράξενο. Πήγε στο σαλόνι για να ελέγξει κι εκεί· αυτό του έλειπε τώρα να είχε μπει και κανένας στο σπίτι. Έκανε ένα γύρο στο σαλόνι εξετάζοντας τις γωνίες και πιθανές κρυψώνες και έφτασε μπροστά στην μπαλκονόπορτα όπου δύο ταυτόχρονες παρατηρήσεις τον ξύπνησαν για τα καλά και έκαναν τα γόνατά του να τρέμουν.

Η πρώτη ήταν ότι ο δρόμος κάτω δεν ήταν άδειος. Γύρω στα δέκα με δεκαπέντε σκυλιά ήταν ακριβώς έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας, καταλαμβάνοντας όλο το χώρο μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Κανένα δεν ήταν καθιστό, κανένα δεν κοιμόταν ή γλειφόταν. Στέκονταν όλα με τις ουρές τεντωμένες και τα μάτια τους καρφωμένα στην μπαλκονόπορτα παρακολουθώντας κάθε του κίνηση. Το τρίχωμά τους ήταν σηκωμένο και τα δόντια τους γυμνά. Το συνεχές γρύλισμά τους δημιουργούσε έναν λευκό ήχο, όπως αυτό που κάνουν τα τζιτζίκια το καλοκαίρι, μόνο που αυτός εδώ τώρα ήταν πολύ πιο απειλητικός και έφερνε στο μυαλό του εικόνες αίματος και κομμένης σάρκας.
Η δεύτερη παρατήρηση ήταν ότι εκεί, ανάμεσα στα τριχωτά σώματα που τον απειλούσαν, στεκόταν κάποιος και τον κοιτούσε. Αυτό το τελευταίο, πως δηλαδή τον κοιτούσε, δεν μπορούσε να το πει με ακρίβεια διότι εκείνο το πράγμα που στεκόταν ήταν η ίδια η σκιά που μόλις πριν λίγο καιρό είχε δει στις σκάλες. Ένα μαύρο χάος, με τα χέρια χαλαρά στο πλάι και –γι’ αυτό θα έκοβε το ένα του χέρι– με το κεφάλι του στραμμένο προς τον ίδιο.
Ο Χ. κοιτούσε το σκηνικό παγωμένος. Ποιος ήταν αυτός ή τι ήταν αυτό; Στο επόμενο δευτερόλεπτο η σκιά κινήθηκε απότομα προς την πόρτα της πολυκατοικίας, δείχνοντας κάθε πρόθεση να τον φτάσει, κι η λάμπα του δρόμου έσβησε απότομα με έναν δυνατό θόρυβο, βυθίζοντας όλο το δρόμο και το σαλόνι στο σκοτάδι. Ο Χ. ξεκόλλησε το σώμα του και πισωπάτησε. Περίμενε για λίγο καρφωμένος στη νέα του θέση, τεντώνοντας τα αυτιά του για να ακούσει τον παραμικρό θόρυβο που θα πρόδιδε πως η σκιά ήταν πια έξω από τη δική του πόρτα. Περίμενε και περίμενε, όμως τίποτα δεν συνέβη. Δεν άκουσε κανένα θόρυβο, δεν είδε καμία κίνηση μέσα στο σκοτάδι. Αποφάσισε να γυρίσει στο κρεβάτι του, χρειαζόταν απαραίτητα έναν καλό ύπνο.
Τη στιγμή που πάτησε μέσα στο υπνοδωμάτιο κατάλαβε πως κάτι πήγαινε στραβά. Ο χώρος τού φάνηκε κενός και σε κλάσματα του δευτερολέπτου αντιλήφθηκε πως η Θ. έλειπε από το κρεβάτι. Σκάλωσε, στάθηκε εκεί και κοίταξε για λίγο την άδεια θέση. Έπειτα κοίταξε πίσω του στο διάδρομο για να δει αν το φως του μπάνιου ήταν ανοιχτό και δεν το είχε προσέξει πιο πριν. Τίποτα, το φως ήταν σβηστό όπως και κάθε άλλο φως μέσα στο σπίτι. Πήγε και άγγιξε με τα χέρια του τις πτυχώσεις του παπλώματος για να βεβαιωθεί πως δεν κρυβόταν το σώμα της Θ. εκεί, αθέατο. Κανένας όγκος, κανένα βάρος. Γύρισε πίσω και άρχισε να κοιτάζει στο υπόλοιπο σπίτι. Πήγε στην τουαλέτα κι άνοιξε την πόρτα. Τίποτα. Πήγε στο χολ και άνοιξε το φως για να φωτίσει το χώρο. Καμία κίνηση. Κοίταξε στις γωνίες πίσω από τις βιβλιοθήκες, έλεγξε την πόρτα που ήταν κλειδωμένη και έψαξε πίσω από τον καναπέ, σε περίπτωση που η Θ. τού έκανε κάποιο παράξενο αστείο. Στο τέλος έσυρε διστακτικά τα βήματά του μέχρι την κουζίνα όπου μόλις παρατήρησε ότι το φως του απορροφητήρα ήταν ανοιχτό.
«Τι στο διάολο…;»
Έφτασε μπροστά στην πόρτα της κουζίνας όταν παρατήρησε πως πίσω της φαινόταν να υπάρχει κάτι που την εμπόδιζε να ανοίξει εντελώς μέχρι τον τοίχο. Άπλωσε το χέρι και την έσπρωξε απαλά και τότε μια κίνηση πίσω από την πόρτα του έκοψε το αίμα, ενώ τα γέλια της Θ. έκαναν αντίλαλο στο χώρο.
«Πας καλά; Τι κάνεις τέτοια ώρα;», σχεδόν της φώναξε. Η Θ. απλώς γελούσε αλλά το παράξενο δεν ήταν μόνο αυτό. Η κοπέλα δεν είχε μόλις ξυπνήσει, αυτό ήταν φανερό. Τα μάτια της ήταν γουρλωτά και είχαν σχεδόν ασπρίσει, ενώ συνέχιζε να γελάει νευρικά και χαρούμενα. Το πρόσωπό της δεν είχε κανένα σημάδι ύπνου, δεν ήταν πρησμένο. Ήταν λες και δεν είχε κοιμηθεί ποτέ, ήταν φρέσκο, ξεκούραστο.
Γύρισαν μαζί στο κρεβάτι και ξάπλωσαν. Και τι ωραία που επιτέλους ήταν πίσω στο κρεβάτι του ο Χ., τι περίεργο βράδυ ήταν αυτό. Τώρα θα ζεσταινόταν κάτω από το βαρύ πάπλωμα, δίπλα στο ζεστό σώμα της Θ. και το μικρό ροχαλητό του σκύλου του θα τον νανούριζε. Έκλεισε αργά τα μάτια του, ενώ το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο από το φως της εξωτερικής λάμπας του δρόμου, που με κάποιο παράξενο τρόπο τώρα είχε επανέλθει. Έμεινε λίγο εκεί και μετά από μερικά δευτερόλεπτα άνοιξε ξανά τα μάτια, ασυναίσθητα, πριν να βυθιστεί για πολλές ώρες στον ύπνο. Όταν όμως τα μάτια του άνοιξαν ξανά δεν μπορούσε να δει τίποτα. Κι όχι μόνο αυτό, δεν μπορούσε επίσης να ακούσει τίποτα. Όλος ο χώρος ήταν πίσσα σκοτάδι, κανένας ήχος δεν ακουγόταν. Έκλεισε κι άνοιξε συνεχόμενα τα μάτια του για να συνηθίσουν στην απουσία του φωτός, όμως τίποτα δεν συνέβη. Ήταν ένα απόλυτο κενό. Έσυρε το αριστερό του χέρι αργά προς τη μεριά της Θ. για να την αγγίξει, να νιώσει ασφαλής, να ψηλαφίσει το χώρο. Στη θέση της δεν βρήκε τίποτα. Χάιδεψε το στρώμα όμως ο χώρος, που μέχρι πριν από λίγο καταλάμβανε το σώμα της Θ., τώρα ήταν κενός και κρύος.
Γύρισε το κεφάλι του αριστερά και εξακολουθούσε να μη βλέπει απολύτως τίποτα. Τότε μια κίνηση, μια πολύ μικρή κίνηση τού αποκάλυψε ό,τι είχε συμβεί.

Το μαύρο μπροστά στο πρόσωπό του μετακινήθηκε λίγο, ελάχιστα, κι άφησε να φανεί μια χαραμάδα φως που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα. Ύστερα το μαύρο απομακρύνθηκε κι άλλο, το δωμάτιο φάνηκε περισσότερο στο φως που ερχόταν απ’ έξω και τότε ο Χ. κατάλαβε.
Η σκιά ήταν εκεί, ήταν δίπλα στο κρεβάτι του και είχε σκύψει πάνω στο πρόσωπό του και τον κοιτούσε. Είχε πλησιάσει τόσο κοντά στο πρόσωπό του, τόσο κοντά για να τον εξετάσει, που είχε καλύψει όλο το οπτικό του πεδίο. Κόντευε να τον καταπιεί. Τώρα δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε άλλο: πώς την έλεγαν, είπαμε, εκείνη που υποτίθεται πως κοιμόταν δίπλα του; Ποιος ροχάλιζε πριν από λίγο και τον νανούριζε; Γιατί δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί πώς στο καλό έλεγαν τον σκύλο του;
Το επόμενο πρωί, η γειτόνισσα που συνήθως χτυπούσε το κουδούνι για να τον ξυπνήσει, ανησύχησε όταν εκείνος δεν άνοιξε την πόρτα και κάλεσε τις αρχές. Όταν μπήκαν μέσα, στην αρχή δεν βρήκαν τίποτε το ύποπτο. Μόνο ένα έντονο κρύο που όσο προχωρούσαν μέσα στο σπίτι γινόταν πιο έντονο. Κι ύστερα βρήκαν τον Χ. στο δωμάτιο, με τη μπαλκονόπορτα ορθάνοιχτη και τον ίδιο ξαπλωμένο ανάσκελα με μάτια ανοιχτά και τα μαλλιά του να έχουν ασπρίσει.’ […]
-φωτογραφίες από Pinterest–