-στα λόγια η Ηλιάνα Τσακίρη
Βρίσκονταν σπίτι. Μόλις είχε φύγει και αυτός. Άλλος ένας που είχε πέσει στα δίχτυα της. Δεν ήθελε δεσμεύσεις και πάνω απ’ όλα, δεν ήθελε να δένονται άλλοι, σε εκείνη. Ποιος ο λόγος; Ο έρωτας ήταν αυτοκτονία.
Έβγαλε παγωτό από την κατάψυξη, ένα μπουκάλι λευκό κρασί και έκατσε στην μεγάλη της πολυθρόνα να δει ένα ακόμη θρίλερ– και ας ήταν η ίδια της ζωή ένα θρίλερ. Τίποτα πια δεν την τρόμαζε. Μπορούσε να δει να ξεκοιλιάζουν στομάχια, αίματα να πετάγονται σαν σιντριβάνια από τις καρωτίδες, εξορκισμούς και ανάποδους σταυρούς να καρφώνονται σε μέτωπα δαιμονισμένων και εκείνη να μένει απλά ατάραχη.
Δεν θυμόταν από πότε είχε να κλάψει… Δεν υπήρχε και λόγος άλλωστε. Η ταινία που έβλεπε ήταν ένα ακόμη ψυχολογικό θρίλερ, αυτά ήταν και τα αγαπημένα της. Προσπαθούσε να μπει στη θέση του πρωταγωνιστή, να δει τι τον ωθούσε να κάνει τα όσα διαδραματίζονταν. Πάντα κρατούσε σημειώσεις, Κάποιες φορές έπαιζε σκηνές που της έκαναν εντύπωση στο μεγάλο καθρέπτη του σαλονιού ή έβαφε το πρόσωπο της αποκρουστικά και έκανε γκριμάτσες λες και ήθελε να τρομάξει κάποιον… Υπήρχε μόνο εκείνη.
Η πρωταγωνίστρια που έβλεπε εκείνη τη φορά, φορούσε λευκά. Είχε ένα λευκό δαντελένιο σατέν νυχτικό στα άπλυτα. Δεν έχανε κάτι να το βγάλει, να βαφτεί και να δοκιμάσει ότι απειλεί έναν αόρατο εχθρό στον καθρέπτη. Έκατσε να δει και τα τελευταία 7 λεπτά της ταινίας και σηκώθηκε.
Βρήκε το νυχτικό στο καλάθι, το έβαλε και άφησε τον κότσο της· τα μαλλιά της είχαν ένα απαλό μελί χρώμα και έφταναν ως τη μέση της. Στήθηκε στον καθρέπτη και σκέφτηκε τι μακιγιάζ θα μπορούσε να ταιριάξει με αυτό της απογοητευμένης και τρελής, θα έλεγε ο κόσμος…
Eyeliner αλά Lana Del Rey, βαθύ κόκκινο κραγιόν και μια ελιά ψεύτικη σαν την αγαπημένη τότε star Merylin. Ψεύτικες βλεφαρίδες λαδάκι στους ώμους και πάνω στο μπούστο με λίγη χρυσόσκονη. Κοίταξε το αποτέλεσμα, δεν είχε κάνει και πολλά. Της άρεσε αυτή η εικόνα. Άνοιξε όλα τα φώτα και ξεκίνησε να χορεύει σε όλο το σαλόνι. Άνοιξε και τα παράθυρα, ήθελε να μοιραστεί την δήθεν χαρά της με τους γείτονες που τόσο μισούσε. Οι γυναίκες της γειτονιάς την κοιτούσαν με φθόνο, ενώ οι άντρες τους ξερογλείφονταν και έχυναν κρυφά στο μπάνιο του σπιτιού τους για χάρη της.
Το απέναντι μπαλκόνι άνοιξε τα φώτα του και ένας νεαρός κοντά στην ηλικία της ξεπρόβαλε με το μποξεράκι του. Άναψε τσιγάρο και έμεινε να την κοιτάζει. Ήξερε ότι την γούσταρε, της είχε προτείνει να βγουν οι δυο τους πάνω από πέντε φορές. Είχε τα κέφια της, το κρασί την είχε βοηθήσει, του έκανε τη χάρη να τον καλέσει στο αυτοσχέδιο πάρτι της, εξ αποστάσεως. Γδύθηκε μπροστά του και πέταξε το νυχτικό από το μπαλκόνι. Σάστισε. Εκείνη συνέχισε και έστησε την πολυθρόνα με θέα εκείνον. Βολεύτηκε και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο. Άνοιξε τα πόδια της και προσπάθησε να χαρίσει στον εαυτό της έναν μοναδικό οργασμό. Ήξερε ότι και ο θεατής απέναντι θα ξετρελαινόταν και θα έχυνε στο λεπτό με μια απλή κίνηση.
Άρχισε να βογκά δυνατά, με τη φωνή της να ηχεί σε όλη την γειτονιά. Είδε τον απέναντι να κρατιέται από τα κάγκελα από ηδονή, είχε φτάσει τον στόχο του.
Έκλεισε την μπαλκονόπορτα και συνέχισε να πίνει γυμνή στο σαλόνι. Η πρωταγωνίστρια στη ταινία, είχε κρεμαστεί από το πολυέλαιο. Πόσο κλασικό. Σχεδόν μια μπανάλ μαλακία. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη της.
Παραπατώντας ανέβηκε στον καναπέ και προσπάθησε να φτιάξει μια αυτοσχέδια κρεμάλα. Είχε αρχίσει να κρυώνει, αλλά δεν είχε κουράγιο να ντυθεί, ήθελε να δει τον εαυτό της κρεμασμένο. Κοίταξε απ’ έξω. Ο θαυμαστής ακόμη εκεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη, βγήκε έξω:
«Ψιτ, όμορφε! Σου άρεσε το σόου;»
«Μην περιμένεις επιβεβαίωση. Την απάντηση την ξέρεις. Δεν σε είχα για τόσο πουτανάκι…»
«Δε μιλάς ωραία…»
«Ίσως και να σου αξίζει, με τα τόσα άκυρα που μου έχεις μοιράσει.»
«Θες να πάρεις εκδίκηση;»
«Τι εννοείς;»
«Να με δεις να υποφέρω, μπροστά σου;»
«Θα με καλέσεις σπίτι σου, να σε γαμήσω;»
«Όχι όχι, κάτι μόνιμο και αποτελεσματικό…»
«Δηλαδή;»
«Δες.»
Ανέβηκε στον καναπέ παραπατώντας και στήθηκε στον πιο άσχημο, σχεδόν, κύκλο του σχοινιού. Σκέφτηκε τι είχε στην κατοχή της. Αυτή τίποτα, οι γονείς της πολλά. Δεν τα ήθελε, δεν την ένοιαζε. Άντρες πολλοί. Παιδιά; Κανένα. Δεν τα ήθελε κιόλας, δεν τα θεωρούσε καν γλυκά. Ήπιε από το μπουκάλι τη τελευταία γουλιά. Έβαλε το κεφάλι μέσα στο σχοινί και πήρε μια βαθιά ανάσα, σφίγγοντας το σχοινί. Είχε πλάκα ο ρόλος αυτός.
Στάθηκε στις μύτες των ποδιών της. Στην άκρη του καναπέ. Έδωσε μια στον καναπέ και κρεμάστηκε. Έτσι απλά. Χωρίς καμία προειδοποίηση. Μια κραυγή και ένα «βοήθεια» ακούστηκε ξεσηκώνοντας το σύμπαν στο πόδι.
Ήταν ένα κινηματογραφικό κρέμασμα, σαν από τα θρίλερ που αγαπούσε. Οι δαίμονες την καλωσόρισαν και οι φωτιές άναψαν στο διάβα της. Το δέρμα της πήρε την μυρωδιά της σαπίλας, αυτή που τόσο λαχταρούσε όσο ήταν ζωντανή να γευτεί. Η ψυχή της αποκάλυψε το μαύρο που τόσα χρόνια έκρυβε. Τώρα ξεκινούσε το πραγματικό θρίλερ…
–φωτογραφία από Pinterest–