2016/2018/23.1.2022


-στα λόγια η Ελένη Γεωργίου

Εκείνη τη βραδιά στο Galaxy
Κατάλαβε ότι θα είναι δύσκολα τα πράγματα για ‘κείνη.
Είχε φορέσει μαύρο φόρεμα.
Είχε φορέσει κόκκινο κραγιόν.
Είχε φορέσει στην καρδιά της φλόγες.
Αν έσκυβες λιγάκι, μπορούσες να τις δεις στα μάτια της.
Ήξερε ότι δεν θα την καταλάβαιναν
Και δεν θα της ήταν εύκολο.
Της φώναξε και εκείνο το βράδυ.
Την έκανε να ντρέπεται για όσα έχει νιώσει ανάμεσα στα πόδια.
Ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Την έκανε να ντρέπεται και για αυτό.
Ακούμπησε στον ξύλινο πάγκο τα λευκά της χέρια.
Ήπιε κονιάκ και τον κοιτούσε στα μάτια.
Ήταν δική της επιλογή το μέρος.
Όλα τ’ άλλα δεν τα επέλεξε εκείνη.
Λύγισε στην εικόνα του μέλλοντος
Αλλά παραδόξως
Το ατένιζε εξαρχής με τη βεβαιότητα του εφήμερου.
Κι ας ήταν πάντα δύσκολο να φεύγει
Το ‘ξερε ότι και από εκεί θα έφευγε.
Κι ας ήταν δύσκολο.
Και συνέχισε να είναι.

Μετά εκείνο το απαίσιο και φρικτό απόγευμα στο Au revoir.
Δεν ήταν καν σαγηνευτική.
Φορούσε τζιν και κίτρινη μπλούζα
Κάπως ξεχειλωμένη
Για να ταιριάζει με την φθαρμένη υπομονή της.
Κοντά μαλλιά και πάλι.
Χλωμή όψη.
Ακούμπησε τα λευκά της χέρια στο ξύλινο τραπέζι.
Ήπιε πάλι κονιάκ.
Ή έτσι θυμάται… δεν είναι εντελώς σίγουρη.
Και πάλι έφυγε.
Δεν αντέχει τα προφανή ψέματα.
Έχει μεγαλώσει στον κόρφο της στρατό από δαύτα.
Δεν αντέχει να συμβιβάζεται για πάντα, για τα πάντα.
Έτρεξε άτσαλα στην Πατησίων
Σαν τρελό κυνηγημένο ζώο.
Δεν ήταν εύκολο.
Ποτέ δεν είναι.

Εκείνο το άλλο το βράδυ
Το περίεργα σιωπηλό
Το θαυμαστά οικείο
Αυτό για το οποίο, τότε, δίσταζε να μιλήσει
Ήταν η μόνη φορά, ως τότε, που θέλησε εφικτά να μείνει.
Έτσι νόμιζε.
Ήπιε ξανά κονιάκ.
Ακούμπησε τα λευκά της χέρια σε στάση προσευχής.
Πιο μακρυά μαλλιά, κατσαρά.
Άγνωστα νερά.
Το έβλεπε ότι δεν θα έμεναν πολύ στο λιμάνι.
Και έτσι έγινε.
Δύσκολο τότε.
Δύσκολο;
Μπα.
Ας είναι.
Πάει και έφυγε
Και αυτό δεν ήταν και τόσο δύσκολο.

(Αυτό το κείμενο γράφτηκε το 2016, ή το 2018 ή στις 23.1.2022)

–φωτογραφία από Pinterest

Σχολιάστε