-στα λόγια η Ελένη Γεωργίου /
φωτογραφία: paranoiko_xaos
Το σημερινό πρωινό, το φως δεν πέρασε από το κλειστό παντζούρι.
Έχουμε επιλέξει τον ήλιο, να μην τον έχουμε συντροφιά.
Υπάρχει ήδη αρκετό φως μέσα στο δωμάτιό μας.
Το λέω «δωμάτιό μας»,
Όπως και πολλά άλλα.
Κι ας μην μου ανήκει, τυπικά και ουσιαστικά.
Είναι πλατύ και ζεστό αυτό το «μας».
Ηχεί σαν παφλασμός κύματος στη Λακωνική ακτή.
Ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη, όταν το εκφέρει κανείς.
Πολλά λέμε «μας», χωρίς ιδιαίτερη σκέψη.
Απ’ ό,τι φαίνεται, όταν δεν σκέφτονται οι άνθρωποι πολύ,
Τα πρωινά ξυπνούν πιο ανάλαφροι.
Σαν πυγολαμπίδες, ή σαν άλλη φλεγόμενη βάτος λάμπουμε κάθε νύχτα.
Κρίμα που δεν μπορούν να μας δουν.
Αλλά έχει πλάκα, να έχουμε τα μυστικά μας.
Δεν έχει;
Κοίτα, δεν θέλω να γίνω βλάσφημη.
Μιλώ για ‘μας και μπλέκω στην κουβέντα φλεγόμενες βάτους.
Μπορεί κανείς να πει, ότι διαπράττω ύβριν.
Όμως, δεν είναι άραγε οι λέξεις κύματα νεογνών συναισθημάτων;
Πώς αλλιώς θα μάθεις;
Γιατί θέλω να ξέρεις,
Όσα μέσα μου κολυμπούν.
Πώς αλλιώς θα μάθω κι εγώ,
Μέχρι πού φτάνει όλο αυτό;
Είναι σαν να στέρεψαν οι λέξεις.
Δεν φτάνουν.
Κι εγώ που έχω πλούσιο λεξιλόγιο,
Ποτέ άλλοτε δεν έδωσα πιο φτωχική ομιλία.
Ψάχνω, λοιπόν, να βρω την κατάλληλη λέξη
Να ταιριάξει, να κουμπώσει,
Να αποτυπώσει σε πλήρη έκταση όλα τα βιωμένα και δονούμενα.
Το σημερινό πρωινό σε φωτογράφισα με τα μάτια μου και
Σε αποθήκευσα στο μυαλό μου.
Έτσι όπως ήσουν ξαπλωμένος.
Αυτό που πιο πολύ με κάνει να κλαίω από χαρά
Είναι η αυθεντική εικόνα σου δίπλα μου: γυμνός, εντελώς παραδομένος στ’ όνειρο.
Τα χέρια σου σε κίνηση αγκαλιάς.
Το βλέμμα σου πίσω από τις πυκνές βλεφαρίδες κρυμμένο,
Η ανάσα βαριά,
Τα υγρά χείλη μισάνοιχτα.
Τα χείλη σου, που πάντα διψώ και πάντα πεινάω.
Την εικόνα σου να κοιμάσαι και να ξέρω, ότι σε λίγες ώρες θα είμαι πίσω σε εσένα,
Την κουβαλώ μαζί μου.
Και όταν γυρίσω, θα ξαπλώσω δίπλα σου.
Δεν θα ταράξω τ’ όνειρο.
Ίσως μυρίσω τον λαιμό σου.
Ή θα κοιτάξω τον σβέρκο σου.
Να αναγνωρίσω κάθε σημείο του, κάθε μικρή σπιθαμή του.
Έχω αρχίσει να τα μαθαίνω τα σημεία.
Θέλω να τα μάθω by heart, από καρδιάς.
Δηλαδή απ’ έξω.
Αλλά και από καρδιάς.
Βλέπω τη δύναμη αυτού του κορμιού,
Που σηκώνει στις πλάτες του ένα νέο κόσμο.
Χαρτογραφώ με ευλάβεια κάθε περιοχή του.
Μεθοδικά, μα και ανυπόμονα.
Αντιφατικά πράγματα…
Όσο θέλω να τραβήξω τον χρόνο,
Να επιμηκύνω τα δευτερόλεπτα,
Τα λεπτά,
Τις μέρες,
Άλλο τόσο τα θέλω όλα τώρα και αμέσως.
Και πέφτω με τα μούτρα στη μελέτη.
Ανακαλύπτω κάθε νέο σημάδι,
Ουλή, ρυτίδα, απόχρωση.
Και σκάβω όλο και πιο βαθιά.
Και κάθε φορά εκπλήσσομαι.
Κάθε φορά ζητάω κι άλλο.
Το σημερινό πρωινό περπατώ στον δρόμο σου και όλα τα βλέπω
Σαν να είναι η πρώτη φορά.
Όλα πιο φωτεινά, πιο όμορφα, με ξεκάθαρα περιγράμματα, γωνίες και καμπύλες.
Ξέρω ότι σε λίγες ώρες θα γυρίσω πίσω, σε εσένα.
Στο δωμάτιό μας.
Γελάω από τα βάθη του νέου αυτού κόσμου
Και κλαίω, ναι κλαίω από χαρά, γιατί εγώ εσένα σε αναγνώρισα.
Σε ήξερα, λες, από πάντα.
Σε ανακάλυψα, ενώ κολυμπούσα σε βάθη σκοτεινά.
Και αναδύθηκα μαζί με όλα αυτά, που τώρα παλεύω να πω.
Και τα φτωχά μου λόγια –ίδια ξεφτισμένα ρέλια– είναι πολύ λίγα,
Ανεπαρκή.
Γι’ αυτό ψάχνω βάρος και ένταση σε λέξεις και έννοιες υπερβατικές.
Μήπως έτσι επέλθει ισορροπία.
Εγώ εσένα σε διάλεξα.
Και σε μαθαίνω από καρδιάς και απ’ έξω.
Απ’ έξω και από καρδιάς.
Την εικόνα σου το σημερινό πρωινό
Και κάθε μα κάθε πρωινό,
Την κουβαλώ στο στήθος μου σαν φυλαχτό.
Κι ας μην πολυπιστεύω σε τέτοια.
Προς Θεού, δεν έχω καμιά πρόθεση να γίνω βλάσφημη.
Τις λέξεις, τις κατάλληλες λέξεις ψάχνω.
Κάποτε ήταν πολύ νωρίς.
Τώρα είναι ακριβώς η στιγμή.
Είμαι ακριβώς εκεί, που θα έπρεπε να είμαι.
Λέω ακριβώς αυτά, που θέλω να λέω.
Μαθαίνω όλα όσα θέλω.
Μαθαίνω εσένα και τα πρωινά μαζί σου.
Απ’ έξω και από καρδιάς.
Από καρδιάς και απ’ έξω.
