–ένας νόστος από την Ελένη Γεωργίου
Ξύπνησε, πριν χαράξει
Έπρεπε να προλάβουν το καράβι
Δεν ήθελε να φύγει
Μπήκε στο καράβι, όχι για να ξεφύγει
Αλλά γιατί της το υποσχέθηκε
Αν δεν έφευγε, δεν θα της ξαναμιλούσε, έτσι της είχε πει
Πώς να αντέξει τέτοια σιωπή;
Το πλοίο στην ώρα του
Κοιμάται σχεδόν όρθια
Δεν ευελπιστεί να περάσει καλά
Νιώθει τύψεις, αν τυχόν νιώσει καλά
Θα έχει πια μεσημεριάσει, όταν θα φτάσουν
Είναι όμορφο και ανοιχτόκαρδο αυτό το νησί, όλοι το λένε
Στο χωριό της Ε., κοντά στη Χώρα, ο ουρανός πάντα έχει σύννεφα
Κάνει μηχανικές κινήσεις
Δεν χαλαρώνει
Έχει ξεχάσει τι θα πει χαλάρωση, ηρεμία
(Και έμελλε σύντομα σε ένα κάπως μακρινό μέλλον
Σε αυτό που τώρα την βρίσκει να πληκτρολογεί, όσα εδώ ξεδιπλώνονται
Να διαπιστώσει, με μελαγχολία, ότι αδυνατεί πια να χαλαρώσει)
Στο μουντό χωριό σουρουπώνει
Ο ουρανός την καθηλώνει
Δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από το θέαμα, που ξεδιπλώνεται εμπρός της στο παραδοσιακό μπαλκόνι
Βγάζει φωτογραφία
Θα γράψω κείμενο κάποτε για αυτήν, σκέφτεται
Και ήρθε η ώρα
Δύσκολο να γράφει για αυτή την εποχή, όμως
Πολλά δεν λέγονται
Τα πήρε ο ουρανός εκείνο το βράδυ
Ταξιδεύουν ελεύθερα στους αιθέρες
Άρα είναι πάντα εδώ γύρω
Ίσως πιο μετά να ομολογήσει περισσότερα
Πώς θα περάσουν οι μέρες;
Δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό της, αυτό που άφησε πίσω
4 ημέρες
Η Τ. της προτείνει να μείνει έστω μία μέρα παραπάνω
Δεν μπορεί να το κάνει
Στο νησί ο αέρας είναι διαολεμένος
Δεν μπορούν να σταθούν πουθενά
Έφυγε με καρδιά ξερή
Σαν το τοπίο γύρω
Αλλά της το υποσχέθηκε
Δεν γινόταν αλλιώς
Εδώ οι Άγιοι έχουν παραλία με το όνομά τους
Αλμυρά νερά, μπλε και παγωμένα – όπως τα προτιμά
Ο αέρας την αποπροσανατολίζει
Αλλά δεν κάνει την αγωνία της να φεύγει
Ούτε τις σκέψεις να σωπάσουν
Εδώ ο ήλιος ζεσταίνει τα κορμιά
Εδώ το φαγητό είναι νόστιμο, αληθινό, γεμάτο ευχάριστες εκπλήξεις
Όπως θα άξιζε να είναι, ό,τι γεύεται ο άνθρωπος στη σύντομη ζωή του
Τα βράδια πάνε σε μέρη με κόσμο ξέγνοιαστο, ελεύθερο, που γιορτάζει και απολαμβάνει
Παρατηρεί από απόσταση
Εκείνη δεν μπορεί να είναι έτσι
Όχι γιατί δεν θέλει
Απλά γιατί δεν ξέρει πώς πια
Οι φίλοι της την πηγαίνουν να δει ομορφιές
Τους βγάζει φωτογραφίες μέσα σε καταπράσινα μονοπάτια με περιστεριώνες
Να έχει να τους θυμάται
Γιατί θέλει πάντα να θυμάται την αγάπη
Και αυτοί την αγαπούν
Όμορφοι, χαρούμενοι άνθρωποι, ερωτευμένοι
Αυτή δεν τους μοιάζει, ούτε στο ελάχιστο
Αλλά τους καμαρώνει
Εκείνη που άφησε πίσω τη ρωτάει πώς περνά
Καλά, μια χαρά
Όσο μπορεί
Το υποσχέθηκε, δεν γίνεται αλλιώς
Είναι από τα πιο πλούσια σε διαφορετικές εικόνες μέρη που έχει πάει
Έχει τόσα πολλά ονόματα, όσο και όψεις
Μυθικές πέτρες των Κυκλώπων κοντά σε Λουτρά με καθολικές μανάδες
Ό,τι τελειώνει σε -άρος και -άδος, μαθαίνει ότι είναι χωριό ορθοδόξων
Δύο Χωριά, γεμάτα Στενή Αγάπη
Μια Καρδια(-νή) σκέτο φως
Και ένας Πύργος, όλος μαρμάρινη αρχοντιά και χάρη
(Εκεί που, χωρίς να το ξέρει τότε, έδωσε ραντεβού με ένα μέλλον πιο λαμπρό, από όσο είχε ποτέ της ονειρευτεί)
Συνήθιζε να ταυτίζει τους τόπους με συναισθήματα, ανθρώπους και καταστάσεις
Το ίδιο που κάνει και με τα τραγούδια
Πόσο άδικο, όμως, εκείνο το καλοκαίρι να συνδυαστεί με έναν τέτοιο τόπο
Γιατί να συνδυάσει το σκοτάδι της με την ακαταμάχητη λιακάδα αυτού του νησιού;
Πέρασαν οι μέρες
Ο χρόνος, πάντα κάτι σχετικό, πέρασε ταυτόχρονα και γρήγορα και αργά
Δεν κατάφερε να αδειάσει το μυαλό της
Δεν ξεκουράστηκε
Την τελευταία ημέρα πήγαν σε ένα εργαστήρι
Ο μάστορας της έδειξε πώς να λαξεύει το μάρμαρο
Είπε σε όλους, αν θέλουν, να δοκιμάσουν
Κοιτάζει από τότε τις φωτογραφίες
Χαμογελάει αμήχανα, ενώ παλεύει να φτιάξει κάτι
Γράψε κάτω τα αρχικά σου και τη χρονολογία, της λέει ο μάστορας
Δεν θέλει να θυμάται εκείνη την χρονιά
Ωστόσο, το κάνει
Γιατί πρέπει να θυμάται
Και κάθε φορά που θα γυρίζει πίσω στον χρόνο, κοιτώντας αυτό το κομμάτι μάρμαρο
Θα αντιλαμβάνεται τί της πρόσφερε εκείνο το ταξίδι
Το δώρο της Ελπίδας
Οι τόποι κρατούν πάντα ένα κομμάτι μας
Και εμείς ένα δικό τους
Και κάθε τόπος στο υποσυνείδητό μας συνδέεται με κάτι, αίσθηση, ήχο, συναίσθημα, άνθρωπο
Μπορεί η σύνδεση με αυτόν τον τόπο να φέρει πολύ βαρύ φορτίο
Και για εκείνη και για τον τόπο
Αλλά κάποιες φορές δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία
Φεύγοντας μόνη με το καράβι
Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σε μια Αθήνα ζεστή και σε μια πραγματικότητα κόλαση
Να γυρίσει πίσω σε εκείνη, που άφησε πριν 4 μέρες
Φορτωμένη δώρα από το ευλογημένο εκείνο μέρος
Ετοιμαζόταν για την τελευταία πράξη μιας πολύ άσχημης χρονιάς
Αλλά δεν ήταν ίδια – αυτό το κατάλαβε μήνες μετά
Μαζί της πήρε το μυστικό δώρο του νησιού
Του νησιού, που καιρό μετά, θα την υποδεχόταν ξανά
Αυτή τη φορά αλλαγμένη, δυνατή, χαρούμενη, ανάλαφρη σαν πούπουλο
Έτοιμη ν’ ανακαλύψει νέες γωνιές του
Έτοιμη να κατακτήσει όσα ποθεί
Σε αυτόν τον τόπο, σήμερα, κάνει σχέδια να ξαναπάει
Συνεπής σε μια υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό της
Να κουβαλάει μέσα της, όσο μπορεί, το δώρο του νησιού
Το δώρο της Ελπίδας, στις μεγαλύτερες στιγμές απόγνωσης
Και ακόμα κι αν αυτή η φωτογραφία του ουρανού θα της θυμίζει εκείνη την εκδοχή του εαυτού της
Το πρώτο της βράδυ στο νησί
Και μαζί όλα όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν
Μπορεί με βεβαιότητα να πει ότι είναι ίσως από τις πιο αγαπημένες της
Εις το επανιδείν._
