-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Είναι ένας άντρας με άσπρα τα μαλλιά,
ψηλόλιγνος, τα μάγουλά του μπαίνουν μέσα,
χρόνια τώρα που τον βλέπω
σ’ ένα δρόμο.
Σηκώνεται το απόγευμα, πλένεται,
φορά το καλό του παντελόνι
με την καλή τη ζώνη.
Φορά κι ένα κοντομάνικο πουκάμισο
που το ζώνει πάνω από τον αφαλό.
Κι αφού χτενίζεται τακτικά,
βγαίνει, πάει και περιμένει
σε κείνο το στενό,
παίρνει καμιά φορά κι ένα λουλούδι.
Στέκεται και περιμένει
με μάτια όλο αγωνία.
Κοιτάζει μακριά, νευρικά
πότε απ’ τη μία πότε απ’ την άλλη
κι όλο κουνιέται πέρα δώθε
κι όλο λες κάτι περιμένει
κι αυτό να δεις
ποτέ δεν έρχεται.
Μα το ’χει πείσμα ο άνθρωπος τόσα χρόνια·
κι όταν βραδιάζει
κι είναι πια βέβαιος,
γυρνά τα μάτια του στη γη
ή πάνω σου,
αφήνει το λουλούδι
–αν κρατά–
λέει και κάτι λόγια εκεί που το πετάει
και φεύγει.
Θα περιμένει πάλι αύριο
την ξεχασμένη,
τη νύκτια υπόσχεση.
ψηλόλιγνος, τα μάγουλά του μπαίνουν μέσα,
χρόνια τώρα που τον βλέπω
σ’ ένα δρόμο.
Σηκώνεται το απόγευμα, πλένεται,
φορά το καλό του παντελόνι
με την καλή τη ζώνη.
Φορά κι ένα κοντομάνικο πουκάμισο
που το ζώνει πάνω από τον αφαλό.
Κι αφού χτενίζεται τακτικά,
βγαίνει, πάει και περιμένει
σε κείνο το στενό,
παίρνει καμιά φορά κι ένα λουλούδι.
Στέκεται και περιμένει
με μάτια όλο αγωνία.
Κοιτάζει μακριά, νευρικά
πότε απ’ τη μία πότε απ’ την άλλη
κι όλο κουνιέται πέρα δώθε
κι όλο λες κάτι περιμένει
κι αυτό να δεις
ποτέ δεν έρχεται.
Μα το ’χει πείσμα ο άνθρωπος τόσα χρόνια·
κι όταν βραδιάζει
κι είναι πια βέβαιος,
γυρνά τα μάτια του στη γη
ή πάνω σου,
αφήνει το λουλούδι
–αν κρατά–
λέει και κάτι λόγια εκεί που το πετάει
και φεύγει.
Θα περιμένει πάλι αύριο
την ξεχασμένη,
τη νύκτια υπόσχεση.