-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Όταν θολά τα νιάτα του γυρίζουν στο κεφάλι,
βαδίζει αργά και κάθεται στη γνώριμη γωνιά.
Γυρνά τα μάτια του στο φως, το χέρι προσκεφάλι
ο γέρος στο παράθυρο που είχε από παλιά.
βαδίζει αργά και κάθεται στη γνώριμη γωνιά.
Γυρνά τα μάτια του στο φως, το χέρι προσκεφάλι
ο γέρος στο παράθυρο που είχε από παλιά.
Σε κείνο το παλιό, το ξύλινο τραπέζι,
στο κάδρο τον ακούν δυο γνώριμα παιδιά,
τους λέει πώς συνήθιζε πολύ παλιά να παίζει
κοιτάζοντας τα μάτια που έμεναν σταθερά.
Κι αφού ακούει, όταν περνά, η γερόντισσα τις λέξεις
ψάχνει με τρόπο να τον βγάλει απ’ τις παλιές τις σκέψεις,
που ’ναι σκυφτός και βυθισμένος.
— Τι σκέφτεσαι άλλο, άνθρωπε, έφτασε πια αργά.
— Τι θες εσύ; Δε μ’ έδιωξαν ακόμη τα παιδιά,
της λέει με πλάτη γυρισμένος.
…Ύστερα, όμως, κουράστηκε κι έγειρε με τη νύστα.
Έφτασε αργά, η ώρα φτάνει να κοιμηθεί.
Κοιτά ξανά τα μάτια τους, τους λέει καληνύχτα,
σκύβει και –πριν να φύγει– φιλάει το γυαλί.