Κάποιο βράδυ στις 3:50
Με βρίσκει ξαπλωμένη σε αυτόν τον μισοφαγωμένο καναπέ με το άπλυτο ριχτάρι να αγκαλιάζει για μια ακόμη φορά το σώμα μου.
Εκείνη την στιγμή που όλα τα φώτα είναι σβηστά και κανένας ήχος, καμιά μελωδία δεν παίζει στα αυτιά μου, η μόνη ζωντανή αίσθηση βρίσκεται στα μάτια και στις κινήσεις των βλεφάρων που επιβραδύνουν την νευρικότητά μου.
Εγώ όμως εγωιστικά αδιαφορώ και συνεχίζω να κοιτάω το απέναντι σπίτι που έχει ορθάνοιχτη την πόρτα του.
Ένα φως τρεμοπαίζει και αντανακλά στο τζάμι του παραθύρου μου εμποδίζοντας την όραση μου.
Τα ρούχα απλωμένα εδώ και δύο μέρες στο μπαλκόνι, αδυνατώντας να τα μαζέψω, αναβάλλω για ακόμη μια μέρα να επιβάλλω κανόνες στο μυαλό μου.
Άλλες μέρες δεν κάθομαι, σαν να είμαι αλλεργική στην ακινησία και μου προκαλεί μίσος αυτός ο καναπές.
Και άλλες, σαν αυτές εδώ, που η μόνη μου παρηγοριά είναι αυτό το απέναντι σπίτι εκείνη την περασμένη ώρα.
Εκείνη τη στιγμή είναι οι σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό, οι υποχρεώσεις, οι συμβατικές καταστάσεις του παρελθόντος, το αβέβαιο μέλλον, οι ψυχαναγκασμοί να λιώνουν από απραγία και οι φόβοι να με αγκαλιάζουν όλο και περισσότερο.
Εκείνη τη στιγμή αυτό που με εμποδίζει από αυτήν την εσωτερική απόλαυση και λύτρωση είναι αυτός ο καταιγισμός ενοχικών κανόνων που θέτω προς διευθέτηση.
Αυτές οι ενοχικές εσωτερικές συζητήσεις με τον εαυτό μου, μού προκαλούν μια αέναη προσπάθεια να καταλάβω την πολυπλοκότητα αυτών των ονείρων που χτυπάνε μανιωδώς την δικιά μου πόρτα και δεν τους ανοίγω.
Αλλά μένω πεισματικά να κοιτάω αυτήν την ορθάνοιχτη πόρτα του γείτονα.
Το φώς δεν έχει κλείσει έως τις 4:12 και η νευρικότητα μου δεν έχει σταματήσει σαν να είναι συνδεδεμένη με εκείνο το τρεμάμενο φως.
Τα μάτια μου μισόκλειστα και ελαφρά, αφού το φως πλέον δεν αντανακλά στο βλέμμα μου αλλά στην αριστερή πλευρά λίγο πιο πάνω από το στήθος μου.
Μάλλον η στάση του σώματος άλλαξε και το φως βρήκε την ευκαιρία να τρυπώσει σε άλλο σημείο.
Μόνο που να, πώς να στο πω, σε εκείνο το σημείο η διευθέτηση άργησε να υπάρξει.
Σε εκείνο το σημείο δεν υπάρχει κανένας μαέστρος για να το κατευθύνει.
Εκεί τις απαντήσεις τις δίνουν κάτι αυθύπαρκτες σιωπές που τρεμοπαίζουν στο τζάμι και το θολώνουν με τις κινήσεις τους.
Εκεί οι σκιαγραφημένες σιωπές μου, χορεύουν στην λευκή κουρτίνα με τους κυματιστούς και έντονους οργασμούς της.
Κι όταν πια το φως των σκιών με έχει πείσει να χορέψω μαζί τους ,το σκοτάδι πάντα έχει προλάβει να με αποκοιμίσει.
Η πόρτα χτύπησε από την σπιτονοικοκυρά στις 7:05 και δεν άνοιξα.
Εκείνη άφησε το γλυκό στο χαλάκι που έγραφε «welcome» και τα βήματά της ακούστηκαν τόσο δυνατά που σηκώθηκα να κοιτάξω από το τζαμάκι μήπως ήταν αυτές οι διευθετήσεις που δεν είχα ορίσει ακόμα.
Αλλά δεν ανοίγω ποτέ την πόρτα.
Ποτέ δεν έχω ακούσει το τρίξιμο της πόρτας όταν ανοιγοκλείνει.
Ποτέ δεν την αισθάνθηκα ζωντανή.
Η πόρτα δεν μπόρεσε ποτέ να με χαιρετήσει και να νιώσει αυτήν την αβεβαιότητα μέχρι να γυρίσω.
Ήθελα να νιώθει ασφαλής και προστατευμένη.
Δεν ήθελα να φοβάται για ‘μένα.
Δεν ήθελα να την κλειδώσω ούτε για μια μέρα.
Δεν ήθελα
Αυτήν την διευθέτηση την είχα πραγματοποιήσει και ήταν η μόνη.
Δεν ήξερε, όμως, πως κρατάω τον λόγο μου και με εμπιστεύτηκε από την πρώτη φορά που με είδε.
Την μόνη φορά που την κλείδωσα ήταν η τελευταία που την γέμισα με αβεβαιότητα.
Δεν ξέρω πώς ένιωσε
Δεν έμαθα ποτέ
Πότε δεν γύρισα το βλέμμα μου καθώς έφευγα με αυτήν την βαριά βαλίτσα στις πλάτες μου.
Δεν άκουσα το τρίξιμο.
Δεν άκουσα το τζαμάκι να κάνει θόρυβο.
Το χαλάκι δεν ήταν πια εκεί.
Παρά μόνο εκείνη η πόρτα ήταν ίδια.
Αλλά νομίζω δεν με αναγνώρισε ούτε καν εκείνη.