Ανάποδα [ 2 ]


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Πολλές φορές μέσα στην εβδομάδα ο Χαρακτήρας ξυπνά, τινάζει τα σκεπάσματα από πάνω του με το αριστερό του χέρι και κατεβαίνει από τη μια πλευρά του κρεβατιού. Στην κουζίνα, πιάνει μια κούπα με το δεξί του χέρι και με το άλλο ρίχνει μέσα τον καφέ. Μετά ετοιμάζεται, βγαίνει από το σπίτι και κλειδώνει πίσω του την πόρτα με το δεξί του πάντα χέρι, αφού είναι και δεξιόχειρας.
Παίρνει το λεωφορείο -το 756- και κάθεται, σχεδόν πάντα, στο παράθυρο της αριστερής πλευράς, πίσω από τον οδηγό, γιατί εκεί έχει την καλύτερη θέα: αν έχει λιακάδα, ο ήλιος δεν θα τον χτυπά όλη την ώρα όπως έχει παρατηρήσει, και εξάλλου από αυτή τη θέση δεν βλέπει μόνο το δίπλα πεζοδρόμιο, αλλά και το απέναντι όπως και την απέναντι λωρίδα με τα αυτοκίνητα και ένα σωρό μακρινά κτήρια. Απολαμβάνει να βλέπει τους ανθρώπους να τρέχουν γύρω γύρω προσπαθώντας να προλάβουν τις υποχρεώσεις τους και να ικανοποιήσουν τις απολαύσεις τους, του θυμίζουν μικροσκοπικά μυρμήγκια που προχωρούν προχωρούν, σταματάνε, λένε καμιά κουβέντα κι ύστερα συνεχίζουν την πορεία τους. Μάλιστα διασκεδάζει πολύ να φτιάχνει διάφορες ιστορίες για τον κάθε άνθρωπο που βλέπει, όπως πώς νιώθει ή γιατί προχωρά πιο γρήγορα από τους άλλους ή γιατί είναι κατσουφιασμένος. Κι ακόμα περισσότερο προσπαθεί καμιά φορά να γίνει ο άλλος που παρατηρεί, να δει μέσα από τα μάτια του, να αισθανθεί όπως εκείνος, να δει ακόμη και τον εαυτό του να τον κοιτά.
Περνά τα καταστήματα και τους δρόμους, περνά ένα πανέμορφο μικρό μαγαζί, με τζαμαρία από μικρά, ή μάλλον όχι μικρά γιατί αυτά θα πρέπει να είναι τα μεσαία, ξύλινα τετράγωνα που γράφει «Επιγραφές» και κατεβαίνει στη στάση «Πρεσβεία». Από εκεί περπατά λίγο και ξεκινά τη βόλτα του στο μεγάλο κήπο της πόλης, με τα τεράστια δέντρα και τα μικρά φυτά φερμένα από πολλά μέρη του κόσμου, με τα μικρά πλακόστρωτα στενά και τα παγκάκια του ένα προς ένα στραμμένα προς τα δρομάκια, προφανώς για να μπορεί ο επισκέπτης να βλέπει όποιον άνθρωπο περνά. Για δύο λόγους του αρέσει να πηγαίνει τόσο συχνά εκεί: ο ένας είναι η μυρωδιά του χώματος και των δέντρων, κυρίως άμα έχει βρέξει πριν. Ο άλλος είναι ο ήχος· μόλις περνά την είσοδο του κήπου και προχωρά μερικά μέτρα, λες και όλη η βαβούρα της πόλης που βρίσκεται γύρω του σταματά, λες και τα δέντρα απορροφούν όλους τους άλλους ήχους και δεν αφήνουν τίποτα άλλο να ακούγεται πέρα από θροΐσματα και βήματα.
Το απόγευμα, αν δεν συναντηθεί με κάποιον, θα το περάσει σπίτι του, βάζοντας δίσκους στο πικ-απ  ή διαβάζοντας κάποιο βιβλίο.
Το βράδυ συνήθως κάθεται, μέσα σε σιωπή, και γράφει σημειώσεις και κείμενα σε ένα τετράδιο μπλε γιατί βαθύ του όνειρο, κι ας μην το λέει εδώ κι εκεί, είναι να γίνει συγγραφέας.

Η αλήθεια είναι ότι από παλιότερα πολλά πράγματα δεν τα ένιωθε και τόσο σωστά κι ας τα αποδεχόταν. Για παράδειγμα, τις λέξεις και τους κανόνες που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, και προσπαθούσαν να κρατήσουν το νόημα και τη μορφή τους ίδια, γιατί ξεχνούσαν πως αυτά αλλάζουν όταν αλλάζουν κι εκείνοι που υπηρετούν. Ή με οτιδήποτε μαζικό που σαν μυρμήγκια πέφτουν οι άνθρωποι επάνω του και το ποζάρουν από εδώ κι από εκεί λες και τους ανήκει. Αυτός ήθελε αυτά που είναι δικά του, αν είναι δυνατόν, να μην τα έχει κανείς άλλος, παρά μονάχα να τα γνωρίζει και να τα απολαμβάνει μόνο αυτός. Η κτητικότητα αυτή έρχεται πολλές φορές σε σύγκρουση με τη λογική. Γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν να μοιράζονται αυτό που έχουν ή ακόμη κι αυτό που δεν τους ανήκει; Όταν, για παράδειγμα, κάποιος ανακαλύψει ένα πολύ όμορφο απόμερο ψηλό σημείο, από όπου μπορεί να έχει την καλύτερη θέα για το χάραμα, ή ένα τραγούδι που μιλά κατευθείαν στη σκέψη του ή ακόμη και ένα ζεστό μαγαζί για να πίνει τον χειμωνιάτικο καφέ του, καταριέται και αποφεύγει το ίδιο αυτό όταν το ανακαλύψουν και πολλοί άλλοι και αναγκάζεται να το μοιραστεί μαζί τους. Νομίζει πως του ανήκει, ενώ δεν είναι δικό του, και φαίνεται πράγματι παράλογο να μην απολαμβάνει κανείς κάτι, το οποίο αμείωτα συνεχίζει να προσφέρει αυτά που παρείχε πάντα, όταν αναγκάζεται να το μοιραστεί με άλλους. Υπάρχει η εντύπωση ότι κάτι χάθηκε.


«Επιτέλους συννεφιά» μουρμούρισε μόλις άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε έξω τον καιρό. Οι πνιχτές, ζεστές μέρες του καλοκαιριού είχαν περάσει από καιρό, αλλά το φθινόπωρο μέχρι στιγμής ήταν πολύ ήπιο και θερμό και έτσι ο νέος ανυπομονούσε να φτάσει επιτέλους το κρύο, οι βροχερές και γκρίζες μέρες. Όταν από τους δώδεκα μήνες τους εννιά τρως κάθε μέρα αδιάκοπα ήλιο, είναι λογικό και επόμενο να παρακαλάς να φτάσει καμιά συννεφιασμένη μέρα.
Έτσι, σήμερα, και μετά από περίεργα όνειρα κι ανήσυχο ύπνο, ξύπνησε και τίναξε τα σκεπάσματα, πλύθηκε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε λιγάκι στον καθρέφτη, όπως κάθε μέρα, κι έπειτα ετοίμασε το πρωινό του και τον καφέ του. Ετοιμάστηκε γρήγορα γρήγορα, φορώντας με ευχαρίστηση κάτι επιτέλους πιο ζεστό, και έφυγε γιατί θα συναντούσε την κοπέλα του στο κέντρο της πόλης. Με το λεωφορείο κατέβηκε στην γνωστή στάση, που ένας θεός ξέρει γιατί την είπανε «πρεσβεία», αφού εκεί έχει έναν σωρό γραφεία και κτήρια. Και μάλιστα δεν φαίνεται και καμιά ταμπέλα που να λέει ότι εκεί βρίσκεται κάποια πρεσβεία.

Περίμενε κάμποση ώρα μέχρι να φτάσει η πάντα αργοπορημένη κοπέλα, την οποία μπορούσε να αναγνωρίσει από μακριά γιατί είχε μάθει τα χαρακτηριστικά και τις κινήσεις της καλύτερα από του καθένα, καλύτερα και από τον εαυτό του. Γνώριζε να ξεχωρίζει στο πλήθος τα καστανά, πύρινα μαλλιά και πάντοτε παρατηρούσε πώς πετάριζαν τα μάτια της όταν προσπαθούσε να καταλάβει ή να προσέξει κάτι. Την πείραζε συνεχώς για τον τρόπο που περπατούσε, όταν κρατούσε το ένα χέρι της μονίμως τεντωμένο, σε μια ένταση, και κόντευε να βγει από το σώμα του όταν τα βράδια που κοιμούνταν μαζί εκείνη έτριβε τα πέλματά της πάνω στα δικά του. Είχε έναν δικό της τρόπο να βλέπει τα πράγματα στη ζωή και επίσης έναν τρόπο να αλλάζει υπερβολικά γρήγορα τις διαθέσεις της.
Όταν η κοπέλα έφτασε, χαμογελαστή, ξεκίνησαν  την βόλτα τους και πέρασαν, φυσικά,  από όλα τα εμπορικά καταστήματα ενώ οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κόσμο που έτρεχε πέρα δώθε για τις καθημερινότητες, για τις δουλειές, για τις απολαύσεις. Γεμάτη η πόλη με αυτοκίνητα, γεμάτη με βαβούρα και ομιλίες και φωνές, κι όλο κάποιος τρέχει κάτι να προλάβει, κι όλο κάποιος περνά και είναι λίγο πιο παράξενος και τραβά τα βλέμματα. Όπως εκείνος ο μεσήλικας που πηγαίνει πίσω από τα δέντρα σαν να κρύβεται και κάθεται εκεί ώρες ολόκληρες να παρατηρεί απέναντί του- κανείς δεν έμαθε τι.
Η πόλη πάντως τέτοια εποχή ήταν πανέμορφη. Τα παμπάλαια αρχοντικά κτήρια με τα περίτεχνα παράθυρα καθρέπτιζαν όλη τη συννεφιά του ουρανού πάνω τους και απέπνεαν κι αυτά, θα έλεγε κανείς, ένα κρύο, έναν χειμώνα. Τα καφέ ήταν, φυσικά, γεμάτα και σιγά σιγά οι εξωτερικές σόμπες άρχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους εδώ κι εκεί ανάμεσα στα τραπέζια. Το καλύτερο σημείο ήταν εκείνο το πλακόστρωτο σταυροδρόμι, κάτω από το μονοπάτι που έφτανε στον αρχαίο ναό, όπου δεν υπήρχαν καθόλου καταστήματα, αλλά μονάχα τα μονοπάτια, τα δέντρα και οι περαστικοί, και όπου ένας μουσικός από το απόγευμα έως αργά το βράδυ συνήθιζε να παίζει με το βιολί του χειμωνιάτικα τραγούδια.

Μόνο που συνέβησαν περίεργα πράγματα σε εκείνον τον περίπατο. Ο νέος παρατήρησε πως έβλεπε γύρω του τα πράγματα παράξενα, μάλλον στραβά ή ανάποδα ή μπερδεμένα. Για παράδειγμα επάνω από τα διάφορα περίπτερα δεν έγραφε «Περίπτερο» αλλά η ταμπέλα έλεγε «Πιρέπτορε», ή περνώντας μπροστά από γνωστά του βιβλιοπωλεία, τα οποία επισκεπτόταν χρόνια τώρα, έβλεπε πως η ταμπέλα τους αντί για «βιβλιοπωλείο» έλεγε τώρα «Πολωειβλιβίο». Κι ενώ ήξερε, φυσικά και με κάθε βεβαιότητα, ότι ο κεντρικός εμπορικός δρόμος που περπατούσαν ήταν πάντοτε κατηφορικός, τώρα του φαινόταν ανηφόρα και μάλιστα απ’ τις πολύ κουραστικές.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Η έκφραση της περιέργειας είχε απλωθεί στο πρόσωπό του και μάλλον φαινόταν πολύ συνοφρυωμένος, αφού κάθε τόσο η κοπέλα γυρνούσε και τον ρωτούσε «Είσαι καλά;», κι εκείνος για να μην προδοθεί προσπαθούσε να αλλάξει την έκφραση και τη σκέψη του και απαντούσε πως είναι μια χαρά. Τι μπορούσε να πει άλλωστε; Μόνο κοίταζε τα πράγματα τριγύρω που ξαφνικά τού είχαν γίνει τόσο αγνώριστα και τόσο παράξενα, και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που ζούσε, αν ήταν έστω όνειρο ή πραγματικότητα. Πώς είναι δυνατόν να έχουν αλλάξει τα πράγματα ; Ή μήπως αυτός τα έβλεπε τώρα διαφορετικά;
Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν στον γυρισμό πήγε να πάρει πάλι το λεωφορείο προς τα πίσω, για να επιστρέψει στο σπίτι του, η στάση είχε μετονομαστεί σε: «Ένας σωρός γραφεία».
Μυστήρια πράγματα, τα οποία πάντως δεν ομολόγησε καθόλου και πουθενά, τουλάχιστον για εκείνο το βράδυ.

Στην ουσία δεν τολμούσε σχεδόν να τα ομολογήσει ούτε στον εαυτό του. Γιατί όταν κάτι, το οτιδήποτε, το επιβεβαιώνεις και το αποδέχεσαι, κι ύστερα αρχίζει και γυρνά μέσα στο μυαλό σου, στην προσπάθεια να το εξηγήσεις και να το ονομάσεις και να το αιτιολογήσεις, τότε αυτό το ίδιο κάτι αρχίζει και υπάρχει. Όσο αδιαφορείς για κάτι, όσο δεν του αφιερώνεις χρόνο και δεν του δίνεις ενέργεια και ανάσα, τότε αυτό ακόμη κι αν υπάρχει είναι ανίσχυρο, δεν έχει σθένος να σε επηρεάσει, να σε κατευθύνει. Είναι ζωντανά τα πάντα γύρω και χρησιμοποιούν, για να τραφούν και να επιβιώσουν, τρόπους, που ο άνθρωπος όχι μόνο δεν βλέπει, μα όντας αλαζόνας και τραγικός, ούτε γνωρίζει πως υπάρχουν. Έτσι κι ο νέος δεν ήταν έτοιμος ούτε να το αντιμετωπίσει ούτε και να το παραδεχτεί, πως του συμβαίνει κάτι τόσο πρωτόγνωρο. Δεν είχε σκοπό να θρέψει σκέψεις και όψεις που τον έφερναν έξω από τα γνώριμα μονοπάτια του, που τον έκαναν να νιώθει παράξενος.
Δεν θα έδινε καμία σημασία γιατί αυτά που έγιναν, δεν ήταν τίποτα, ήταν ιδέα του που θα ξεχνιόταν κιόλας αύριο μόλις θα ξυπνούσε στην καινούργια μέρα. Για τίποτα δεν είχε λοιπόν να ανησυχεί.

Συνεχίζεται-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s