Τζορτζ Όργουελ: Το χειρόγραφο που παραλίγο να καταστραφεί από βόμβα και άλλα άγνωστα facts από τη ζωή του


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Λίγους μήνες μόλις πριν τον θάνατό του κυκλοφορεί το βιβλίο που θα εκτόξευε τη φήμη του παγκοσμίως και που θα συνέχιζε να διαβάζεται και να συναρπάζει όλο και πιο πολύ όσο τα χρόνια περνούσαν. Η ιστορία του βιβλίου τοποθετούταν σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, στο μακρινό 1984, όταν ο κόσμος είχε διαιρεθεί σε 3 μόλις υπερκράτη. Στο ένα από αυτά, την Ωκεανία, την εξουσία διατηρεί  το κόμμα Ingsoc με αρχηγό του τον Μεγάλο Αδελφό, που ελέγχει τους πολίτες της χώρας με κάθε τρόπο και σε κάθε στιγμή της ζωής τους. Το βιβλίο πήρε τον εμβληματικό τίτλο «1984» και ο συγγραφέας του ήταν ο Τζορτζ Όργουελ.

Βιογραφία


Γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου του 1903, με το πραγματικό του όνομα να είναι Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ, στο Motihari της Ινδίας, που τότε βρισκόταν υπό βρετανική εξουσία. Ένα χρόνο μετά από τη γέννησή του, εκείνος με τη μητέρα του και τη μεγαλύτερη αδερφή του μετακομίζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφήνοντας τον πατέρα πίσω, ο οποίος θα μετακομίσει επίσης οριστικά μαζί τους πολύ αργότερα, το 1912. Σύμφωνα με το ημερολόγιο της μητέρας του, ο Τζορτζ ήταν ένα παιδί με έντονη κοινωνικότητα και καλλιτεχνικές ανησυχίες.

Σε ηλικία 5 ετών στέλνεται μαθητής στο μοναστηριακό σχολείο του Χένλι-ον-Τεμζ, που βρισκόταν και η αδερφή του. Παρόλο που η μητέρα του επιθυμούσε να λάβει ο Τζορτζ ιδιωτική μόρφωση, δεν διέθεταν τους πόρους και μια υποτροφία ήταν απαραίτητη για κάτι τέτοιο. Αργότερα, εγγράφεται στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού, όπου φοιτά για πέντε χρόνια, βλέποντας την οικογένεια και το σπίτι του μόνο στις διακοπές. Γενικά, μισούσε το σχολείο, δεν ήταν δημοφιλής ανάμεσα στους συνομηλίκους τους και πολύ αργότερα θα γράψει ένα δοκίμιο, το «Such, Such Were the Joys», σχετικά με τις εμπειρίες του αυτές.

Λίγο πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια μετακομίζει στο Σίπλεϊκ, όπου ο Τζορτζ θα γνωρίσει και θα αναπτύξει μακροχρόνια φιλία με την Υακίνθη Μπάντικομ. Όταν γνωρίστηκαν την πρώτη φορά, εκείνος βρισκόταν σε ένα χωράφι ανάποδα, με το κεφάλι του στο χώμα και στην ερώτησή της γιατί το έκανε αυτό απάντησε πως «σε προσέχουν πιο εύκολα αν στέκεσαι κατακόρυφα στο κεφάλι σου, παρά κανονικά».
Οι δραστηριότητές τους ήταν κυρίως να διαβάζουν, να γράφουν ποίηση και να ονειρεύονται πως μια μέρα θα γίνουν διάσημοι συγγραφείς, ενώ άλλες φορές ψάρευαν, κυνηγούσαν και παρατηρούσαν πουλιά.

Το Μάιο του 1917 κερδίζει μια υποτροφία στο κολέγιο Ήτον, από το οποίο θα αποχωρήσει το 1921, σε ηλικία 18 ετών. Αμελούσε συστηματικά τις σπουδές του και ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να κερδίσει κάποια άλλη υποτροφία για το πανεπιστήμιο, ούτε βέβαια η οικογένειά του διέθετε τα χρήματα για αυτό. Έτσι, και εξ αιτίας του ενδιαφέροντος που έτρεφε ο Τζορτζ για την Ανατολή, οι δικοί του αποφάσισαν πως έπρεπε να καταταγεί στην Αυτοκρατορική Αστυνομία που βρισκόταν στην Ινδία. Ο Τζορτζ έδωσε πράγματι εξετάσεις, στις οποίες ήρθε 7ος από τους 29 επιτυχόντες, και επέλεξε να σταλεί στη Μπούρμα. Το 1922 διορίζεται αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας ενώ το 1924 προάγεται σε βοηθό επιθεωρητή περιφέρειας και τοποθετείται στο Syriam, από όπου όμως θα παραιτηθεί 4 χρόνια αργότερα. Στα χρόνια του εκεί, περνούσε πολύ χρόνο μόνος τους διαβάζοντας ή κάνοντας δραστηριότητες, ενώ πολλές φορές πήγαινε στην πόλη Ρανγκούν, ένα κοσμοπολίτικο λιμάνι, όπου μπορούσε «να ξεφυλλίσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, να φάει καλομαγειρεμένο φαγητό και να ξεφύγει από την βαρετή ρουτίνα της αστυνομικής ζωής».

Τον Σεπτέμβριο του 1927, ενώ βρισκόταν σε διακοπές με την οικογένειά του στην Κορνουάλλη, αποφασίζει να παρατήσει τη μέχρι τότε ζωή του και να γίνει συγγραφέας, επιλέγοντας στην ουσία μια ζωή με στερήσεις, τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο, όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, όπως λαντζιέρης. Συναναστρεφόταν, επίσης, συνεχώς με περιθωριακούς από δική του απόφαση, απαρνούμενος τον αστικό τρόπο ζωής, και χαρακτήριζε τον εαυτό του ως αναρχικό.

Τον Δεκέμβριο του 1936 ταξιδεύει στην Ισπανία και παίρνει μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο, στον οποίο μάλιστα τραυματίζεται, ενώ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εργάζεται για το BBC ως προπαγανδιστής, από όπου αποχωρεί το 1943 για να αναλάβει χρέη επιμελητή σε μια σοσιαλιστική εφημερίδα. Ο Όργουελ ανήκε πολιτικά στον αριστερό χώρο, ωστόσο, αντιτασσόμενος σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού, δεν δίστασε να δώσει στις αρχές μια λίστα με 135 ονόματα μελών του εργατικού κόμματος (μέσα στα οποία περιλαμβάνονταν και επιφανείς φυσιογνωμίες, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν) φοβούμενος ότι έτρεφαν φιλοσοβιετικά αισθήματα.

Τον Ιούνιο του 1936 παντρεύεται την Eileen O’Shaughnessy, που θα τον στηρίξει πολύ στην πορεία και την καριέρα του και με την οποία θα μείνουν μαζί μέχρι το 1945 και τον θάνατό της. Λίγους μήνες πριν το τέλος του παντρεύεται την Sonia Brownell, η οποία και θα κληρονομήσει όλα τα δικαιώματά στα έργα του, και θα κάνει καριέρα διαχειριζόμενη την κληρονομιά του.

Το 1950, σε ηλικία μόλις 47 ετών, πεθαίνει από φυματίωση σε νοσοκομείο του Λονδίνου.

Τα πρώτα βήματα


Ο Όργουελ ξεκίνησε από πολύ νωρίς να ασχολείται με τη γραφή, ενώ υποτίθεται ότι έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία τεσσάρων ετών. Πολλά χρόνια μετά δήλωσε: «Είχα εκείνη τη συνήθεια του μοναχικού παιδιού να επινοώ ιστορίες και να κάνω συζητήσεις με φανταστικά πρόσωπα, και νομίζω ότι από πολύ αρχή οι λογοτεχνικές μου φιλοδοξίες ανακατεύτηκαν με το συναίσθημα της απομόνωσης και της υποτίμησης.» Αναφέρεται ακόμη ότι έγραψε δύο ποιήματα κατά τα μαθητικά του χρόνια, ως μέρος σχολικής εργασίας.

Όπως αναφέρθηκε, όταν αποφάσισε να κάνει στροφή στη ζωή του και να γίνει αποκλειστικά συγγραφέας, αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες, αναγκαζόμενος να κάνει διάφορες δουλειές που θα του επέτρεπαν να βγάζει τα απαραίτητα για την επιβίωση του.
Το 1933 δημοσιεύεται μια από τις πρώτες του μεγάλες δουλειές, το βιβλίο «Down and Out in Paris and London», που προέκυψε από τις εμπειρίες του στις δύο μεγάλες πόλεις και περιγράφει ρεαλιστικά τις ζωές των φτωχών εργαζομένων με τους οποίους είχε συναναστραφεί. Εκείνη ήταν η καθοριστική στιγμή κατά την οποία, θέλοντας να μην φέρει σε δύσκολη θέση την οικογένειά του, υιοθετεί το ψευδώνυμο με το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστός.

Ένα χρόνο αργότερα εκδίδεται ένα ακόμη βιβλίο του, το «Burmese Days» (1934), για το οποίο άντλησε έμπνευση από τις εμπειρίες που βίωσε ως αστυνομικός στη Βιρμανία, και το οποίο προσέφερε μια σκοτεινή ματιά στην αποικιοκρατική εξουσία της Βρετανίας στην Ινδία. Έκτοτε το ενδιαφέρον του Όργουελ για τα πολιτικά ζητήματα εκτοξεύτηκε.

Όταν διαγνώστηκε με φυματίωση, μετά την επιστροφή του από την Ισπανία, προκειμένου να ενισχύσει τον εαυτό του, ανέλαβε πολλά συγγραφικά πρότζεκτς, γράφοντας τα επόμενα χρόνια μεγάλο αριθμό δοκιμίων και κριτικών, και αποκτώντας σημαντική φήμη για την καλή λογοτεχνική κριτική που παρήγαγε.

Ρουτίνα


Το 1934, ο Όργουελ βρέθηκε σε μια τυπική για έναν νεαρό ανερχόμενο συγγραφέα παγίδα: παρόλο που την προηγούμενη χρονιά είχε δημοσιευθεί το πρώτο του βιβλίο […], ο Όργουελ δεν μπορούσε να συντηρηθεί μόνο από το γράψιμό του. Οι χαμηλόβαθμες θέσεις διδασκαλίας που διατηρούσε του άφηναν λίγο χρόνο για να γράφει και τον τοποθετούσαν στο περιθώριο της λογοτεχνικής κοινότητας. Ευτυχώς η θεία του η Νέλι, του βρήκε μια ελκυστική εναλλακτική λύση: μια δουλειά μερικής απασχόλησης, ως  βοηθός σε ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα βιβλία στο Λονδίνο.
Το πόστο του στο Booklover’s Corner αποδείχτηκε ότι ταίριαζε γάντι στον εργένη συγγραφέα, ετών τριάντα ενός. Ο Όργουελ ξυπνούσε στις 7:00, άνοιγε το μαγαζί στις 8:45 κι έμενε εκεί μια ώρα. Μετά, είχε κενό μέχρι τις 2:00, και γύριζε στο μαγαζί για να δουλέψει μέχρι τις 6:30. Αυτό του έδινε περίπου τεσσερισήμισι ώρες για συγγραφή το πρωί και νωρίς το μεσημέρι που, για καλή του τύχη, ήταν και οι ώρες κατά τις οποίες βρισκόταν στη μεγαλύτερη διανοητική εγρήγορση. Και με τη συγγραφική ημέρα πίσω του, μπορούσε να χασμουριέται μαχμουρλίδικα τα μακριά απογεύματα στο μαγαζί, περιμένοντας το ελεύθερο βράδυ – που το περνούσε σεργιανίζοντας στη γειτονιά ή, αργότερα, χασομερώντας πάνω σε ένα νέο απόκτημα: μια μικρή σόμπα γκαζιού, γνωστή και ως Ψηστιέρα του Εργένη, που μπορούσε να ψήνει, να βράζει και να τηγανίζει, επέτρεπε στον Όργουελ να περιποιείται ταπεινά τους καλεσμένους του στο μικρό του διαμέρισμα.

Από το βιβλίο Η τέχνη της ρουτίνας, του Mason Currey

Αναγνώριση και κληρονομιά


Η μεγάλη και παγκόσμια αναγνώριση ήρθε για τον Όργουελ αρκετά αργά, πολύ κοντά στο τέλος της ζωής του, και μάλιστα μόνο για δύο, κυρίως, από τα έργα του: το «Η Φάρμα των Ζώων» και το περιβόητο «1984», βιβλία που έχουν αμφότερα καταλήξει στη μεγάλη οθόνη και που δημιούργησαν μια ισχυρή κουλτούρα κατά τη διάρκεια των ετών.

«Η Φάρμα των Ζώων» δημοσιεύεται το 1945, και πρόκειται για μια αντισοβιετική πολιτική αλληγορία με πρωταγωνιστές δύο γουρούνια, που λέγεται πως αντιπροσωπεύουν τον Ι. Στάλιν και τον Λ. Τρότσκυ. Το βιβλίο αυτό έκανε αμέσως τον Όργουελ διάσημο και πλούσιο. Το αριστούργημά του, το «1984», το βιβλίο που θα αφήσει μια θρυλική κληρονομιά πίσω του και θα χαρακτηρίσει τον Όργουελ εκφραστή μιας ολόκληρης γενιάς και προφήτη, εκδίδεται μόλις λίγο καιρό πριν τον θάνατό του.

Παρόλο που ο Όργουελ δεν έζησε ώστε να δει τι αντίκτυπο είχαν τα έργα του στον κόσμο, φτάνοντας στο σημείο να αποκαλείται η «συνείδηση μιας γενιάς», η κληρονομιά που άφησε πίσω του είναι ανυπολόγιστη. Τα βιβλία του, οι χαρακτήρες μέσα σε αυτά, οι έννοιες που εισήγαγε ή που εξέφρασε και η δυστοπική του ματιά για το μέλλον, έχουν επηρεάσει όσο πολύ λίγοι την ποπ κουλτούρα, περνώντας σε όλες τις μορφές τέχνης, όπως τον κινηματογράφο, τις εικαστικές τέχνες, μέχρι και την τηλεόραση. Επηρέασε, επίσης, βαθύτατα και τον χώρο της μουσικής, όπως τους Pink Floyd, που δημιούργησαν ένα από τα εμβληματικότερα άλμπουμ τους, το «Animals», βασιζόμενοι στις αναφορές, τις έννοιες και τη δυστοπία του Όργουελ. Η φήμη του ίδιου αλλά και του έργου του έχει φτάσει και συνεχίζει να μεγαλώνει μέχρι τις μέρες μας, σε σημείο που να θεωρείται ότι στα χρόνια αυτά που ζούμε, το δυστοπικό μέλλον που είχε προφητεύσει ο Όργουελ έχει φτάσει.


#4 φράσεις του Τζορτζ που επιλέγει η {στίξη}:


«Σε μια εποχή παγκόσμιου ψεύδους, το να λες την αλήθεια είναι μια πράξη επαναστατική.»


«Η πραγματικότητα υπάρχει μέσα στο ανθρώπινο μυαλό και πουθενά αλλού.»


«Σήμερα έκανα εξαντλητική δουλειά. Το πρωί έβγαλα ένα κόμμα από το κείμενό μου και το βράδυ το ξανάβαλα.»


«Αν θέλεις ένα όραμα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να συντρίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο —για πάντα.»

#4 περιστατικά από τη ζωή του Όργουελ που πιθανόν να μη γνώριζες


Το 1931, θέλοντας να πάρει μια γεύση από την εμπειρία της φυλακής, φέρθηκε με τρόπο ώστε να συλληφθεί επίτηδες. Εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Edward Burton, παριστάνοντας έναν φτωχό ψαρά,  και αφού ήπιε σχεδόν ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι, προκάλεσε ταραχή και τελικά συνελήφθη. Παρά την ελπίδα του να φυλακιστεί για μικρό διάστημα, τελικά αφέθη ελεύθερος μετά από 48 ώρες κράτησης.


Είχε τατού στα δάχτυλα, τα οποία απέκτησε όσο ήταν αστυνομικός στην Μπούρμα, και ήταν μικρές μπλε τελείες στις αρθρώσεις, στο σχήμα μικρών σταφυλιών.


Το χειρόγραφό του για τη «Φάρμα των Ζώων» σχεδόν καταστράφηκε από βόμβα. Το 1944 το σπίτι του διαλύθηκε από μια γερμανική βόμβα, την ώρα που εκείνος και η οικογένειά του έλειπαν. Όταν ο Όργουελ επέστρεψε στα συντρίμμια της οικίας του, άρχισε να ψάχνει μέσα στα χαλάσματα για τα βιβλία και τα χειρόγραφά του – κυρίως εκείνο της «Φάρμας των Ζώων», το οποίο ευτυχώς βρήκε λίγο αργότερα.


Εφηύρε τον όρο «Ψυχρός Πόλεμος». Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της έκφρασης «ψυχρός πόλεμος» για τις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ εντοπίζεται στο δοκίμιο του Όργουελ «Εσύ και η Ατομική Βόμβα», που γράφτηκε δύο μήνες μετά την πτώση των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Στο κείμενο αυτό περιγράφει «ένα κράτος που ήταν ταυτόχρονα απόρθητο και σε συνεχή κατάσταση ‘ψυχρού πολέμου’ με τους γείτονές του.»


*Προτεινόμενο βιβλίο: Η φάρμα των ζώων

*Προτεινόμενη ταινία: 1984

*Προτεινόμενη μουσική: Pink Floyd – Animals (1977)

Πηγές: Biography | Wikipedia | Γνωμικολογικόν
-Φωτογραφίες από Pinterest

Σχολιάστε