Ανάποδα [ 3 ]


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Άνοιξε τα μάτια του και τεντώθηκε στο κρεβάτι. Είχε κιόλας ξημερώσει με την ίδια πάλι συννεφιά που τόσους μήνες έμενε εκεί να κυριαρχεί στον ουρανό.
 Δεν σηκώθηκε αμέσως, αλλά έμεινε για λίγο ξαπλωμένος στο κρεβάτι, στο πλάι, να σκέφτεται τη μέρα που έρχεται, τι έχει να κάνει όταν σηκωθεί. Ύστερα φόρεσε τα καθημερινά του ρούχα και ακολούθησε τη ρουτίνα του, πηγαίνοντας στο σαλόνι για να πιει τον πρωινό ζεστό καφέ του.
Εδώ και δύο περίπου χρόνια είχε φύγει από το πατρικό του και ζούσε μόνος του. Είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης με τα λεφτά των γονιών του, φυσικά. Ήταν μοναχογιός, μονάκριβος κι είναι αλήθεια ότι οι γονείς του δυσκολεύτηκαν πολύ για να τον φτιάξουν. Έτσι μεγάλωσε με όλη την προσοχή και όχι πολλές ελλείψεις, μόνο τις αναγκαίες. Όταν ήρθε η ώρα, όμως, και μπήκε στη σχολή αποφάσισε πως για το καλό, τουλάχιστον το δικό του, έπρεπε να μετακομίσει και να μείνει μόνος του, να πάρει κάποια ευθύνη της ζωής του. Παρά τις αντιδράσεις κάπως τα κατάφερε και πλέον δεν είχε και τόσο συχνές επαφές με την οικογένειά του. Πήγαινε βέβαια για να τους βλέπει, μα αραιά. Έβλεπε έτσι πως οι γονείς του έμοιαζαν να έχουν αποξενωθεί μεταξύ τους. Σαν να συμβίωναν μονάχα πια, δεν πρέπει να είχαν τρελή επικοινωνία, λες και το μόνο που τους ένωνε ήταν η ανατροφή του παιδιού τους.

Έπιασε το καινούργιο βιβλίο που είχε ξεκινήσει εδώ και κάποιες μέρες και το έφερε στο τραπέζι μαζί του, βάζοντας ταυτόχρονα μουσική στο ραδιόφωνο, αφού το πρωί δεν του άρεσε η ησυχία. Πάντως δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση να διαβάσει, συνέχεια άφηνε κάτω το βιβλίο και κοιτούσε έξω από το παράθυρο, που περνούσε ο κόσμος και πότε- πότε έπεφτε κάποια σταγόνα από  τον ουρανό και άνοιγαν αμέσως οι ομπρέλες.
Τους τελευταίους μήνες που είχαν περάσει έψαχνε μανιωδώς για δουλειά, αλλά μέχρι στιγμής χωρίς επιτυχία. Σκεφτόταν ότι ένας σημαντικός λόγος της αποτυχίας αυτής  ίσως και να ήταν αυτή η παραξενιά, αυτή η κατάσταση που του είχε εμφανιστεί από το πουθενά, ξαφνικά, σε εκείνον τον περίπατο. Γιατί μέρα με τη μέρα, δεν εξαφανίστηκε ποτέ, αλλά παρέμενε εκεί να του εμφανίζει τα πράγματα στραβά και ανάποδα, βυθίζοντας τον όλο και περισσότερο, καιρό με τον καιρό, στη σκέψη για το τι είναι αυτό που συμβαίνει. Αντίθετα μάλιστα, όσο περνούσε ο χρόνος αυτό το πράγμα γινόταν εντονότερο και ο νέος όλο και πιο προβληματισμένος και συνοφρυωμένος. Η σκέψεις αυτές απασχολούσαν τόσο το μυαλό του που φαινόταν αδιάφορος στα πρόσωπα γύρω του, στην οικογένεια του, στους φίλους του.


Τις περισσότερες παρέες του τις είχε ήδη χάσει. Φυσικά και δεν είπε τίποτα πουθενά, και στην αρχή αυτή η παραξενιά, που αναδεικνυόταν παρά τη θέλησή του, φαινόταν διασκεδαστική για τους άλλους, ίσως και ενδιαφέρουσα, όταν όμως με τον καιρό έφτασε σε ζητήματα καίρια, βασικά, πολλοί απομακρύνθηκαν. Κι αυτός βέβαια δεν έκανε κανέναν κόπο να τους βρει. Μάλιστα κάποιους προσπάθησε ο ίδιος να τους ξεκόψει όταν καταλάβαινε ότι το επίπεδο συνεννόησης άγγιζε με το ζόρι το ελάχιστο. Ήταν, βέβαια, στενάχωρο γιατί με πολλούς από αυτούς ήταν για χρόνια φίλος.
Τα μάτια του την περισσότερη ώρα φαίνονταν απλανή, χωμένα σε έναν τόπο που δεν έφταναν τα λόγια από γύρω του που προσπαθούσαν να τον ξυπνήσουν, ενώ το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, μουντό. Μόνο όταν ένα καινούργιο ερέθισμα, όταν κάτι του φαινόταν διαφορετικό από πριν, σήκωνε τα μάτια και το παρατηρούσε για να καταλάβει τι συμβαίνει και αν όντως είναι έτσι τα πράγματα. Γιατί ακόμη δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να διακρίνει αν ό,τι γινόταν ήταν πραγματικό ή ανήκε στην πλάνη και το σχέδιο ενός ονείρου που έμοιαζε να μην έχει τέλος. Μακάρι τουλάχιστον να ονειρευόταν κι ας πήγαινε θυσία όλος ο πανικός και το άγχος που είχε νιώσει τόσους μήνες, και που τόσο τον δυσκόλευαν στην καθημερινότητά του.
 
Γιατί πράγματι προσπαθούσε να μην δείξει κανένα σημάδι ότι κάτι παράξενο και κακό του συμβαίνει. Όμως έπρεπε να καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να φέρεται φυσιολογικά και να συμμορφώνεται με πράγματα που στην ουσία έβλεπε σχεδόν ανάποδα. Τα φανάρια στους δρόμους, για παράδειγμα, τα έβλεπε αντίστροφα και έπρεπε πλέον να διασχίζει το δρόμο με το κόκκινο. Τα ίδια τα χρώματα τα έβλεπε τελείως διαφορετικά με αποτέλεσμα να μην ξεχωρίζει πλέον τι χρώμα είναι το κάθε αντικείμενο. Ό,τι οι άνθρωποι ονόμαζαν δεξί αυτός το έβλεπε αριστερό. Στο γνωστό μαγαζί που περνούσε σχεδόν καθημερινά, όταν ξεκινούσε τον ημερήσιό του περίπατο, τώρα δεν έγραφε «Επιγραφές», μα η ταμπέλα του ονόμαζε το κατάστημα «Σεφαργιπέ», ενώ το λεωφορείο που έπαιρνε, το ίδιο που θα έπαιρνε και σήμερα για να συναντήσει για άλλη μια φορά την αγαπημένη του στο κέντρο της πόλης για το μεσημεριανό τους, πότε γινόταν «657» και πότε «576». Πώς να μπορέσει, λοιπόν, να αφιερωθεί σε κάτι όταν ακόμη και τα πιο απλά πράγματα στην καθημερινότητά του τον δυσκόλευαν σε τόσο μεγάλο βαθμό;


Το χειρότερο, ωστόσο, και το πιο παράξενο ήταν ο καιρός. Γιατί είχε ήδη φτάσει βαρύ- βαρύ καλοκαίρι κι αυτή η συννεφιά και το κρύο δεν έλεγαν να φύγουν από τον ουρανό. Δεν είχε φανεί καθόλου αυτή η λιακάδα το πρωί και αυτή η ξαστεριά τη νύχτα, που κανονικά δέρνει χειμώνα- καλοκαίρι την περιοχή. Λες κι εκείνος ο χειμώνας ήρθε να μείνει για πάντα. Τα δέντρα και τα λουλούδια δεν είχαν καν ανθίσει όλον τον χρόνο, η βαριά μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και της βροχής και των σάπιων φύλλων δεν είχε ακόμη χαθεί ούτε στο ελάχιστο, και τα βαριά σύννεφα έμεναν μέρα- νύχτα εκεί ψηλά.
Με την κοπέλα του λογομαχούσαν γι’ αυτό το θέμα πολλές φορές.
Ακόμη και σήμερα όταν εκείνη έφτασε χαμογελαστή, γεμάτη όρεξη για να τον συναντήσει του αναφώνησε:
«Τι όμορφος καιρός είναι αυτός σήμερα!»
Στο μεταξύ, γεμάτος επάνω ο ουρανός με σκοτεινά σύννεφα έτοιμα να απελευθερώσουν το βαρύ φορτίο που κουβαλούσαν.
«Τι λες;»
«Ολόκληρος πεντακάθαρος ήλιος, δεν βλέπεις; Εμ δεν φταίει ο καιρός, εσύ έχεις το πρόβλημα» του απάντησε.
Η αλήθεια είναι ότι πολλά πράγματα τα έβλεπαν τελείως διαφορετικά και δεν προσπαθούσαν πάντοτε να κρατήσουν τις ισορροπίες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η κοπέλα ποτέ δεν δέχτηκε ότι ο Χαρακτήρας ήταν δεξιόχειρας και πολύ συχνά του έλεγε:
«Γιατί δεν βλέπεις επιτέλους πως το χέρι που χρησιμοποιείς είναι το αριστερό;»
Κι αυτός αμέσως απαντούσε και εξαπέλυε νέους χαρακτηρισμούς και στοιχεία απέναντί της κι η μάχη έμοιαζε να μην έχει τελειωμό. Είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να αποδέχεται χαρακτηρισμούς για τον εαυτό του, καλούς ή κακούς, μα κυρίως τους κακούς. Μόλις αποδεχτεί κανείς- όχι, μόλις το ακούσει και μόνο- ένα στοιχείο για τον εαυτό του, τότε αμέσως αρχίζει να επηρεάζεται από αυτό, ξεκινά να πλάθει την συμπεριφορά του σύμφωνα ή αντίθετα με αυτό. Είναι, λοιπόν, σκληρό και πονηρό να ονομάζεις τον άλλον, αν και γίνεται πολύ συχνά και όχι με βαριά καρδιά.

Συνεχίζεται-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s