-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Καλώς τον», είπε στο παιδί που έμπαινε μόλις στο αυτοκίνητο.
«Λοιπόν εσύ μας οδηγείς, εμείς δεν έχουμε ιδέα από δω», του είπε κι ο Π. που καθόταν στο πίσω κάθισμα.
«Εντάξει εντάξει το ‘χουμε, μην ανησυχείτε», απάντησε ο νεοφερμένος.
Είχαν κανονίσει να πάνε σε ένα μίνι πάρτι στα προάστια που μεγάλωσε ο Χαρακτήρας, στο σπίτι μιας κοπέλας. Καμία ιδιαίτερη περίπτωση, απλώς είχαν ξεμείνει ποτά. Οδηγούσε ο ίδιος. Ένας μικρός κύκλος, μια δύο τεράστιες ανηφόρες που το αυτοκίνητο τις έβγαζε μεν αλλά με λίγο ζόρι γιατί ήταν και παλιό, ένα κωλόστενο στη μέση του τίποτα και πουθενά το σπίτι. Ήταν που το είχαν. Ξανά κύκλοι, ρώτησαν και κάνα δυο περαστικούς, πράγμα πρωτοφανές για την περιοχή, και με τα πολλά το βρήκαν το σπίτι. Πάρκαραν το αμάξι μέσα σε μια αλάνα και επειδή είχαν χαλάσει οι κλειδαριές απλώς προσευχήθηκαν να μην γίνει καμιά στραβή. Όλα ρολόι.
Έφτασαν στο σπίτι και προχώρησαν κάτω στο υπόγειο όπου γινόταν ήδη το πάρτι με τα γνωστά πιόματα και τα λοιπά. Ο χώρος ήταν σχετικά μικρός, ένα μόνο μικρό φως, κόκκινο ήταν αναμμένο πάνω σε ένα μικρό περβάζι και το δωματιάκι μέσα στον καπνό από τα τσιγάρα. Σαν την είσοδο στην κόλαση ένα πράμα. Λίγο άβολα στην αρχή, σιγά σιγά βολεύτηκαν, βρήκαν τις θέσεις τους και άρχισε το ποτοπανηγύρι. Οι μπάφοι έδιναν κι έπαιρναν. Πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι άτομα, άλλοι κάθονταν άλλοι ήταν όρθιοι, με τα γνωστά πηγαδάκια εδώ κι εκεί, ομιλίες εδώ, γνωριμίες αλλού, χαμός. Πού και πού ακουγόταν καμιά απαίσια μουσική και όλο και κάποιος έκανε μια αποτυχημένη μίμηση ή κάποιο αστείο και τα γέλια, αυθόρμητα και ζορισμένα έπεφταν βροχή.
Είχε περάσει αρκετό χρόνο σε μια σχετική απομόνωση που δεν του έμενε άλλη επιλογή παρά να το διασκεδάζει. Όσο κι αν του την έσπαγαν μερικές φάτσες, μερικές επιτηδεύσεις, ήταν σίγουρα κάτι διαφορετικό. Βασικά ήταν κάτι. Η καθημερινότητα είναι πράγματι θανατηφόρα. Αργή μεν αλλά δολοφονική. Κι όταν συνδυάζεται μαζί της το τίποτα, η συνεχής ταβανοβλεψία, δεν θέλει και πολύ να συμβιβαστείς με το οτιδήποτε.
Του είχαν πει, το καταλάβαινε κι ο ίδιος πως στην αρχή πρέπει να γίνει προσποιητά το πράγμα. Θα πεις «όλα είναι καλά», θα γελάσεις λίγο επιτηδευμένα, θα κάνεις πράγματα που δεν σου πολυταιριάζουν μέχρι να σου γίνει βίωμα. Στην ανάγκη θα δεις και τον κόσμο με τελείως διαφορετικό μάτι. Ή γυαλί.
Όσο καθόταν, όμως, εκεί δεν μπορούσε να αποφύγει αυτό το συναίσθημα που καθόταν στο κέντρο του σώματός του, απαλό, μαλακό αλλά ταυτόχρονα ξεκάθαρο και βαρύ. Ήταν ένα συναίσθημα του στυλ : «Τι κάνεις, τώρα, εδώ;». Είναι από μια άποψη κακό να είσαι νέος. Δεν σηκώνει ο κόσμος δικαιολογίες και όλα γύρω φωνάζουν πως μπορείς να κάνεις αυτό ή πρέπει να κάνεις εκείνο, πως όλα γίνονται τώρα και ο χρόνος τρέχει. Η ηλικία γίνεται ένα στοιχείο που επηρεάζει υπερβολικά την ταυτότητά σου.
Με τα πολλά άρχισε να σπάει ο κόσμος. Κατά τα ξημερώματα αποφάσισε κι ο Χ. με την παρέα του να φύγουν. Καθώς ήταν οι τελευταίοι, η κοπέλα που τους φιλοξένησε βγήκε μαζί τους στην αυλή για να τους ξεπροβοδίσει. Ήταν ένα κρύο βράδυ, το φως του ήλιου ούτε που είχε εμφανιστεί ακόμη. Βαθύ σκοτάδι. Είχε αρχίσει, επίσης, να ρίχνει ψιλό χιόνι και δεν μπορούσες να σταθείς από το κρύο. Η κοπέλα βγήκε με ένα κοντομάνικο μπλουζάκι, στάθηκε στην αυλόπορτα και άναψε τσιγάρο. Αγκάλιαζε τα χέρια της και κάπνιζε, λέγοντας τις τελευταίες κουβέντες με τους καλεσμένους. Με μια κίνηση κοίταξε στον ουρανό και ψιθύρισε μια παρατήρηση για το πόσο ζεστό και ξάστερο βράδυ ήταν.
–Συνεχίζεται-